Ανοιξιάτικη νύχτα στο Σοκόκου-τζι
Οχτώ χρόνια πριν από αυτόν τον Μάη
Περπατούσαμε κάτω από τις κερασιές
Νύχτα σ’ έναν ροδώνα του Όρεγκον.
Ό,τι ζητούσα τότε
Έχει τώρα ξεχαστεί, μα όχι κι εσύ.
Εδώ στη νύχτα
Σ’ αυτόν τον κήπο της παλιάς πρωτεύουσας
Νιώθω το ριγηλό το φάσμα της Γιουγκάο
Θυμάμαι το παγωμένο σου κορμί
Γυμνό κάτω από ένα καλοκαιρινό βαμβακερό φόρεμα.
*
Φθινοπωρινό απόγευμα στο Σοκόκου-τζι
Χτες βράδυ παρατηρώντας τις Πλειάδες,
Άχνα όμοια καπνιά στο φεγγαρόφως,
Μνήμη πικρή σαν εμετός
Πνιγμένος στο λαιμό μου.
Έστρωσα έναν υπνόσακκο στη βεράντα
Κάτω από τα βαριά του φθινοπώρου αστέρια.
Στ’ όνειρο εμφανίστηκες
(Τρίτη φορά στα εννιά χρόνια)
Άγρια, παγερή κι επιτιμητική.
Ξύπνησα ντροπιασμένος και οργισμένος·
Οι ανούσιοι πόλεμοι της καρδιάς.
Σχεδόν αυγή. Η Αφροδίτη και ο Δίας.
Πρώτη φορά
Που τους βλέπω κοντά.
*
Οι χρήσεις του φωτός
Τα οστά μου ζεσταίνει
Λεν’ οι βράχοι οι καημένοι
Το δέχομ’ εντός μου και μεγαλώνω
Λένε τα δέντρα
Τα φύλλα ψηλά
Οι ρίζες χαμηλά
Μια λευκότητα απέραντη αμυδρά
Μέσ’ απ’ τη νύχτα με τραβά
Λέει ο σκόρος που πετά –
Κάποια τα μυρίζω
Μερικά τ’ ακούω
Κι άλλα τα βλέπω να κινούνται
Λέει το ελάφι –
Ένας πύργος ψηλός
Μες στο άδειο αλώνι
Κι αν έναν όροφο
Ανεβείς
Χιλιάδες μίλια μακριά θα δεις