Το ευτυχισμένο καλοκαίρι της κυρίας Φορμπς
Το απόγευμα επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκαμε στην κάσα της πόρτας καρφωμένο από το λαιμό ένα τεράστιο θαλάσσιο φίδι. Ήταν μαύρο, φωσφόριζε και έμοιαζε σαν κακόβουλο ξόρκι τσιγγάνων, με τα μάτια ακόμα ζωντανά και τα δόντια σαν πριόνι στα ορθάνοιχτα σαγόνια. Εγώ ήμουν τότε εννιά ετών και μπρος στο θέαμα που προκαλούσε παραλήρημα, ένιωσα τέτοιον τρόμο που έχασα τη μιλιά μου. Ο αδελφός μου όμως, που ήταν δυο χρόνια μικρότερός μου, πέταξε τις μπουκάλες του οξυγόνου, τις μάσκες και τα βατραχοπέδιλα και το ‘βαλε στα πόδια με μια κραυγή φρίκης. Από την πέτρινη σκάλα, που μας ξεθέωνε να την ανεβούμε, άρχιζε από τους υφάλους και το λιμανάκι και έφτανε μέχρι το σπίτι μας, η κυρία Φορμπς τον άκουσε και ανάστατη μας έφτασε λαχανιασμένη, όμως της ήταν αρκετό, όταν είδε το εσταυρωμένο ψάρι στην πόρτα, να καταλάβει την αιτία της φρίκης μας. Αυτή συνήθιζε να λέει ότι, όταν δυο παιδιά βρίσκονται μαζί, φταίνε και τα δύο για ό,τι το καθένα κάνει χωριστά, έτσι που για τις φωνές του αδελφού μου μας μάλωσε και τους δύο και συνέχισε να μας κάνει παρατηρήσεις για την έλλειψη αυτοκυριαρχίας.
Τα έλεγε στα γερμανικά και όχι στα αγγλικά, όπως προέβλεπε το συμβόλαιό της ως γκουβερνάντα μας, ίσως γιατί και η ίδια είχε τρομάξει και δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
Όμως γρήγορα συνήλθε και γύρισε στα ξύλινα αγγλικά της και στις παιδαγωγικές εμμονές της.
-Είναι μια ελληνική σμέρνα, μας είπε, λέγεται έτσι γιατί ήταν ένα ιερό ζώο για τους αρχαίους Έλληνες.
Ο Ορέστης, ο νεαρός από εκείνα τα μέρη που μας μάθαινε να κολυμπάμε στα βαθειά, εμφανίστηκε γρήγορα πίσω από τις καπαριές . Είχε τη μάσκα κολύμβησης στο μέτωπο, ένα κοντό παντελονάκι για μπανιερό και μια δερμάτινη ζώνη με έξι διαφορετικά μαχαίρια, ως προς το μέγεθος και το είδος, μιας και δεν είχε άλλο τρόπο να κάνει υποβρύχιο ψάρεμα, παρά να παλεύει σώμα με σώμα με τα ψάρια. Θα ήταν καμιά εικοσαριά χρόνων, στο βυθό της θάλασσας περνούσε περισσότερο καιρό από ό,τι στη στεριά και ο ίδιος φαινόταν πιο πολύ σαν ζώο της θάλασσας με το κορμί του πάντα πασαλειμμένο με λάδι μηχανής .
Όταν τον είδε για πρώτη φορά η κυρία Φορμπς είχε πει στους γονείς μου ότι δεν επρόκειτο να ξανασυναντήσει πιο όμορφο ανθρώπινο πλάσμα. Χωρίς αμφιβολία η ομορφιά του προκαλούσε ρίγη συγκίνησης. Ο Ορέστης λοιπόν έπρεπε επίσης να υποστεί μια επίπληξη στα ιταλικά γιατί είχε κρεμάσει τη σμέρνα στην πόρτα μόνο και μόνο για να τρομάξει τα παιδιά. Κατόπιν η κυρία Φορμπς τον διέταξε να την ξεκρεμάσει με τον οφειλόμενο σεβασμό σε ένα μυθικό πλάσμα και μας ζήτησε να ντυθούμε για το δείπνο.
Υπακούσαμε αμέσως και προσπαθήσαμε να μην κάνουμε το παραμικρό λάθος, γιατί σε δυο περίπου εβδομάδες είχαμε μάθει ότι τίποτε δεν είναι πιο δύσκολο από το να ζεις υπό το καθεστώς της κυρίας Φορμπς. Ενώ λουζόμασταν στο μπάνιο, στα σκοτεινά, κατάλαβα ότι ο αδελφός μου συνέχιζε να σκέφτεται τη σμέρνα.
-Είχε μάτια σαν του ανθρώπου, μου είπε.
Συμφωνούσα αλλά προσπάθησα να τον κάνω να πιστέψει το αντίθετο και συνέχισα να αλλάζω κουβέντα μέχρι που τελείωσα το μπάνιο μου. Όταν όμως βγήκα από το μπάνιο, μου ζήτησε να μείνω για να του κάνω συντροφιά.
-Είναι ακόμα μέρα , του είπα.
Τράβηξα τις κουρτίνες. Ήταν Αύγουστος για τα καλά και από το παράθυρο φαινόταν μέχρι το άλλο άκρο του νησιού το τοπίο καυτό, σεληνιακό και ο ήλιος σταματημένος στον ουρανό.
-Δεν είναι γι’αυτό, είπε ο αδελφός μου. Είναι γιατί φοβάμαι να νιώθω φόβο. Ωστόσο, όταν φτάσαμε στην τραπεζαρία, έδειχνε ήρεμος και είχε ετοιμαστεί τόσο προσεκτικά που αξιώθηκε ιδιαίτερα συγχαρητήρια από την κυρία Φορμπς και δυο βαθμούς παραπάνω στην καλή διαγωγή του αυτή την εβδομάδα. Εγώ αντιθέτως έχασα δύο βαθμούς από τους πέντε που είχα κερδίσει, γιατί την τελευταία στιγμή αποξεχάστηκα και κατόπιν, από τη βιασύνη μου, έφτασα στην τραπεζαρία λαχανιασμένος.
Κάθε πενήντα βαθμούς δικαιούμασταν διπλή μερίδα επιδόρπιο, όμως κανένας από τους δυο μας δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει τους δεκαπέντε βαθμούς. Ήταν κρίμα, αλήθεια, γιατί ποτέ στο μέλλον δεν δοκιμάσαμε πουτίγκες τόσο ωραίες όσο εκείνες της κυρίας Φορμπς. Πριν αρχίσουμε το φαγητό κάναμε προσευχή όρθιοι μπρος στα άδεια πιάτα. Η κυρία Φορμπς δεν ήταν καθολική, ωστόσο το συμβόλαιό της προέβλεπε να μας επιβάλει να προσευχόμαστε έξι φορές την ημέρα και είχε μάθει τις προσευχές μας προκειμένου να το τηρεί. Κατόπιν καθόμασταν οι τρεις και εμείς κρατούσαμε την αναπνοή μας, όσο εκείνη έλεγχε και την παραμικρή λεπτομέρεια της συμπεριφοράς μας, και μόνο όταν όλα της φαίνονταν τέλεια χτυπούσε το κουδουνάκι. Τότε ερχόταν η Φούλβια Φλαμίνια, η μαγείρισσα, με την αιώνια σούπα από φιδέ όλο εκείνο το βαρετό καλοκαίρι.
Στην αρχή όταν ήμασταν μόνοι με τους γονείς μας το φαγητό ήταν μια γιορτή. Η Φούλβια Φλαμίνια μας σέρβιρε μιλώντας ασταμάτητα γύρω από το τραπέζι με μια διάθεση αταξίας που δίνει χαρά στη ζωή. Και στο τέλος σταματούσε, καθόταν μαζί μας και έτρωγε λίγο από το πιάτο του καθενός. Όμως από τότε που η κυρία Φόρμπς έγινε υπεύθυνη του πεπρωμένου μας, μάς σέρβιρε τόσο σιωπηλά που μπορούσαμε να ακούσουμε τις φυσαλίδες της σούπας που έβραζε στη σουπιέρα. Δειπνούσαμε με τη σπονδυλική στήλη ακουμπισμένη στην πλάτη της καρέκλας, μασώντας δέκα φορές από τη μια μεριά του στόματος και δέκα από την άλλη, χωρίς να ξεφεύγουμε από το βλέμμα της σιδηράς και άχρωμης, μεσόκοπης γυναίκας που παπαγάλιζε μαθήματα αστικής ευγένειας. Ίδια κι απαράλλαχτη σαν τη λειτουργία της Κυριακή, και χωρίς την ανακούφιση από τους ανθρώπους που ψάλλουν.
Τη μέρα που βρήκαμε τη σμέρνα κρεμασμένη στην πόρτα, η κυρία Φορμπς μας μίλησε για τις υποχρεώσεις μας απέναντι στην πατρίδα. Η Φούλβια Φλαμίνια που έμοιαζε να αιωρείται στην ψυχρή ατμόσφαιρα, που προκαλούσε η φωνή της κας Φορμπς, μας σέρβιρε κατόπιν τη σούπα και ένα φιλέτο στα κάρβουνα από κρέας άσπρο σαν το χιόνι με μια μυρωδιά εξαιρετική. Εμένα, που από πάντα προτιμούσα το ψάρι από οποιοδήποτε άλλο φαγητό στον κόσμο, μου θύμισε το σπίτι μας στο Γουακαμαγιάλ και μου ανακούφισε την ψυχή. Ο αδελφός μου όμως άφησε το πιάτο χωρίς να το δοκιμάσει.
-Δεν μου αρέσει, είπε.
Η κυρία Φορμπς διέκοψε το μάθημα.
-Δεν μπορείς να ξέρεις, του είπε, ούτε καν το δοκίμασες.
Έριξε ένα βλέμμα προειδοποιητικό στη μαγείρισσα αλλά ήταν πια πολύ αργά.
-Η σμέρνα, γιε μου, είναι το πιο νόστιμο ψάρι του κόσμου, είπε η Φούλβια Φλαμίνια. Δοκίμασέ το και θα δεις.
Η κυρία Φορμπς δεν άλλαξε θέμα. Με την άκαρδη μέθοδό της μας διηγήθηκε ότι η σμέρνα ήταν μια λιχουδιά για τους βασιλιάδες της αρχαιότητας και ότι οι πολεμιστές διαγκωνίζονταν για τη χολή της επειδή περιείχε μια δύναμη υπερφυσική. Κατόπιν μας επανέλαβε, όπως κάθε λίγο και λιγάκι, ότι το καλό γούστο δεν είναι σύμφυτο ούτε διδάσκεται σε οποιαδήποτε ηλικία αλλά καλλιεργείται σιγά σιγά παιδιόθεν. Έτσι εκείνος δεν είχε καμιά δικαιολογία για να μην φάει. Εγώ που είχα δοκιμάσει τη σμέρνα πριν μάθω τι ήταν, έμεινα για πάντα με την απορία. Είχε μια γεύση απαλή, αν και κάπως στυφή, όμως η εικόνα του καρφωμένου φιδιού στο ρόπτρο με πίεζε περισσότερο από την όρεξή μου. Ο αδελφός μου με την πρώτη μπουκιά έκανε μεγάλη προσπάθεια αλλά δεν μπόρεσε να το αντέξει και έκανε εμετό.
-Πηγαίνεις στο μπάνιο, του είπε η κυρία Φορμπς χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της, πλένεσαι καλά και επιστρέφεις να φας.
Ένιωσα μεγάλη αγωνία για εκείνον, αφού ήξερα πόσο του κόστιζε να διασχίσει απ’ άκρη σ΄άκρη το σπίτι όταν σκοτείνιαζε και να μείνει μόνος στο μπάνιο όση ώρα χρειαζόταν για να πλυθεί. Όμως γύρισε γρήγορα με άλλο καθαρό πουκάμισο, ωχρός και μετά βίας μπορούσε να συγκρατηθεί για να μην τρέμει, ωστόσο άντεξε πολύ καλά τον αυστηρό έλεγχο της καθαριότητάς του.Tότε η κυρία Φορμπς έκοψε ένα κομμάτι από τη σμέρνα και τον διέταξε να συνεχίσει. Εγώ με χίλια ζόρια κατάπια μια δεύτερη μπουκιά. Ο αδελφός μου αντίθετα δεν άγγιξε καν τα μαχαιροπήρουνα.
-Δεν πρόκειται να φάω, είπε. Η αποφασιστικότητα του ήταν ολοφάνερη, έτσι η κυρία Φορμπς δεν επέμεινε.
-Καλώς, είπε, αλλά δεν θα φας επιδόρπιο.
Η ανακούφιση του αδελφού μου μού έδωσε κουράγιο. Σταύρωσα τα μαχαιροπήρουνα πάνω στο πιάτο όπως μας δίδαξε η κυρία Φορμπς όταν τελειώνουμε το φαγητό και είπα:
-Ούτε εγώ θα φάω επιδόρπιο.
-Ούτε θα δείτε τηλεόραση, ανταπάντησε αυτή.
-Δεν θα δούμε τηλεόραση, είπα.
Η κυρία Φορμπς έβαλε την πετσέτα πάνω στο τραπέζι και σηκωθήκαμε οι τρείς μας για την προσευχή. Μετά μας έστειλε στην κρεβατοκάμαρά μας με την προειδοποίηση, ότι έπρεπε να αποκοιμηθούμε στο χρόνο που εκείνη χρειαζόταν για να αποτελειώσει το φαγητό της. Όλοι οι καλοί βαθμοί μας είχαν διαγραφεί και μόνο μετά τους είκοσι θα ξανααπολαμβάναμε τα γλυκά της με κρέμα, τις τάρτες με βανίλια, τα εξαιρετικά της κέικ με δαμάσκηνα. Τέτοια που καλύτερα δεν επρόκειτο να δοκιμάσουμε ξανά στο υπόλοιπο της ζωής μας. Όμως αργά ή γρήγορα θα φτάναμε στη ρήξη.
Ένα ολόκληρο χρόνο περιμέναμε με αγωνία εκείνο το ξένοιαστο καλοκαίρι στο νησί Πανταλένα στο νότιο άκρο της Σικελίας. Και το οποίο είχε υπάρξει αληθινά ξένοιαστο τον πρώτο μήνα που οι γονείς μας ήταν μαζί μας. Ακόμα τώρα θυμάμαι σαν σε όνειρο το ηλιόλουστο τοπίο με τους ηφαιστιακούς βράχους, την απέραντη θάλασσα, το ολόλευκο ασβεστωμένο σπίτι ακόμη και τα σπίτια από τούβλα, από τα παράθυρα των οποίων φαίνονταν τις νύχτες που δεν είχε αέρα οι δέσμες φωτός από τους φάρους της Αφρικής. Εξερευνώντας με τον πατέρα μου τους ήρεμους βυθούς γύρω από το νησί είχαμε ανακαλύψει μια αρμαθιά κίτρινες τορπίλες ποντισμένες από τον τελευταίο πόλεμο. Είχαμε ανασύρει έναν ελληνικό αμφορέα σχεδόν ένα μέτρο ψηλό, με γιρλάντες που είχαν πετρώσει και που στον πάτο του είχαν απομείνει υπολείμματα από ένα αμνημόνευτο και δηλητηριώδες κρασί. Είχαμε επίσης κολυμπήσει σε ένα κόλπο που άχνιζε και τα νερά του ήταν τόσο ήρεμα. που σχεδόν μπορούσες να περπατήσεις πάνω τους. Όμως η πιο λαμπρή ανακάλυψη για μας ήταν η Φούλβια Φλαμίνια. Έμοιαζε με ευτυχισμένο επίσκοπο και όπου πήγαινε είχε πάντα ένα σωρό γατιά γύρω της, που ρουθούνιζαν και την δυσκόλευαν να περπατήσει, όμως εκείνη έλεγε πως δεν τα ανεχόταν γιατί τα αγαπούσε αλλά γιατί της έτρωγαν τους ποντικούς. Τη νύχτα όταν οι γονείς μας έβλεπαν στην τηλεόραση προγράμματα για μεγάλους, η Φούλβια Φλαμίνια μας έπαιρνε στο σπίτι της, λιγότερο από εκατό μέτρα μακριά από το δικό μας, και μας έδειχνε πώς να ξεχωρίζουμε τους ήχους που έφταναν από μακριά, τα τραγούδια και το μελαγχολικό σφύριγμα του αέρα από το Τούνεζι. Ο άντρας της ήταν αρκετά πιο νέος από εκείνη και δούλευε τα καλοκαίρια σε τουριστικά ξενοδοχεία στην άλλη άκρη του νησιού και γύριζε στο σπίτι μόνο για να κοιμηθεί.
Ο Ορέστης ζούσε με τους γονείς του λιγο πιο πέρα και εμφανιζόταν πάντα το σούρουπο με αρμάθες ψάρια και πανέρια με αστακούς, που μόλις είχε ψαρέψει, και τα άφηνε στην κουζίνα για να τα πάρει ο άντρας της Φούλβιας Φλαμίνιας και να τα πουλήσει την επόμενη μέρα στα ξενοδοχεία. Μετά φορούσε ξανά το φακό κατάδυσης στο μέτωπο και μας πήγαινε να κυνηγήσουμε αρουραίους στο βουνό, μεγάλους σαν κουνέλια, που ρήμαζαν τα υπολείμματα στις κουζίνες. Μερικές φορές επιστρέφαμε όταν οι γονείς μας είχαν πλαγιάσει και με δυσκολία μπορούσαμε να κοιμηθούμε από τα σκουξίματα των αρουραίων που κυνηγιόνταν στα σκοτάδια των κήπων. Αλλά ακόμα και εκείνη η φασαρία ήταν κάτι μαγικό στο ευτυχισμένο καλοκαίρι μας. Η απόφαση να προσλάβουν γερμανίδα γκουβερνάντα θα μπορούσε να είναι όμως μόνο του πατέρα μου, που ήταν ένας συγγραφέας από τις ακτές της Καραϊβικής με περισσότερη έπαρση παρά ταλέντο. Θαμπωμένος από ό,τι είχε απομείνει από την αίγλη της Ευρώπης, φαινόταν πάντα να έχει μεγάλη αγωνία στο να καταφέρει να συγχωρέσει την καταγωγή του τόσο στα βιβλία του όσο και στην πραγματική του ζωή. Του είχε μπει δε η ιδέα να μη μείνει στα παιδιά του κανένα κατάλοιπο από το δικό του παρελθόν. Η μητέρα μου εξακολουθούσε να είναι πάντα τόσο ταπεινή όπως ήταν ως δασκάλα στην Άνω Γουαχίρα. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι ο άντρας της θα μπορούσε να έχει κάποια ιδέα που δεν θα ήταν προνοητική . Έτσι που κανένας από τους δυο δεν αναρωτήθηκε πραγματικά, πώς θα ήταν η ζωή μας με μια λοχία από το Ντόρτμουντ. Επιφορτισμένη μάλιστα να μας επιβάλλει με τη ζόρι τις πιο αυστηρές συνήθειες της ευρωπαϊκής κοινωνίας, ενώ εκείνοι συμμετείχαν με σαράντα συγγραφείς της μόδας σε μια πολιτιστική κρουαζιέρα πέντε εβδομάδων στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Η κυρία Φορμπς έφθασε τελευταίο Σάββατο του Ιουλίου με το τακτικό καραβάκι του Παλέρμο και από τη στιγμή που την είδαμε, καταλάβαμε ότι η γιορτή είχε τελειώσει.
Με μια ανυπόφορη μεσημεριάτικη ζέστη ήρθε με μπότες στρατιωτικές, με ένα φόρεμα σταυροκούμπωτο με γιακά και πέτα, με τα μαλλιά κομμένα αντρικά και φορώντας καπέλο από φέλπα. Μύριζε τσίσα πιθήκου. «Έτσι μυρίζουν όλοι οι ευρωπαίοι, κυρίως το καλοκαίρι», μας είπε ο πατέρας μου. «Είναι η μυρωδιά του πολιτισμού». Όμως παρά τη στρατιωτική της εμφάνιση η κυρία Φορμπς ήταν ένα πλάσμα λιπόσαρκο, που ίσως να μας είχε προκαλέσει κάποια λύπηση εάν ήμασταν μεγαλύτεροι ή αν εκείνη είχε την παραμικρή τρυφερότητα.
Με τον ερχομό της ο κόσμος έγινε διαφορετικός .Οι έξι ώρες στη θάλασσα που από τις αρχές του καλοκαιριού ήταν μια συνεχόμενη άσκηση φαντασίας, έγιναν μόνο μια ώρα που επαναλαμβανόταν ίδια και απαράλλαχτη. Όταν ήμασταν με τους γονείς μας διαθέταμε όλο μας το χρόνο κολυμπώντας με τον Ορέστη, έκπληκτοι από την τέχνη και την τόλμη με τις οποίες αντιμετώπιζε τα χταπόδια στο θαλάμι τους γεμάτο από μελάνι και αίμα χωρίς άλλα όπλα εκτός από τα εκ του συστάδην μαχαίρια του. Μετά συνήθιζε να έρχεται στις έντεκα με την εξωλέμβια βαρκούλα του, όπως έκανε πάντα, πλην η κυρία Φορμπς δεν του επέτρεπε να μένει μαζί μας ούτε ένα λεπτό περισσότερο από τον απαραίτητο χρόνο για το μάθημα της υποβρύχιας κολύμβησης. Μας απαγόρευσε να γυρίζουμε νύχτα από το σπίτι της Φούλβιας Φλαμίνιας γιατί το θεωρούσε υπερβολική οικειότητα με μια υπηρέτρια, έπρεπε δε να αφιερώσουμε το χρόνο, που διασκεδάζαμε πριν κυνηγώντας ποντίκια, στην αναλυτική μελέτη του Σαίξπηρ.
Συνηθισμένοι να κλέβουμε μάνγκο στους κήπους και να σκοτώνουμε σκυλιά πετροβολώντας τα στους φλεγόμενους δρόμους του Γουακαμαγιάλ, ήταν αδύνατον για μας να κατανοήσουμε το απάνθρωπο βασανιστήριο εκείνης της ζωής για πρίγκηπες. Ωστόσο πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι η κυρία Φορμπς δεν ήταν τόσο αυστηρή με τον εαυτό της όσο ήταν με εμάς και αυτό ήταν το πρώτο ρήγμα της αυθεντίας της. Στην αρχή, ενώ ο Ορέστης έδειχνε σε εμάς πώς να βουτάμε, αυτή καθόταν στην παραλία κάτω από την χρωματιστή ομπρέλα ντυμένη σαν για πόλεμο, διάβαζε μπαλάντες του Σίλερ και μετά μας παρέδιδε με τις ώρες θεωρητικά μαθήματα καλής κοινωνικής συμπεριφοράς μέχρι το διάλειμμα για φαγητό. Μια μέρα ζήτησε από τον Ορέστη να την πάει με τη βάρκα στα μαγαζιά για τους τουρίστες πέρα στα ξενοδοχεία και επέστρεψε με ένα ολόσωμο μαγιώ μαύρο, γυαλιστερό σαν το τρίχωμα της φώκιας όμως ποτέ δεν μπήκε στη θάλασσα. Λιαζόταν στην παραλία ενώ εμείς κολυμπούσαμε και σκούπιζε τον ιδρώτα της με την πετσέτα χωρίς να περάσει από το ντους, έτσι που σε τρεις μέρες έμοιαζε με ζωντανό αστακό και η μυρωδιά του πολιτισμού της είχε γίνει αποπνικτική. Οι νύχτες της ήταν αγωνιώδεις. Από την αρχή των καθηκόντων της νιώθαμε πως κάποιος περπατούσε στο σπίτι μέσα στο σκοτάδι ψάχνοντας με τα χέρια στα σκοτεινά. Ο αδελφός μου άρχισε να φοβάται με την ιδέα ότι μπορεί να ήταν οι αδικοχαμένοι για τους οποίους τόσα πολλά μας είχε πει η Φούλβια Φλαμίνια. Πολύ γρήγορα ανακαλύψαμε ότι ήταν η κυρία Φορμπς που περνούσε τη νύχτα ζώντας την πραγματική ζωή μιας μοναχικής γυναίκας που η ίδια θα είχε ξαναδοκιμάσει στη διάρκεια της ημέρας. Ένα πρωί χαράματα την ξαφνιάσαμε όταν τη βρήκαμε στην κουζίνα με το μακρύ νυχτικό της να ετοιμάζει τα περίφημα γλυκά της αλευρωμένη παντού, στο σώμα, στο πρόσωπο, να πίνει ένα ποτήρι κρασί πόρτο έξαλλη, με τρόπο που θα είχε προκαλέσει σκάνδαλο στην άλλη κυρία Φορμπς. Ήδη από τότε ξέραμε ότι, όταν εμείς πλαγιάζαμε, αυτή δεν πήγαινε στο υπνοδωμάτιό της αλλά κατέβαινε να κολυμπήσει στα κρυφά ή έμενε μέχρι αργά στη σάλα, βλέποντας χωρίς ήχο στην τηλεόραση τις ταινίες που απαγορεύονταν για ανηλίκους, ενώ έτρωγε ολόκληρες τάρτες και έπινε μέχρι και ένα μπουκάλι από το εκλεκτό κρασί που ο πατέρας μου ζηλότυπα φύλαγε για εξαιρετικές περιπτώσεις. Αντίθετα με τα δικά της κηρύγματα περί λιτότητας και συμπεριφοράς πνιγόταν σε ένα είδος άγριου πάθους χωρίς να βρίσκει γαλήνη. Κατόπιν την ακούγαμε να μιλάει μόνη της στο δωμάτιό της, την ακούγαμε να απαγγέλλει με τα μελωδικά της γερμανικά ολόκληρα αποσπάσματα από το « Η Παρθένος της Ορλεάνης», την ακούγαμε να τραγουδάει, την ακούγαμε να σιγοκλαίει στο κρεβάτι μέχρι το ξημέρωμα. Μετά εμφανιζόταν στο πρωινό με μάτια πρησμένα από το κλάμα, κάθε φορά και πιο θλιμμένη και πιο αυταρχική. Από τότε ούτε ο αδελφός μου ούτε εγώ δεν υπήρξαμε πιο δυστυχισμένοι, ωστόσο εγώ ήμουν διατεθειμένος να την αντέξω ως το τέλος, αφού ήξερα ότι σε κάθε περίπτωση η λογική της θα υπερίσχυε ενάντια στη δική μας. Ο αδελφός μου αντίθετα την αντιμετώπιζε με όλη τη δύναμη του χαρακτήρα του. Και το ευτυχισμένο μας καλοκαίρι μετατράπηκε σε κόλαση. Το επεισόδιο με τη σμέρνα υπήρξε καταλυτικό. Το ίδιο εκείνο βράδυ, ενώ ακούγαμε από το κρεβάτι το ασταμάτητο ροχαλητό της κυρίας Φορμπς στο αποκοιμισμένο σπίτι, ο αδελφός μου ξέσπασε με μιας όλο το θυμό που του κατέτρωγε την ψυχή.
-Θα την σκοτώσω, είπε.
Ξαφνιάστηκα, όχι τόσο για την απόφασή του όσο γιατί συμπτωματικά σκεφτόμουν και εγώ το ίδιο από το δείπνο και μετά. Ωστόσο προσπάθησα να το συζητήσω.
-Θα σε αποκεφαλίσουν, του είπα.
– Δεν υπάρχει γκιλοτίνα στη Σικελία, είπε. Επιπλέον κανείς δεν πρόκειται να μάθει ποιος το έκανε.
Σκεφτόμουν τον αμφορέα που είχαμε βγάλει από τη θάλασσα, όπου ακόμα υπήρχε το κατακάθι του δηλητηριώδους κρασιού. Ο πατέρας μου το φύλαγε γιατί ήθελε να το αναλύσει προσεκτικά, προκειμένου να εξακριβώσει το είδος του δηλητηρίου, αφού δεν μπορούσε να είναι μόνο αποτέλεσμα του χρόνου που πέρασε. Το να το χρησιμοποιήσουμε εναντίον της κυρίας Φορμπς ήταν κάτι τόσο εύκολο που κανένας δεν θα σκεφτόταν ότι δεν ήταν ατύχημα ή αυτοκτονία. Έτσι που τα ξημερώματα, όταν την αντιληφθήκαμε να πέφτει εξαντλημένη από την παρατεταμένη αγρυπνία, ρίξαμε κρασί από τον αμφορέα στο μπουκάλι με το εκλεκτό κρασί του πατέρα μου. Σύμφωνα με τα όσα είχαμε ακούσει να λέει εκείνη η δόση ήταν αρκετή για να σκοτώσει άλογο.
Το πρωινό το παίρναμε στην κουζίνα στις εννιά ακριβώς σερβιρισμένο από την ίδια την κυρία Φορμπς με τα γλυκά ψωμάκια που η Φούλβια Φλαμίνια άφηνε νωρίτερα πάνω στη σχάρα της κουζίνας. Δυο μέρες μετά την μετάγγιση του κρασιού, ενώ τρώγαμε πρωινό, ο αδελφός μου με ένα βλέμμα απογοήτευσης μού έδωσε να καταλάβω ότι η δηλητηριασμένη μποτίλια παρέμενε άθικτη στο ράφι. Αυτό ήταν την Παρασκευή και η μποτίλια συνέχισε άθικτη όλο το Σαββατοκύριακο. Τη νύχτα όμως της Τρίτης η κυρία Φορμπς ήπιε τη μισή ενώ έβλεπε τις ελευθέριες ταινίες στην τηλεόραση. Ωστόσο ήρθε για το πρωινό ακριβώς στην ώρα της όπως πάντα. Είχε την συνηθισμένη όψη της κακονυχτισμένης και τα μάτια της πίσω από τα χοντρά γυαλιά είχαν την ίδια αγωνία όπως πάντα. Έγιναν δε ακόμα πιο ανήσυχα όταν βρήκε στο καλαθάκι με τα ψωμάκια ένα γράμμα με γραμματόσημα από την Γερμανία. Το διάβασε όσο έπινε τον καφέ της, πράγμα που τόσες φορές μας είχε πει ότι δεν πρέπει να κάνουμε, και όσο κρατούσε η ανάγνωση ξεσπάσματα διαύγειας που προκαλούσαν οι γραμμένες λέξεις τάραζαν το πρόσωπό της . Μετά ξεκόλλησε τα γραμματόσημα από το φάκελλο και τα έβαλε στο πανέρι με τα υπόλοιπα ψωμάκια για τη συλλογή του άντρα της Φούλβιας Φλαμίνιας. Παρά την πρωινή κακή εμπειρία της, εκείνη την ημέρα μας συνόδευσε στην εξερεύνηση του θαλάσσιου βυθού και περιπλανιώμασταν σε μια θάλασσα με διάφανα νερά, μέχρι που άρχισε να μας εξαντλείται ο αέρας από τις μπουκάλες και επιστρέψαμε στο σπίτι χωρίς να πάρουμε το μάθημα καλής συμπεριφοράς. Η κυρία Φορμπς όχι μόνο ήταν καλοδιάθετη όλη τη μέρα αλλά και την ώρα του δείπνου φαινόταν πιο ζωηρή από ποτέ. Ο αδελφός μου από την πλευρά του δεν μπορούσε να χωνέψει την αποτυχία. Έτσι στα γρήγορα, μόλις πήραμε την εντολή να αρχίσουμε, έσπρωξε το πιάτο με τη σούπα από φιδέ με μια προκλητική κίνηση.
-Μου τα ‘χεις πρήξει μ’ αυτό το νεροζούμι με σκουλήκια, είπε.
Ήταν σαν να είχε πετάξει μια χειροβομβίδα πάνω στο τραπέζι. Η κυρία Φορμπς χλόμιασε, τα χείλη της σκλήρυναν μέχρι που άρχισε να βγάζει καπνούς από το θυμό της και τα γυαλιά της θάμπωσαν από τα δάκρυα. Μετά τα έβγαλε, τα σκούπισε με την πετσέτα και πριν σηκωθεί τα ακούμπησε στο τραπέζι με την πίκρα μιας άδοξης συνθηκολόγησης.
-Κάντε ό,τι σας κάνει κέφι, είπε. Εγώ δεν υπάρχω.
Κλείστηκε στο δωμάτιό της από τις επτά. Πριν τα μεσάνυχτα όμως, όταν μας νόμιζε κοιμισμένους, την είδαμε να περνάει με το μακρύ νυχτικό της και να φέρνει στο υπνοδωμάτιό της μισή τούρτα σοκολάτα και τη μποτίλια με περισσότερο από τέσσερα δάκτυλα από το δηλητηριασμένο κρασί .Ένιωσα ένα τρέμουλο, τη λυπήθηκα.
-Καημένη κυρία Φορμπς, είπα. Ο αδελφός μου ανάσαινε βαριά.
-Καημένοι εμείς αν δεν πεθάνει απόψε, είπε.
Τα χαράματα άρχισε να μιλάει μόνη της για πολλή ώρα, απάγγειλε Σίλερ μεγαλόφωνα, με την έμπνευση μιας φρενιτιώδους τρέλας και με αποκορύφωμα μια τελευταία κραυγή που ακούστηκε σε όλο το σπίτι. Κατόπιν στέναξε αρκετές φορές από τα βάθη της ψυχής της και κατέληξε με ένα θλιμμένο, αργόσυρτο σφύριγμα σαν αυτό μιας βάρκας που έχει χαθεί. Όταν ξυπνήσαμε εξουθενωμένοι ακόμα από την ένταση της αγρύπνιας, ο ήλιος έμπαινε σαν μαχαιριές από τα παντζούρια, το σπίτι όμως έμοιαζε να έχει βυθιστεί σε μια λίμνη. Τότε καταλάβαμε ότι θα κόντευε δέκα η ώρα και δεν είχαμε ξυπνήσει σύμφωνα με το πρωινό πρόγραμμα της κυρίας Φορμπς. Δεν ακούσαμε το νερό από το καζανάκι στις οχτώ, ούτε το θόρυβο από το λαβαμπό, ούτε το θόρυβο από τα παντζούρια, ούτε τα πεταλάκια από τις μπότες, ούτε τα τρία θανατερά χτυπήματα στην πόρτα με την παλάμη του γαντοφορεμένου χεριού της. Ο αδελφός μου έβαλε το αυτί του στον τοίχο, κράτησε την αναπνοή του για να ακούσει το παραμικρό σήμα ζωής από το δωμάτιό της και στο τέλος έβγαλε ένα αναστεναγμό απελευθέρωσης.
-Αυτό ήταν, είπε. Το μόνο που ακούγεται είναι η θάλασσα.
Ετοιμάσαμε το πρωινό μας λίγο πριν τις έντεκα και μετά κατεβήκαμε στην παραλία με δυο φιάλες για τον καθένα και άλλες δύο για ρεζέρβα, πριν η Φούλβια Φλαμίνια φτάσει με τον περίγυρό της από γάτες να καθαρίσει το σπίτι. Ο Ορέστης ήταν ήδη στην αποβάθρα και καθάριζε μια τσιπούρα έξι λίμπρες που μόλις είχε ψαρέψει. Του είπαμε ότι περιμέναμε την κυρία Φορμπς μέχρι τις έντεκα και βλέποντας ότι συνέχιζε να κοιμάται, αποφασίσαμε να κατέβουμε μόνοι μας στη θάλασσα. Του διηγηθήκαμε επίσης ότι την προηγούμενη νύχτα είχε ξεσπάσει σε λυγμούς την ώρα του φαγητού και γι αυτό, ίσως, κοιμήθηκε άσχημα και προτίμησε να μείνει στο κρεβάτι. Ο Ορέστης, έτσι όπως το ελπίζαμε, δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξήγηση και μας συνόδεψε στην κατάδυσή μας στο βυθό πάνω από μια ώρα. Κατόπιν μας συμβούλεψε να ανεβούμε για το μεσημεριανό και έφυγε με τη βάρκα του να πουλήσει την τσιπούρα στα τουριστικά ξενοδοχεία. Μέχρι την πέτρινη σκάλα τον αποχαιρετούσαμε κουνώντας το χέρι, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι θα ανεβαίναμε στο σπίτι, μέχρι που χάθηκε στη στροφή πίσω από τα βράχια. Εμείς τότε ξαναβάλαμε τις μπουκάλες με το οξυγόνο και εξακολουθήσαμε το κολύμπι χωρίς την άδεια κανενός. Είχε συννεφιά και στον ορίζοντα μακριά είχε σκοτεινιάσει, άστραφτε και ακούγονταν βροντές αλλά η θάλασσα ήταν ήρεμη και διάφανη και διατηρούσε το φως της. Κολυμπήσαμε στην επιφάνεια μέχρι τα όρια του φάρου της Παντελάρια, μετά στραφήκαμε καμιά εκατοστή μέτρα δεξιά και βουτήξαμε εκεί που υπολογίζαμε ότι είχαμε δει τις τορπίλες στην αρχή του καλοκαιριού. Εκεί βρίσκονταν. Ήταν έξι, χρωματισμένες με φωτεινό κίτρινο, με τους σειριακούς αριθμούς τους άθικτους και πλαγιασμένες στον ηφαιστιογενή βυθό με μια τάξη που δεν μπορούσε να είναι τυχαία. Μετά συνεχίσαμε γύρω από το φάρο ψάχνοντας τη βυθισμένη πόλη που τόσα πολλά και παράξενα μας είχε πει η Φούλβια Φλαμίνια αλλά δεν μπορέσαμε να την εντοπίσουμε. Κόντεψαν δυο ώρες και πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχουν καινούργια μυστήρια να ανακαλύψουμε, βγήκαμε στην επιφάνεια με το τελευταίο απόθεμα οξυγόνου. Είχε προηγηθεί μια καλοκαιρινή καταιγίδα την ώρα που κολυμπούσαμε στο βυθό, η θάλασσα ήταν ταραγμένη και ένα σμήνος σαρκοβόρα πουλιά έκοβε βόλτες με άγριες τσιρίδες πάνω από ένα κοπάδι μισοπεθαμένα ψάρια στην παραλία. Το απογευματινό φως λιγόστευε αλλά η ζωή ήταν ωραία χωρίς την κυρία Φορμπς. Όμως όταν με πολύ κόπο καταφέραμε να ανεβούμε τη σκάλα στα βράχια, είδαμε πολύ κόσμο στο σπίτι και δυο περιπολικά της αστυνομίας μπροστά στην πόρτα και τότε συνειδητοποιήσαμε για πρώτη φορά τι είχαμε κάνει. Ο αδελφός μου άρχισε να τρέμει και προσπάθησε να γυρίσει πίσω.
-Εγώ δεν μπαίνω, είπε.
Εγώ, αντίθετα, είχα την συγκεχυμένη αντίληψη ότι και μόνο να δούμε το πτώμα θα ήμασταν πέραν κάθε υποψίας.
-Ηρέμησε, του είπα. Πάρε βαθιές ανάσες και σκέψου μόνο ένα πράγμα: Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα.
Κανένας δεν μας έδωσε σημασία. Αφήσαμε τις μπουκάλες, τις μάσκες και τα βατραχοπέδιλα στην είσοδο και μπήκαμε από την πλαϊνή στοά, όπου δυο άντρες κάπνιζαν καθισμένοι στο πάτωμα μαζί με ένα φορείο εκστρατείας. Τότε αντιληφθήκαμε ότι υπήρχε και ένα αυτοκίνητο πρώτων βοηθειών στην πίσω πόρτα και κάμποσοι οπλισμένοι αστυνομικοί. Στη σάλα γυναίκες από τη γειτονιά προσεύχονταν στη γλώσσα τους καθισμένες στις καρέκλες που είχαν βάλει με την πλάτη στον τοίχο, ενώ οι άντρες τους στέκονταν όλοι μαζί στην αυλή και μιλούσαν για χίλια δυο που όμως δεν είχαν να κάνουν με το θάνατο. Έσφιξα με περισσότερη δύναμη το παγωμένο χέρι του αδελφού μου και μπήκαμε στο σπίτι από την πίσω πόρτα.
Το υπνοδωμάτιό μας ήταν ανοιχτό και όπως το είχαμε αφήσει το πρωί. Στο δωμάτιο της κυρίας Φορμπς, που ήταν το διπλανό, στεκόταν ένα καραμπινιέρος οπλισμένος να ελέγχει την είσοδο αλλά η πόρτα ήταν ανοιχτή. Πλησιάσαμε προς το εσωτερικό με την καρδιά σφιγμένη και μόλις προλάβαμε, αφού η Φούλβια Φλαμίνια σαν αστραπή βγήκε από την κουζίνα και έκλεισε την πόρτα με μια κραυγή αγανάκτησης:
-Για το θεό, άνθρωπέ μου, να μην την δουν.
Ήταν πια αργά. Ποτέ πια στην υπόλοιπη ζωή μας δεν θα ξεχνούσαμε αυτό που είδαμε εκείνη την φευγαλέα στιγμή. Δυο άντρες της αστυνομίας μετρούσαν την απόσταση από το κρεβάτι ως τον τοίχο με μια μεζούρα ενώ κάποιος άλλος έβγαζε φωτογραφίες με μια μηχανή με μαύρο κάλυμμα από εκείνες που έχουν οι φωτογράφοι στα πάρκα. Η κυρία Φορμπς δεν βρισκόταν στο ακατάστατο κρεβάτι. Ήταν μισοπεσμένη στο πάτωμα, γυμνή μέσα σε μια λίμνη ξεραμένο αίμα που είχε πλημμυρίσει όλο το πάτωμα και το σώμα της ήταν διάτρητο από μαχαιριές. Ήταν εικοσιεφτά θανάσιμες μαχαιριές και από το πλήθος και την αγριότητα φαινόταν ότι είχαν προκληθεί με την ορμή ενός παθιασμένου έρωτα. Και η κυρία Φόρμπς τις είχε δεχτεί με το ίδιο πάθος, χωρίς να φωνάξει, χωρίς να κλάψει, απαγγέλλοντας Σίλλερ με την ωραία του στρατιώτη φωνή της, έχοντας συνείδηση ότι αυτό ήταν το βαρύ αντίτιμο του ευτυχισμένου καλοκαιριού της.
De la colección Doce cuentos peregrinos .
Χολαργός, 29 / 1 /2020.