(Ημερολόγιο μιας Μεγάλης Εβδομάδας)
Ι.
Allegro vivace
(Αρχές Φθινοπώρου. Κι εγώ πιστή στις αγάπες μου. Είναι πολλές και μοιάζω άπιστη. Μα όλες τις θρέφει το αίμα μου, η κεντρική αρτηρία. Τρέφω τις αγάπες μου σαν τα λουλούδια.
Θέλω να πω, η αγάπη μου αγαπά να μεταβαίνει. Είναι μια αγριόχηνα που ψάχνει πεισματικά το Καλοκαίρι.
Γι’ αυτό δεν νογάει από χρόνο… Ούτε από χαμό…)
IΙ.
Andante
Τετάρτη.
Πρωί. Κάθεται στη μπαμπού πολυθρόνα. Σκούρο το λούστρο και τα μαξιλάρια κάτι φτηνά εμπριμέ του σούπερ μάρκετ.
Κάθεται πλήρης σ’ ένα περίεργο κενό. Σαν κάποιος που αιωρείται μα δεν το ξέρει.
Δεν μπορώ να δω τα μάτια. Βλέπω το ντεκολτέ, τα μπράτσα, τα πόδια, το νυχτικό, τέτοια πράγματα. Στο στέρνο παντού κοκκινίλες. Μέχρι το λαιμό μέσα χώνονται, στη μεγάλη δίπλα του σαγονιού που πάνω της πλέει το κεφάλι. Το δέρμα όλο πτυχές. Σαν ύφασμα μεταξωτό τσαλακωμένο. Αβρό μετάξι, νομίζεις ότι θα σκιστεί αν το τραβήξεις λίγο.
Παίρνω την κρέμα κι αλείφω λίγο την πλάτη. Λύνω το φιογκάκι στο νυχτικό, αλείφω το στήθος. Το σηκώνω. βαρύ σα σακί. Από κάτω κατακκόκινο το δέρμα. Δένω το φιογκάκι, χτενίζω τα μαλλιά. Λευκοκίτρινα. Αραιά. Πουπουλένια.
Το σώμα αναπνέει δύσκολα με βογκητά. Αρχίζει να μιλάει ακατάσχετα για τους μυριάδες πόνους. Τα πόδια μου, λέει…
Τα πόδια είναι πρησμένα, και τα πέλματα και οι αστράγαλοι. Και τα γόνατα. Ακουμπάν βαριά στο σκαμνάκι. Τα κατεβάζω γιατί πιάστηκαν. Στέκουν σαν τα ποδάρια της τραπεζαρίας μας, στεγνά, ακίνητα.
Γαντζώνει τα μπράτσα της καρέκλας και σηκώνεται τρικλίζοντας. Ψαχουλεύει τον αέρα όπως οι τυφλοί, μέχρι να γραπώσει το πι. Το γραπώνει μ’ έναν αναστεναγμό και βαδίζει στον διάδρομο. Ιεροτελεστία. Δεν έχει τον δικό μου χρόνο, δεν έχει τους δικούς μου κανόνες. Προχωράει στο διάδρομο. Θαλασσοπορεί. Όταν φτάνει στην κουζίνα, έχει φτάσει, λες, στην Αμερική.
Έξω ένα κομπρεσέρ τραντάζει το πεζοδρόμιο. Παραδίπλα χύνουν μπετόν κι η μπετονιέρα λεηλατεί το δωμάτιο. Εκείνη μιλάει. Κάτι για το μεσημεριανό φαΐ. Δεν πιάνω ακριβώς τι λέει.
Γιατί η καρδιά μου σκίζεται από τους κρότους και το χάσμα που ολοένα βαθαίνει.
III.
Andante con motto
Τετάρτη.
Απόγευμα. Κι ανεβαίνει πυρετός. Εκείνη αδιαφορεί επιδεικτικά. Τα αντιβιοτικά δεν τον ρίχνουν. Υμνεί τη δράση του depon. Βάζουμε καθετήρα.
Πέμπτη.
Από τα ciproxin στα septrin. Ψάχνω διανυκτερεύον φαρμακείο. Ο γιατρός λέει έρπης ζωστήρ. Στην πτυχή της πρησμένης κοιλιάς. Και πίσω στο γλουτό. Στην αρχή σαν σπιθουράκι, μετά αγρίεψε και κοκκίνισε. Μετά άρχισε να πονάει.
Παρασκευή.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκε από τους πόνους. Ώρα για lonargan. Φωνάξαμε νοσηλεία κατ’ οίκον. Οροί, βογκητά και ξενύχτι. Ήρθε και αποκλειστική σήμερα πρώτη φορά. Ο έρπητας έχει γίνει ένα μαύρο πράγμα νωπό. Τον πλένει με betadin. Παρακολουθώ τις κινήσεις της. Σα χορεύτρια. Σβέλτα, απαλά, θαρρείς κεντάει.
Σάββατο.
Απόγευμα. Ο πυρετός ανεβαίνει τριανταεννιάμισι. Εκείνη λέει δεν έχει τίποτα. Εγώ σε πανικό φωνάζω ασθενοφόρο. Ιατρικό Κέντρο. Εξωτερικά Ιατρεία. Οι ροδίτσες του φορείου στριγγλίζουν καθώς οι νοσοκόμοι την πηγαίνουν πέρα-δώθε για ανούσιες εξετάσεις. Μέχρι να την ανεβάσουν στο δωμάτιο ο πυρετός έχει πάει σαράντα.
Στο δωμάτιο φουριόζες οι νοσοκόμες θροΐζουν πάνω απ’ το κρεβάτι της. Σα να φοράν κρινολίνα. Οροί πάνω, αίμα δεξιά, αντιβίωση αριστερά. Ανοίγει τα μάτια. Είναι δίγλωσσα πια. Συνομιλούν με το εδώ και το αλλού ταυτόχρονα. Κοιτάζει άκαμπτα μ’ ένα γκρίζο θολό περίγραμμα. Τρώει για το χατίρι μου. Λίγο γιαουρτάκι με ζάχαρη. Τα μάτια της κάποιον θα τον τρόμαζαν. Είναι γουρλωμένα, άπληστα, απροκάλυπτα, με μιαν αναισχυντία πρωτόγνωρη. Μιλάει παράτονα, υπερβολικά δυνατά. Τι θα φάει απόψε το παιδί, μην ξενυχτήσει, να φύγω εγώ να ξεκουραστώ, πόσα θα πληρώσουμε εδώ στο λησταρχείο. Πού και πού τα νοήματα χάσκουν ασύνδετα. Μπερδεύεται η γλώσσα της. Πονάει. Ο έρπης, να δω, ψιθυρίζει η αιματολόγος, δεν είναι έρπης είναι σηπτική κατάσταση.
Έχει παντού φαγούρα. Της ξύνω την πλάτη. Την αλείφω με κρεμούλα. Έτσι λέμε τις κορτιζονούχες αλοιφές.
Ωστόσο το βράδυ περνάει ήσυχα.
Κυριακή.
Δυσκολία στην αναπνοή. Οι πνεύμονες, λέει η αιματολόγος, είναι χάλια. Της βάζουν κι άλλο αίμα. Βογκάει. Ο πυρετός με την αντιβίωση υποχωρεί. Η αιματολόγος μπαίνει σαν δροσερό αεράκι και της ανακοινώνει ότι είναι πολύ καλύτερα. Εκείνη όμως είναι βαθύτερα βυθισμένη στο αλλού. Δε δείχνει χαρά, ούτε προσμονή.
Η δύσπνοια. χειροτερεύει. Η επαφή με το περιβάλλον μειώνεται. Βογκητά.
Δευτέρα. Έρχομαι στις έξι το πρωί κι η αποκλειστική φεύγει. Στις δέκα έχω αποφασίσει να την πάρω σπίτι. Όταν βγαίνει από το λήθαργο, αυτό ζητάει, να πάω σπιτάκι μου. Υπογράφω ότι η ασθενής βγαίνει με προσωπική μου ευθύνη.
Στις τρεις τη φέρνουμε σπίτι. Ο νοσοκόμος με τον οδηγό τρέχουν σαν τρελοί στους ορόφους με το φορείο. Σχολάνε και βιάζονται. Στη διαδρομή πάει ο ένας ορός. Ο μεγάλος, ο κίτρινος. Ο μικρός, ο άσπρος, δε χάνεται αλλά στο μεταξύ έχει βουλώσει η φλέβα. Την παρατάνε χεσμένη στο κρεβάτι της και φεύγουν άρον-άρον.
Πλένω, σκουπίζω τη σαπισμένη σάρκα, όπως έχω δει τη νοσοκόμα να το κάνει. Αλλάζω την πετσέτα στο υπόστρωμα γυρνώντας το κορμάκι μια δεξιά, μια αριστερά. Βλέπω τη μαύρη σάρκα να ματώνει αυλακωμένη.
Αλλά πια δεν πονάει. Δείχνει να χαίρεται. Με μπερδικλωμένη γλώσσα προσπαθεί να μας πει τι καλά που ήρθε σπίτι. Φωνάζω ξανά νοσηλεία.
Στο μεταξύ την ξαναξεσκατίζω. Κείται γυμνή, ένα τεράστιο μωρό σα φλασκί, κατακόκκινη απ’ τις αλλεργίες. Περιμένω. Ίσως τ’ αντιβιοτικά είναι μια σωτηρία.
Τα αντιβιοτικά έρχονται στις επτά. Επιτέλους. Έχει όμως πια αλλόκοτα γαληνέψει. Ακόμα πρόθυμη να αναγνωρίζει ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει. Δεν της κάνει κόπο. Δεν την νοιάζει που δεν μπορεί να μιλήσει. Υπάρχουν κι οι φθόγγοι και τα νοήματα. Δείχνει αυτάρκης.
Τρίτη. Απ’ το πρωί έχει αρχίσει ένα βαθύ έγχορδο στο στήθος. Ο μύθος του ρόγχου γίνεται πραγματικότητα. ο γιατρός λέει καταληκτική φάση. Αφαιρεί αντιβιοτικά και καθετήρα. Να μην ανησυχώ, δεν έχει πια ούρα.
Έρχονται φίλοι, συγγενείς. Κάθονται στο δωμάτιό της και μιλάνε. Θέλω να σωπάσουν. Θέλω να φύγουν απ’ το δωμάτιό της. Τους διώχνω. Κάθομαι στο προσκεφάλι της. Την αποχαιρετώ με κατακερματισμένους ψίθυρους αγάπης. Οι ετοιμοθάνατοι, λέει, ακούνε κι ας μην μπορούν να απαντήσουν.
Το απόγευμα τηλεφωνώ στην αποκλειστική. Την ενημερώνω για τα καθέκαστα. Γίνεται έξαλλη. Κάνετε έγκλημα, λέει. Η γυναίκα αυτή έχει πέντε μέρες ζωής! Κι εσείς της βάζετε ένα περίστροφο στον κρόταφο. Την αφήνετε να σαπίσει από τα κάτουρα. Κάνετε έγκλημα!
Τρέχω βολίδα να δω αν κατουρήθηκε. Όχι. Έχει όμως κακά. Την καθαρίζω. Καθώς τη στρίβω βογκάει. Κοριτσάκι μου, ψελλίζει. Κάτι ανάμεσα σε παρακάλι και συμπόνοια. Τρέμω μήπως η σάπια σάρκα ανοίξει κι αιμορραγήσει. Αν έχει πέντε μέρες ακόμα πώς θα ζήσει έτσι; Τι έκανα, τι έκανα;
Ο γιατρός, που τον κουβαλάω άγρια μεσάνυχτα, με καθησυχάζει. Οι οροί είναι άχρηστοι, κι αυτός το ίδιο θα ΄κανε στη μάνα του.
Ο ρόγχος σταθερός.
IV.
Largo – Finale
Τετάρτη.
Έξι και μισή κι η μάνα μου έχει ξαναλερωθεί. Την καθαρίζω, αυτή τη φορά με περισσότερη ψυχραιμία. Καλά να πάθω που της έδινα γιαούρτια και κρέμες με το ζόρι.
Ο ρόγχος ηρεμεί. Της καθαρίζω το στόμα απ’ τα φλέματα, όπως έκανε κι η αποκλειστική, με το ξυλάκι και το τυλιγμένο βαμβάκι. Τι σημαίνει ρόγχος; Δεν ξέρω, έλεγε το βράδυ ο γιατρός. Φλέματα είναι που μαζεύονται στο στήθος. – Όχι, όχι, όχι! Δεν πρέπει να την αφήσετε να πνιγεί στα φλέματά της, αντηχούσε στ’ αυτιά μου η φωνή της αποκλειστικής. Η γυναίκα χρειάζεται σωληνάκι! Δείτε τη! Έχει πέντε μέρες ζωής! Της βάζετε περίστροφο!
Αυτά μου φαίνονται πια μακρινά. Είμαι ήρεμη. Εννιά και μισή το πρωί φεύγω για το σπίτι μου. Μαζί της μένει ο Παππούς και η φίλη της η Ντία. Θέλω λίγο να πλυθώ και να χαϊδέψω τις γάτες μου. Κάτω απ’ το ντους νιώθω κάτι από ευτυχία.
Δέκα και τέταρτο χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η Ντία.
-Κορίτσι μου, έλα. Πέθανε.
Παύση.
-Πέθανε;
Παύση.
-Πέθανε.
Δέκα και τέταρτο, ημέρα Τετάρτη, τέλη Σεπτέμβρη, η μάνα μου επιτέλους ξεψύχησε ήρεμα μέσα στο σπίτι της μετά από πολύμηνη ταλαιπωρία από την αρρώστια με το άσπρο όνομα, το λευκοπρεπές.
Στις έντεκα είχαμε τελειώσει το σαβάνωμα. Έκανα ό,τι με διέταζε ο Παππούς, που συγκλονισμένος από λυγμούς παραληρούσε: Μη φοβάσαι, δεν πονάει πια, δεν πονάει. Πρώτα της έπλυνα με νερό και κρασί όλο το σώμα που προσπαθούσε με αλλοφροσύνη να κρατήσει όρθιο η Ντία. Μετά της έκλεισα τις τρύπες με βαμβάκι, αφού την καθάρισα από την ύστατη αφόδευση. Δεν πονάει, ωχ, μανούλα μου, δεν πονάει, σφάδαζε ο Παππούς.
Ύστερα της φορέσαμε το σάβανο που το ΄χε χρόνια φυλαγμένο απάνω στο ντουλάπι. Κάψαμε το ύφασμα στο κέντρο με κερί και περάσαμε το κεφάλι. Μετά τη ντύσαμε. Το πλεχτό ταγιέρ. Το πράσινο. Πλεγμένο από τα χέρια της Ντίας. Μετά τη βάψαμε. Μετά δέσαμε το κεφάλι με μαντήλι, για να μη χάσκει το στόμα.
Στη μία ήρθαν οι πτωματοφορείς. Του ενός ο ιδρώτας μύριζε ξινίλα. Ο άλλος κοίταζε τριγύρω σκοτεινά κι αδιάφορα. Επαγγελματίες. Χάρηκα που δεν θα τη σαβάνωναν αυτοί.
Από τον τρίτο όροφο, ακολουθήσαμε το φορείο ως την πυλωτή. Εκεί περίμενε το φορτηγάκι. Φόρτωσαν το άδειο σώμα και φύγαν. Ένα κοινό φορτηγάκι. Χωρίς διακριτικά. Και την πήρε στα αγύριστα.
Σταθήκαμε σα χορός τραγωδίας για λίγο μέχρι το φορτηγάκι να απομακρυνθεί. Μετά ανεβήκαμε σιωπηλά πάνω, στο σπιτικό της μάνας μου, που ξαφνικά βρέθηκε άδειο, σε σιωπητήριο, γεμάτο με τα απορημένα έπιπλα και τα χίλια δυο αντικείμενά της ζωής της. Θυμίαμα μιας μνήμης αποδημητικής. Φτερούγισμα αγριόχηνας.
Για να ανασταίνεται η καρδιά κάθε που σπάει και κομματιάζεται.
30/9/1996