Φυσάει δαιμονισμένα κι ο νους στις πυρκαγιές. Είναι μέρες ακουμπισμένο στο τραπεζάκι, δίπλα από το κρεβάτι, το βιβλίο σου. Αλλά τα βιβλία ξέρουν καλύτερα από μας την ώρα που θα τα πιάσεις. Επιλέγουν εκείνα κι όχι εμείς.
Νέκυιες! Κι από τους φίλους του σχολειού ήξερα μόνο τον Δημήτρη. Τον γνώρισα στο σπίτι της Άννας Σικελιανού. Κάτι είπαμε για ποίηση. Γιατί άλλο θα λέγαμε; Κάτι είπε η Άννα για μένα… ότι διαβάζω τώρα Νικηφόρο Βρεττάκο. Άλλαξε εντελώς έκφραση ο Δημήτρης. Περισσότερο το φως στο πρόσωπό του. Άρχισε να με ρωτάει. Απαντούσα, διστακτικά, ξαφνιασμένη. Η ΠΕΦ! Μου μίλησε για κάτι σαν παιδί του. Έτσι βρέθηκα κι εγώ μέλος της ΠΕΦ μ’ εκείνη την ομιλία για το Νικηφόρο Βρεττάκο που μας πρωτοσύστησε.
Τηλεφωνιόμαστε με τον Δημήτρη και μετά που αλλαξοπίστησα για είκοσι χρόνια στην Πινακοθήκη σιγά σιγά χαθήκαμε. Μα χάνεσαι με τους ανθρώπους; Ένα τσικ να σε σκουντήσουν και είναι πάλι εκεί. Μπορεί όχι δίπλα σου, αλλά σίγουρα μέσα σου.
Οι αξέχαστοι φίλοι σου, που δεν ήξερα, αλλά μας τους σύστησες τόσο αγαπησιάρικα. Και πάνε πέρα από τους φίλους οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες τους. Και πιάνει κι ο αναγνώστης, χωρίς να το θέλει, το γαϊτανάκι: Τι θα θυμούνται, πώς θα μάς θυμούνται; Έτσι πάνω κάτω; Με μια νότα, με μια μυρουδιά, μ’ ένα πιάτο φαΐ, με μια κουβέντα, μια χειρονομία, ένα χρώμα, ένα ρούχο;
Αλλά εσύ τους θυμάσαι αλλιώς. Δεν είναι που η μνήμη σου καταγράφει και ύστερα υπαγορεύει φωτογραφικά τις λεπτομέρειες, είναι που η ποίηση μπαινοβγαίνει και στερεώνει τα πρόσωπα με πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά. Τα καθιστά έτσι κι από μας αναγνωρίσιμα που δεν τα γνωρίσαμε, δεν τα ξέρουμε, αλλά τα μαθαίνουμε.
Ο «Σύλλογος» σίγουρα θα τα διαβάσει αλλιώς· κι αλλιώς θα γίνει η υποδοχή σε κείνο το μεγάλο τραπέζι, όταν έρθει η ώρα να μαζευτείτε όλοι εκεί (εάν υπάρχει, όπως λες κι εσύ παρενθετικά, αυτό το «εκεί») και πιάσετε τις θέσεις σας όπως παλιά: εδώ οι άντρες, εκεί οι γυναίκες. Αλλά, να, που βρήκες τρόπο να μάς βάλεις όλους σ’ αυτή τη μεγάλη συντροφιά, μετά από κείνη την αμηχανία του καινουργιοφερμένου που φρόντισες με την υποδοχή σου να είναι στιγμιαία· απλώνεις το δεξί χέρι κι αναλαμβάνεις τις συστάσεις.
Μετά την ιστορία του Ζ′ Γυμνασίου και το αφιέρωμα στους εκπαιδευτικούς (πρώτο και δεύτερο μέρος), οι άλλοι φίλοι σου, το αφιέρωμα στους λογοτέχνες (τρίτο μέρος και μεγαλύτερο σε έκταση του βιβλίου). Και δεν θα διαψευσθεί η βεβαιότητα που διατυπώνεις στον «Πρόλογό» σου. Πράγματι πρόκειται για μικρές μελέτες που μπλέκουν εμφάνιση, συμπεριφορές, μικρές ιδιωτικές και οικογενειακές στιγμές με το έργο του σκιαγραφούμενου λογοτέχνη· σαν να τους ξεχωρίζεις έναν έναν για μια στιγμή μέσα στο πλήθος και να μας εφιστάς την προσοχή πώς και τι να προσέξουμε, να μην χάσουμε αυτό που διακρίνει τον έναν από όλους τους άλλους. Στάθηκα περισσότερη ώρα και παρατηρούσα την Αντώνη Ζέρβα και την Ολυμπία Καράγιωργα που μας στέλνουν νεύματα ο Ζέρβας από το «εκεί», η Καράγιωργα από το «εδώ», με ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του τόπου, όχι μόνο για τα γράμματα και τη λογοτεχνία.
Τέλος η οικογενειακή ιστορία, η ανθρώπινη, οι θεοί, οι θείοι, οι ηλιαχτίδες. Πριν από την τελεία και την παύλα, ο επίλογος γραμμένος από την ίδια τη ζωή, που δεν γίνεται να μην την παίρνει κατά πόδας ο θάνατος. Όπως το λες είναι βιβλίο «της ψυχής, της μνήμης, της αγάπης και της νοσταλγίας».
Σ’ ευχαριστώ, Ανθούλα!