Οι πόρτες που γέρασαν, οι ρυτιδιασμένες πόρτες, είναι σαν τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου.
Το πρώτο εγκεφαλικό την άφησε καθηλωμένη στο κρεβάτι, στο δεύτερο δεν μπορούσε καθόλου να μιλήσει. Οι λέξεις είχαν γίνει σκληρά αμύγδαλα, τις έσπαγε κομματάκια και μετά έφτυνε τους φθόγγους έναν- έναν. Με ακαταπόνητη προσπάθεια κατάφερε όμως σιγά-σιγά να βελτιωθεί. Πλέον ήθελε να μιλήσει πολύ. Η γιαγιά μου ήταν πολύ δυνατή και ανθεκτική στις κακουχίες κι είχε μάθει μόνη της να αντιμετωπίζει τα εύκολα και τα δύσκολα, χωρίς πολλές κουβέντες, μπορώ να πω χωρίς καθόλου κουβέντες. Ήταν σκληρή κι ήθελε πάντα να γίνεται το δικό της, με κάθε κόστος. Ελεγκτική, δεσποτική και υπερήφανη, στις δόξες της, δεν σου άφηνε καθόλου περιθώρια επικοινωνίας. Τώρα όμως είχε αλλάξει. Περίμενε τον κατάλληλο άνθρωπο, μέσα στην αφόρητη πλήξη του οίκου Ευγηρίας, όπου την είχε απροειδοποίητα πετάξει η μάνα μου, να κάτσει δίπλα της και να την ακούσει. Χωρίς αντίτιμο και χωρίς προσδοκίες.
Αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ. Κάθε φορά που επέστρεφα από Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζα, της έκανα πάντα επίσκεψη. Για λίγο ή για πολύ, δεν ξέρω. Την ανασήκωνα, καθόμουν στο κρεβάτι δίπλα της και περίμενα.
Η γιαγιά Αιμιλία άρχιζε κάποια στιγμή να μιλάει. Σκόνταφτε στα σύμφωνα, λιποθυμούσε στα φωνήεντα, κι ενώ η κουρτίνα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έφερνε ένα λυτρωτικό αεράκι, σιγά-σιγά οι σκόρπιοι φθόγγοι άρχιζαν να συναρμολογούνται και να γίνονται λέξεις, τα γκρίζα του καταρράχτη μάτια της άρχιζαν να υγραίνονται, σπάνια να γεμίζουν και δάκρυα.
Ταξίδευαν οι σκόρπιοι φθόγγοι στην γενέτειρα Πόλη, στη Μάλτα, στην Αγγλία, στην Ελλάδα, στα μαθήματα πιάνου, στο πρώτο άλογο που καβαλίκεψε, στη στολή της της ιππασίας -πού να ‘ναι άραγε η φωτογραφία; Υπάρχει πια;- στην ηρωική της νιότη, στα τρία παιδιά, στα γερμανικά που μιλούσε άπταιστα -στην Κατοχή της εξασφάλισαν δουλειά στο μαγειρείο των Γερμανών κι η μάνα μου πολύ την περιφρονούσε γι’ αυτό-, στις τέσσερις γλώσσες που μιλούσε, στα σπίτια που κατοίκησε τις εποχές της οικογενειακής δόξας, στα σπίτια που μόνη έντυνε με τα κεντίδια της, στα σχέδια που μόνη της σκαρφιζόταν στο βελονάκι…
Νύχτωνε κι η γιαγιά συνεχώς μιλούσε. Την άκουγα με αυτιά σκύλου τεντωμένα μη χάσω κάποιο θραύσμα και δεν το βρω μετά στο πάτωμα που πέφτουν τα βαριά της ύλης πετρώματα.
Κάποια στιγμή η νοσοκόμα έρχεται να κλείσει το παράθυρο. «Πολύ υγρασία απόψε. Μην κρυώσουν οι γέροι». Σε λίγο θα σερβιριστεί και το βραδινό. Πρέπει κι εγώ να φεύγω σιγά-σιγά…
Στον αέρα αιωρούνται ακόμα οι σπασμένοι φθόγγοι, ο Οίκος ησυχάζει. Μόνο μια στριγκή φωνή από το απέναντι δωμάτιο γρατζουνίζει το δέρμα: «Ωχ, μανίτσα μου, να πεθάνω!».
Φιλί στο τσαλακωμένο μάγουλο.
Ξεφεύγει ένα δυσανάγνωστο αλλά καταληπτό «Καληνύχτα, αγάπη μου».
Έφυγα.
Την άλλη φορά θα ξανακούσω την ίδια ιστορία Δόξας από την αρχή. Και την παράλλη. Μέχρι που δεν θα ξανάρθω, μέχρι που δεν θα υπάρχει πια ιστορία, ούτε γιαγιά, ούτε φθόγγοι να αιωρούνται, ούτε Οίκος Ευγηρίας (αυτός θα γίνει σύντομα πενταόροφο με είδη υγιεινής εξ Ιταλίας). Μέχρι να γίνει η γιαγιά μια πόρτα μισοθαμμένη ανάμεσα σε μπάζα.
Έτσι είναι και οι πόρτες πού γέρασαν. Μόνο για τη δόξα τους μιλάνε, ποτέ για τη φθορά τους. Έχουν πολλά να αφηγηθούν στους εγγονούς, τις κόρες και στους περαστικούς αγνώστους. Ακόμα κι αν σπίτι δεν υπάρχει, ακόμα κι αν η πόρτα στέκει μόνη της και πίσω της χάσκει ένας βρυχηθμός νεκρού σπιτιού, ένα βουνό από τσακισμένο χρόνο, η πόρτα ψάχνει αυτιά να αφουγκραστούν την δόξα της. Δεν έχει να σου πει τίποτα για τη φθορά. Τη φθορά τη βλέπεις, την ηρωική θνητότητα όχι.
Μοίρα της γερασμένης πόρτας να σε καλωσορίζει στα αιωρούμενα σπαράγματα μιας περιιπτάμενης ιστορίας.
Τι μένει εντέλει;
Ίσως ένα τίποτα στα φορτηγά του εργολάβου.
Γεωργία Δεληγιαννοπούλου
(Από την (υπό συγγραφή) ενότητα αφηγημάτων «ΠΟΡΤΕΣ»)