ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
[LLIÇÓ D‘HISTÒRIA]
Μια γέφυρα πάνω απ’ τον Ντορντόν. Είμαστε Ιούνη
του ’40. Το πελώριο πανί τ’ ουρανού
το κουρελιάσαν ορμητικά
τα Στούκας. Πάνε προς βορρά. Τα περιμένουμε.
Στοιβαγμένα τα βαρέλια με τη νιτρογλυκερίνη:
είναι ν’ ανατιναχτεί η γέφυρα. Έρχετ’ ένας στρατηγός,
τον υπακούν ακόμα, και δίνει διαταγή:
σπάνε τα βαρέλια – και το εκρηκτικό,
ταπεινά κιτρινωπό, απλώνεται
στης γέφυρας το κατάστρωμα. Λερώνει
λάστιχα και παπούτσια· και κάτι αγόρια
δεκάξι χρονώ, με περισκελίδες κι άρβυλα ψηλά
και γέλια πολλά – είναι τάχα γερμανοί
και παίζουνε, πως καβαλάνε γέφυρες – την απλώνουν:
κάνουνε και να την ανάψουν, μα ο καπνός
βρομάει υπερβολικά.
…………….Με συναρπάζει η εικόνα
του προδότη στρατηγού. Κείνο που με ξυπνά
δεν μπορεί να με προδώσει. Απαθής, ξεκάθαρα
το δείχνει: μπορεί κανείς να προδώσει με ειλικρίνεια,
μέρα μεσημέρι. Για ν’ ακολουθήσουν
οι προδομένοι. Το μηχανικό κομμάτι,
το σπάσιμο των βαρελιών, το κάναν εκείνοι.
Κανείς δε βλέπει, την ώρα που συμβαίνει, πως είναι
η δική σου η ζωή που μπροστά στα μάτια σου περνά
και δεν χωρά συμβιβασμούς στην υπεράσπισή της.
Μετά, ξέχνα και κάνε τον αθώο.
a
Η φετινή χρονιά (2022) αποτελεί ταυτόχρονα την 100ή επέτειο από τη γέννηση και την 50ή από τον θάνατο του Gabriel Ferrater, ενός από τους πιο σημαντικούς και πιο ιδιόμορφους Καταλανούς ποιητές του 20ού αιώνα. Γεννημένος το 1922 στην πόλη Ρέους, έζησε την εφηβεία του στον ισπανικό εμφύλιο, μέσα σ’ ένα κλίμα διαρκούς τρόμου, καθώς η πόλη βομβαρδιζόταν επανειλημμένα. Μοναδική διέξοδος: το πάθος του για την παγκόσμια λογοτεχνία. Από το 1938 έως το 1941, ο Φερρατέ κατέφυγε στη γαλλική πόλη Λιμπούρν μαζί με την οικογένειά του. Εκεί διαδραματίζονται τα γεγονότα που αναφέρονται στο ποίημα: ο Ιούνιος του 1940 συνδέεται ιστορικά με την παράδοση της Γαλλίας στον Χίτλερ, από τον στρατηγό Πεταίν.
Το ποιητικό έργο που έκανε διάσημο τον Φερρατέ είναι ουσιαστικά γραμμένο σε μια πενταετία (1958-63), ξαναδουλεμένο και συγκεντρωμένο εντέλει στην τελευταία συλλογή που εκδόθηκε όσο ο ποιητής ήταν εν ζωή, Les dones i els dies (Οι γυναίκες και οι μέρες, 1968). Σε τούτο τον συγκεντρωτικό τόμο ανήκει και το ποίημα που μεταφράζεται εδώ. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πάντως, γοητεύτηκε από τη γλωσσολογία. Έτσι, παράλληλα με τη μετάφραση έργων λογοτεχνίας του 20ού αιώνα (Μπέκεττ, Κάφκα, κτλ.), μετέφρασε και μελέτες γλωσσολόγων, όπως ο Ν. Τσόμσκι και ο Λ. Μπλούμφηλντ.
Η αυτοκτονία του Φερρατέ, λίγες μέρες προτού κλείσει τα πενήντα («από φόβο για το γέρασμα», όπως ειπώθηκε), έχει σχολιαστεί ίσως πιο πολύ από το ίδιο το έργο του. Σε αυτό συντέλεσε και η συχνή παρουσία αυτοκτονιών στην οικογένειά του. Ως ποιητής, βασίζεται κυρίως στο προσωπικό βίωμα, το οποίο αποτυπώνει με εικόνες γεμάτες ένταση. Θεωρείται ότι επηρεάστηκε κυρίως από την αγγλόφωνη ποίηση, την οποία μελέτησε επί δεκαετίες. Ο Σ. Χήνυ είχε πει πως, αν ο Ρόμπερτ Φροστ είχε μεγαλώσει σε εμφύλιο πόλεμο, θα ’χε ίσως γράψει σαν τον Φερρατέ…