ΧΑΛΕΠΙΟΣ ΠΕΥΚΗ
Ποτέ δεν ζήσαμε χωριστά.
Κι όταν πέθανε βρέφος μεγάλωνε μέσα μου σε πένθος μεταξωτό.
Κι όταν μεγάλωσε πολύ ξαναπέθανε.
Κι ήταν πάλι βρέφος μα είχε άλλο σώμα.
Με τόσο θάνατο τι να ΄κανα
λαγκάδιασα κι εγώ μέσα στην τύρφη στα καμένα
κι έγινα κόκκος της.
Κι εκείνη πάντα εδώ αγέννητη νεκρή και γεννημένη
μεγάλωσε.
Ξανά και πάλι Πεύκη.
Αγριόριζα στο ρήγμα της πατρίδας μου.
Πριν φύγει
περάσαμε ασάλευτες ώρες.
Να μιλάμε μαζί
για της Μιράντας το σφαγμένο κορμί
για το ελπιδοφόρο σώμα του έρωτα
τόσες αντοχές που έχει να υποτάσσεται στη ζωή
μέχρι να επαναστατήσει με θάνατο.
Για τον Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν
που ακόμα και στους εξολοθρευτές εδίδασκε παραμυθία
-λες και τα παραμύθια μπορούν να εμποδίσουν την κακουργία.
Για το Erbarme Dich που το ψιθύριζε λικνίζοντας ελαφρά τον κορμό
-όχι με μετάνοια μάλλον με την ταπεινότητα που αρμόζει στα αιωνόβια-
κι ο Γιόχαν Σεμπάστιαν λίγο πιο πάνω στο οροπέδιο να διευθύνει σύμπασα την εκκλησία του ουρανού.
Ηδυσμένος ο λόγος της Xαλέπιας Πεύκης
κέντημα στον ψίθυρο των κέδρων
στης αγριοσυκιάς το εκκωφαντικό “αεί” καρδιοχτύπι.
Η μνήμη της μια Νέα Ευγονική.
Πεύκη μου αδέρφι μου
τόσα τα μυστικά
πού να προλάβεις να τα μιλήσεις
ποιας μήτρας να γίνουν λαός
Μέλλον το παρελθόν
και το παρόν ένα ανάερο ζύγι στο σώμα σου το αδιαπραγμάτευτο
Λιγνό
Στιγμιαίο
Αρχέγονο
Δάσος
Στους χαλεπούς καιρούς Αμήν
3/9/23