Το περιπετειώδες βράδυ του Μπαλτασάρ
Το κλουβί ήταν έτοιμο. Ο Μπαλτασάρ από συνήθεια το κρέμασε στη μαρκίζα και όταν τελείωσε το μεσημεριανό του, όλοι όσοι το έβλεπαν, έλεγαν πια πως ήταν το ωραιότερο κλουβί του κόσμου. Τόσος κόσμος ήρθε να το δει έτσι που έγινε συνωστισμός μπροστά από το σπίτι και ο Μπαλτασάρ αναγκάστηκε να ξεκρεμάσει το κλουβί και να κλείσει το ξυλουργείο.
-Πρέπει να ξυριστείς, του είπε η Ούρσουλα, η γυναίκα του. Μοιάζεις με καπουτσίνο.
-Δεν κάνει να ξυρίζεται κανείς μετά το φαγητό, είπε ο Μπαλτασάρ.
Είχε γένια δυο ημερών, μαλλί κοντό, σκληρό και στητό σαν τη χαίτη του μουλαριού και έκφραση παιδιού μόνιμα τρομαγμένου. Ωστόσο ήταν μια έκφραση όχι αληθινή. Τον Φεβρουάριο είχε κλείσει τα τριαντατρία, ζούσε εδώ και τέσσερα χρόνια με την Ούρσουλα, χωρίς να έχουν παντρευτεί και χωρίς να έχουν παιδιά και η ζωή τον είχε κάνει να είναι επιφυλακτικός για πολλούς λόγους αλλά για κανένα λόγο τρομαγμένος. Και δεν ήξερε καν ότι για κάποιους το κλουβί που μόλις είχε τελειώσει ήταν το ωραιότερο του κόσμου. Για εκείνον, που ήταν συνηθισμένος από παιδί να φτιάχνει κλουβιά, αυτό δεν ήταν παρά μόνο μια δουλειά αρκετά πιο απαιτητική από τις άλλες.
-Τότε ξεκουράσου λίγο, του είπε η γυναίκα του. Με τέτοια γένια δεν μπορείς να παρουσιαστείς πουθενά.
Ενώ ξεκουραζόταν αναγκάστηκε αρκετές φορές να αφήσει την αιώρα του για να δείξει το κλουβί στους γείτονες. Η Ούρσουλα δεν το είχε προσέξει μέχρι τότε. Ήταν δυσαρεστημένη που ο άντρας της είχε παραμελήσει τη δουλειά του στο ξυλουργείο για να αφιερωθεί αποκλειστικά στο κλουβί και για δυο εβδομάδες κακοκοιμόταν στριφογυρίζοντας και παραμιλώντας και ούτε είχε σκεφτεί να ξυριστεί. Αλλά η δυσαρέσκειά της εξαφανίστηκε μπροστά στο τελειωμένο κλουβί. Όταν ο Μπαλτασάρ ξύπνησε από το μεσημεριανό ύπνο, αυτή του είχε σιδερώσει το παντελόνι και ένα πουκάμισο, τα είχε ακουμπήσει σε μια καρέκλα κοντά στην αιώρα και είχε φέρει το κλουβί στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Το παρατηρούσε σιωπηλή.
-Πόσο λες να το πουλήσεις; Ρώτησε.
-Δεν ξέρω, απάντησε ο Μπαλτασάρ. Θα ζητήσω τριάντα πέσος για να δω αν θα μου δώσουν είκοσι.
-Ζήτα πενήντα, είπε η Ούρσουλα. Ξενύχτησες δεκαπέντε μέρες, εκτός αυτού είναι και πολύ μεγάλο. Νομίζω πως είναι το μεγαλύτερο κλουβί που έχω δει στη ζωή μου.
Ο Μπαλτασάρ άρχισε να ξυρίζεται.
-Πιστεύεις ότι θα μου δώσουν τα πενήντα πέσος;
-Αυτά δεν είναι τίποτα για το δον Τσέπε Μοντιέλ και το κλουβί τα αξίζει, είπε η Ούρσουλα. Θα έπρεπε να ζητήσεις εβδομήντα.
Στο σπίτι επικρατούσε μια αποπνικτική σκοτεινιά. Ήταν η πρώτη εβδομάδα του Απριλίου και η ζέστη γινόταν ακόμη πιο ανυπόφορη εξαιτίας των τζιτζικιών. Όταν τελείωσε το ντύσιμό του, ο Μπαλτασάρ άνοιξε την πόρτα του κήπου για να δροσίσει το σπίτι και ένα τσούρμο από παιδιά όρμησε στην τραπεζαρία.
Η είδηση είχε κυκλοφορήσει. Ο ντοκτόρ Οκτάβιο Χιράλδο, ένας ηλικιωμένος γιατρός, ευχαριστημένος από τη ζωή του αλλά κουρασμένος από το επάγγελμα, σκεφτόταν το κλουβί του Μπαλτασάρ ενώ έτρωγε με την ανάπηρη σύζυγό του. Στο εσωτερικό μπαλκόνι, όπου έβαζαν το τραπέζι τις ημέρες με ζέστη, υπήρχαν γλάστρες με λουλούδια και δυο κλουβιά με καναρίνια.
Στη γυναίκα του άρεσαν τα πουλιά και της άρεσαν τόσο που μισούσε τις γάτες που ήταν ικανές να τα φάνε. Ενώ τη σκεφτόταν, ο ντοκτόρ Χιράλδο σχεδίαζε να επισκεφτεί έναν ασθενή και στην επιστροφή να περάσει από το σπίτι του Μπαλτασάρ για να δει το κλουβί.
Ήταν πολύς κόσμος στην τραπεζαρία. Πάνω στο τραπέζι ήταν τοποθετημένο το κλουβί για να το βλέπουν, ο τεράστιος θόλος από σύρμα με τρία εσωτερικά πατώματα, με περασματάκια και διαμερισματάκια ειδικά για να τρώνε και να κοιμούνται και ένα χώρο ιδιαίτερο με μπάρες για τη χαρά των πουλιών, έμοιαζε με μοντέλο, σε μικρογραφία, ενός γιγάντιου εργοστασίου από γυαλί. Ο γιατρός το κοίταξε προσεκτικά, χωρίς να το αγγίξει, σκεπτόμενος ότι στην πραγματικότητα εκείνο το κλουβί υπερέβαινε το δικό του κύρος και πολύ ωραιότερο από εκείνο που είχε ονειρευτεί ποτέ για τη γυναίκα του.
-Αυτό είναι μια περιπέτεια της φαντασίας, είπε. Αναζήτησε τον Μπαλτασάρ μέσα στο πλήθος και πρόσθεσε με τα μητρικά του μάτια προσηλωμένα σε αυτόν: Θα μπορούσες να έχεις γίνει ένας εξαιρετικός αρχιτέκτονας.
Ο Μπαλτασάρ κοκκίνισε.
-Ευχαριστώ, είπε.
– Αλήθεια είναι, είπε ο γιατρός. Ήταν ομοιόμορφα παχουλός και αφράτος, όπως μια γυναίκα που υπήρξε ωραία στα νιάτα της, και είχε χέρια λεπτά. Η φωνή του θύμιζε ιερέα που μιλούσε λατινικά.
– Δεν χρειάζεται καν να βάλετε μέσα πουλιά, είπε. Έπιασε το κλουβί γυρνώντας το μπροστά στα μάτια του κόσμου, σαν να ήταν προς πώληση.- Θα έφτανε να το κρεμάσετε ανάμεσα στα δέντρα για να κελαηδήσει από μόνο του. Το έβαλε ξανά πάνω στο τραπέζι, σκέφτηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας το κλουβί και είπε:
-Λοιπόν, το παίρνω.
-Είναι πουλημένο, είπε η Ούρσουλα.
-Είναι για το γιο του δον Τσέπε Μοντιέλ, είπε ο Μπαλτασάρ. Το παράγγειλε να γίνει ειδικά.
Ο γιατρός στάθηκε με μια έκφραση σεβασμού.
-Σου έδωσε το μοντέλο;
-Όχι, είπε ο Μπαλτασάρ. Είπε ότι ήθελε ένα κλουβί μεγάλο, όπως αυτό, για ένα ζευγάρι τουρπιάλες[1].
Ο γιατρός κοίταξε το κλουβί.
-Όμως αυτό δεν κάνει για τουρπιάλες.
-Φυσικά και κάνει, ντοκτόρ, είπε ο Μπαλτασάρ πλησιάζοντας το τραπέζι. Οι πιτσιρικάδες τον περικύκλωσαν.
-Τα μέτρα είναι καλά υπολογισμένα, είπε δείχνοντας με γνώμονα τα διαφορετικά διαμερίσματα. Μετά χτύπησε με τους κόμπους των δαχτύλων του το θόλο και το κλουβί αντήχησε με ακόρντα.
-Είναι από το πιο ανθεκτικό σύρμα που μπορείς να βρεις και το κάθε δέσιμο είναι στερεωμένο μέσα έξω, είπε.
-Ακόμα και παπαγάλο μπορείς να βάλεις, πετάχτηκε ένας πιτσιρίκος.
-Έτσι είναι, είπε οΜπαλτασάρ.
Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι.
-Καλά, δεν σου έδωσε όμως το μοντέλο, είπε. -Ούτε σου ανέθεσε συγκεκριμένη παραγγελία, εκτός από ένα μεγάλο κλουβί για τουρπιάλες.
-Έτσι είναι, είπε ο Μπαλτασάρ.
-Τότε δεν υπάρχει πρόβλημα, είπε ο γιατρός. Άλλο πράγμα είναι ένα μεγάλο κλουβί για τουρπιάλες και άλλο πράγμα είναι αυτό το κλουβί. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι είναι αυτό που σου παράγγειλαν να φτιάξεις.
– Αυτό είναι, το ίδιο, είπε ο Μπαλτασάρ σαστισμένος. Για αυτό το έφτιαξα.
Ο γιατρός έκανε μια γκριμάτσα ανυπομονησίας.
-Θα μπορούσες να φτιάξεις άλλο, είπε η Ούρσουλα κοιτώντας τον άντρα της. Και κατόπιν προς το γιατρό: -Μη βιάζεστε.
-Το έχω υποσχεθεί στη γυναίκα μου για αυτό το απόγευμα, είπε ο γιατρός.
-Λυπάμαι πολύ, γιατρέ, είπε ο Μπαλτασάρ, δεν μπορώ όμως να πουλήσω ένα πράγμα που είναι ήδη πουλημένο.
Ο γιατρός σήκωσε τους ώμους. Σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το λαιμό του με ένα μαντήλι κοίταξε το κλουβί σιωπηλός, χωρίς να πάρει το βλέμμα του ούτε για μια στιγμή, σαν να κοιτούσε ένα πλοίο που φεύγει.
-Πόσο σου έδωσαν για αυτό;
Ο Μπαλτασάρ κοίταξε την Ούρσουλα χωρίς να απαντήσει.
-Εβδομήντα πέσος, είπε εκείνη.
Ο γιατρός εξακολούθησε να κοιτάζει το κλουβί.
-Είναι πολύ όμορφο, ψιθύρισε, εξόχως όμορφο.
Κατόπιν κατευθυνόμενος με χαμόγελο προς την πόρτα άρχισε να κάνει αέρα δυνατά και η ανάμνηση αυτού του συμβάντος έφυγε για πάντα από τη μνήμη του.
-Ο Μοντιέλ είναι πολύ πλούσιος, είπε.
Στην πραγματικότητα ο Χοσέ Μοντιέλ δεν ήταν τόσο πλούσιος όσο φαινόταν, είχε υπάρξει όμως ικανός για όλα προκειμένου να γίνει. Λίγα τετράγωνα από εκεί σε ένα σπίτι, όπου ποτέ δεν είχε υπάρξει κάτι που να μην μπορεί να πωληθεί, παρέμενε αδιάφορος για τα νέα του κλουβιού. Η γυναίκα του, που βασανιζόταν με την εμμονή του θανάτου, έκλεισε πόρτες και παράθυρα μετά το φαγητό και ξάπλωσε για δυο ώρες στο σκοτάδι του δωματίου, χωρίς να κλείσει μάτι, ενώ ο Χοσέ Μοντιέλ έπαιρνε τον μεσημεριανό του ύπνο. Έτσι απόρησε με τη φασαρία και τις πολλές φωνές. Άνοιξε τότε την πόρτα της σάλας και είδε ένα σωρό κόσμο μπροστά στο σπίτι και στη μέση το Μπαλτασάρ με το κλουβί, ντυμένο στα λευκά και φρεσκοξυρισμένο, με εκείνη την έκφραση του καλοντυμένου τραγουδιστή με τον οποίο οι φτωχοί έρχονταν στο σπίτι των πλουσίων.
-Τι όμορφο πράγμα, φώναξε με θαυμασμό η γυναίκα του Χοσέ Μοντιέλ και το πρόσωπό της έλαμψε αφήνοντας το Μπαλτασάρ να περάσει μέσα. -Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα στη ζωή μου, είπε και πρόσθεσε ενοχλημένη από το πλήθος που στριμωχνόταν στην πόρτα, φέρε το όμως μέσα γιατί θα μας κάνουν τη σάλα άνω κάτω.
Ο Μπαλτασάρ δεν ήταν ξένος στο σπίτι του ΧοσέΜοντιέλ. Σε άλλες περιστάσεις για την αποτελεσματικότητά του και την συνέπειά του τον είχαν φωνάξει για ξυλουργικές μικροδουλειές. Ποτέ όμως δεν αισθάνθηκε άνετα ανάμεσα στους πλούσιους. Συχνά τους συλλογιζόταν, τις άσχημες και εριστικές γυναίκες τους, τις φοβερές χειρουργικές επεμβάσεις που έκαναν, και δοκίμαζε πάντα ένα αίσθημα οίκτου. Όταν έμπαινε στα σπίτια τους, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει χωρίς να σύρει τα πόδια του.
-Είναι εδώ ο Πέπε; Ρώτησε.
Είχε ακουμπήσει το κλουβί στο τραπέζι της τραπεζαρίας.
-Είναι στο σχολείο, είπε η γυναίκα του Χοσέ Μοντιέλ. Δεν πρέπει όμως να αργήσει, και πρόσθεσε, ο Μοντιέλ πλένεται.
Στην πραγματικότητα ο Χοσέ Μοντιέλ δεν είχε χρόνο να πλυθεί. Στεκόταν βάζοντας λίγη λοσιόν με αλκοολούχα καμφορά για να βγει να δει τι γινόταν. Ήταν τέτοιος άνθρωπος που πλάγιαζε χωρίς ανεμιστήρα για να ακούει κάθε ψίθυρο στο σπίτι ενώ κοιμόταν.
-Για έλα να δεις τι θαυμάσιο πράγμα είναι αυτό, φώναξε η γυναίκα του.
Ο Χοσέ Μοντιέλ , σωματώδης και τριχωτός με την πετσέτα στο σβέρκο έσκυψε από το παράθυρο του υπνοδωματίου.
-Τι είναι αυτό;
-Το κλουβί του Πέπε, είπε ο Μπαλτασάρ.
Η γυναίκα τον κοίταξε έκπληκτη.
-Ποιανού;
-Του Πέπε, ξανάπε ο Μπαλτασάρ. Και κατόπιν απευθυνόμενος στο Χοσέ Μοντιέλ:- Ο Πέπε μου παράγγειλε να το φτιάξω.
Εκείνη τη στιγμή δεν έγινε τίποτα, όμως ο Μπαλτασάρ αισθάνθηκε σαν να του είχαν ρίξει έναν κουβά νερό. Ο Χοσέ Μοντιέλ βγήκε με τα σώβρακα από το υπνοδωμάτιο.
-Πέπε, φώναξε.
-Δεν έχει γυρίσει, μουρμούρισε κόκκαλο η γυναίκα του.
Ο Πέπε εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Ήταν καμιά δωδεκαριά ετών, είχε μακριές βλεφαρίδες και την ήσυχη παθητικότητα της μητέρας του.
-Έλα εδώ, του είπε ο Χοσέ Μοντιέλ. Εσύ παράγγειλες να το φτιάξει;
Το παιδί κατέβασε το κεφάλι. Αρπάζοντάς τον από τα μαλλιά ο Χοσέ Μοντιέλ το υποχρέωσε να τον κοιτάξει στα μάτια.
-Απάντησε.
Το παιδί δάγκωσε τα χείλη του χωρίς να απαντήσει.
-Μοντιέλ, ψιθύρισε η γυναίκα του.
Ο Χοσέ Μοντιέλ έξαλλος άφησε το παιδί και στράφηκε προς το Μπαλτασάρ.
-Λυπάμαι πολύ, Μπαλτασάρ, είπε. Όφειλες όμως να με συμβουλευτείς πριν προχωρήσεις. Πώς γίνεται να συμφωνείς μόνο εσύ με έναν μικρότερο;
Όσο μιλούσε το πρόσωπό του ανακτούσε μια ηρεμία. Σήκωσε το κλουβί χωρίς να το κοιτάξει και το έδωσε στο Μπαλτασάρ.
-Παρ’ το και μετά πήγαινε να το πουλήσεις όπου μπορείς, είπε. Και πάνω από όλα, σε παρακαλώ, δεν θέλω καμιά συζήτηση.
Τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του εξήγησε:
-Ο γιατρός μου απαγόρευσε να συγχύζομαι.
Το παιδί είχε μαρμαρώσει, ούτε τα βλέφαρά του δεν πετάριζαν, μέχρι που ο Μπαλτασάρ σαστισμένος και με το κλουβί στο χέρι το κοίταξε. Τότε έβγαλε μια στριγκιά φωνή σαν γαύγισμα σκυλιού και ρίχτηκε στο πάτωμα ουρλιάζοντας.
Ο Χοσέ Μοντιελ το κοίταζε απαθής, ενώ η μητέρα προσπαθούσε να το συνεφέρει.
-Μην τον σηκώνεις, είπε. Άσ’ τον να σπάσει το κεφάλι του στο πάτωμα και μετά του ρίχνεις αλάτι και λεμόνι για να λυσσάξει για τα καλά.
Το παιδί τσίριζε χωρίς δάκρυα, ενώ η μητέρα του το κρατούσε από τους καρπούς.
-Άσ’ τον, επέμεινε ο Μοντιέλ.
Ο Μπαλτασάρ παρατηρούσε το παιδί σαν να παρατηρούσε ένα άρρωστο ζώο που υποφέρει. Η ώρα ήταν σχεδόν τέσσερεις.
Αυτή την ώρα στο σπίτι του η Ούρσουλα τραγουδούσε ένα τραγούδι πολύ παλιό, ενώ καθάριζε κρεμμύδια.
-Πέπε, είπε ο Μπαλτασάρ.
Πλησίασε το παιδί χαμογελώντας και του έτεινε το κλουβί. Το παιδί ανασηκώθηκε δίνοντας ένα σάλτο, αγκάλιασε το κλουβί που ήταν σχεδόν τόσο μεγάλο όσο εκείνο και έμεινε να κοιτάζει το Μπαλτασάρ μέσα από το μεταλλικό πλέγμα, χωρίς να ξέρει τι να πει. Δεν είχε χύσει ούτε ένα δάκρυ.
-Μπαλτασάρ, είπε ο Μοντιέλ μαλακά. Σου είπα να το πάρεις.
-Δώσ’ το πίσω, διέταξε η γυναίκα το παιδί.
-Κράτησέ το, είπε ο Μπαλτασάρ και μετά προς το Χοσέ Μοντιέλ: Στο κάτω κάτω για αυτόν το έφτιαξα.
Ο Χοσέ Μοντιέλ τον ακολούθησε μέχρι τη σάλα.
-Μην είσαι ανόητος, Μπαλτασάρ, έλεγε κλείνοντάς του το δρόμο. Πάρε το μαραφέτι σου και πήγαινε σπίτι σου και μην κάνεις άλλες χαζομάρες. Δεν πρόκειται να σου δώσω ούτε ένα σεντάβο.
-Δεν πειράζει, είπε ο Μπαλτασάρ. Το έφτιαξα ειδικά για να το χαρίσω στον Πέπε. Δεν σκεφτόμουν να πάρω λεφτά.
Ενώ ο Μπαλτασάρ άνοιγε το βήμα του να περάσει μέσα από τους περίεργους που είχαν στριμωχτεί στην πόρτα, ο Χοσέ Μοντιέλ ούρλιαζε μέσα στη σάλα. Ήταν πολύ ωχρός και τα μάτια του γίνονταν κόκκινα.
-Βλάκα, ούρλιαζε. Πάρε το παλιοπράμα σου. Αυτό μας έλειπε, να έρχεται ο καθένας και να δίνει διαταγές στο σπίτι μου. Στο διάολο.
Στη σάλα του μπιλιάρδου υποδέχτηκαν το Μπαλτασάρ με επευφημίες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν ότι είχε φτιάξει το ωραιότερο κλουβί και το είχε φέρει να το χαρίσει στο γιο του Χοσέ Μοντιέλ, για να μη συνεχίσει να κλαίει και δεν είχε αυτό κάτι το ιδιαίτερο.
Μετά όμως κατάλαβε ότι για πολλούς ανθρώπους όλο αυτό ήταν αρκετά σπουδαίο και αισθάνθηκε λίγο αναστατωμένος.
-Σκέψου σου έδωσαν πενήντα πέσος για το κλουβί!
-Εβδομήντα , είπε ο Μπαλτασάρ.
-Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε, είπε κάποιος. Είσαι ο μοναδικός που κατάφερε να βγάλει ένα μάτσο λεφτά από το δον Τσέπε Μοντιέλ. Αυτό πρέπει να το γιορτάσουμε.
Τον κέρασαν μια μπύρα, ο Μπαλτασάρ με τη σειρά του τους κέρασε όλους. Καθώς ήταν η πρώτη φορά που έπινε, με το που νύχτωσε ήταν τελείως μεθυσμένος και μιλούσε για ένα καταπληκτικό σχέδιο, για χιλιάδες κλουβιά των εβδομήντα πέσος και μετά για ένα εκατομμύριο κλουβιά μέχρι να φτάσει τα εβδομήντα εκατομμύρια πέσος.
-Πρέπει να φτιάξεις πολλά πράγματα για να τα πουλήσεις στους πλούσιους προτού πεθάνουν, έλεγε σκνίπα στο μεθύσι. Όλοι τους είναι άρρωστοι και θα πεθάνουν. Πώς είναι οι γαμημένοι που ούτε καν να συγκρατήσουν το θυμό τους δεν μπορούν.
Για δυο ώρες το πικάπ έπαιζε για λογαριασμό του ασταμάτητα. Όλοι τσούγκριζαν στην υγειά του Μπαλτασάρ, στην καλοτυχία και στην περιουσία του και στο να πεθάνουν οι πλούσιοι. Την ώρα του φαγητού όμως τον άφησαν μόνο του στο μπαρ.
Η Ούρσουλα τον περίμενε μέχρι τις οχτώ, με ένα πιάτο τηγανιτό κρέας γαρνιρισμένο με φέτες κρεμμυδιών. Κάποιος της είπε ότι ο άντρας της βρισκόταν στο μπαρ του μπιλιάρδου τρελός από ευτυχία, κερνώντας μπύρες όλο τον κόσμο αλλά δεν τον πίστεψε γιατί ο Μπαλτασάρ δεν είχε ποτέ μεθύσει. Όταν πλάγιασε, σχεδόν μεσάνυχτα, ο Μπαλτασάρ βρισκόταν σε ένα φωτισμένο μπαρ, όπου υπήρχαν τραπεζάκια των τεσσάρων με καρέκλες γύρω γύρω και μια πίστα υπαίθρια από όπου περνούσαν οι πεταλούδες της νύχτας. Το πρόσωπό του ήταν πασαλειμμένο με κραγιόν και καθώς δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα, σκεφτόταν πως θα ήθελε να πλαγιάσει με δυο γυναίκες στο ίδιο κρεβάτι . Είχε ξοδέψει τόσα πολλά που έπρεπε να αφήσει εγγύηση το ρολόι του, με την υποχρέωση να πληρώσει την επόμενη μέρα.
Λίγο μετά πεταμένος στο δρόμο κατάλαβε ότι του έβγαζαν τα παπούτσια αλλά δεν θέλησε να ξυπνήσει από το ωραιότερο όνειρο της ζωής του. Οι γυναίκες που πέρασαν για τη λειτουργία του όρθρου δεν τόλμησαν να τον κοιτάξουν νομίζοντας πως ήταν πεθαμένος.