Το καλοκαίρι που μάς πέρασε κουβεντιάσαμε πολύ για θέατρο. Κι εδώ, στο Περί ου, είχαμε την ευκαιρία να «δούμε» τις παραστάσεις που δεν είδαμε. Οι συζητήσεις ζωηρεύουν κατά την περίοδο του φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Στο επίκεντρο πάντα η Αθήνα. Υπάρχει άραγε θέατρο εκτός των τειχών της πρωτεύουσας; Οι μικρές επαρχιακές πόλεις συστήνονται θεατρικά με φιλότιμες προσπάθειες ερασιτεχνικών ομάδων. Αλλά λίγες είναι, ενώ το αξίζουν πολλές, εκείνες που καταφέρνουν να ακουστούν και λίγο παραπέρα, κι ας μιλάμε συνεχώς για την ευχέρεια της διάδοσης που προσφέρουν τα μέσα της δικτυακής ενημέρωσης.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης από το βήμα του ιστορικού Δημαρχείου της Σπάρτης αισιοδοξούσε ότι στην αναγέννηση του θεάτρου θα συμβάλουν οι επαρχιακές ομάδες, γιατί στις μικρές πόλεις οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη άνεση και περισσότερες ευκαιρίες να συνευρίσκονται, να συνομιλούν, να κρίνουν και να πράττουν. Επαληθεύτηκε άραγε τόσο και όπως προέβλεπε; Η απάντηση δεν είναι εύκολη και προϋποθέτει ευρεία έρευνα, αλλά υπάρχουν ενθαρρυντικές προσπάθειες που θα πρέπει να καταγράφονται και να γνωστοποιούνται για να δρουν επαναληπτικά και εξελικτικά.
Η Βαμβακού είναι ένα από τα όμορφα χωριά του Πάρνωνα, όπου τα τελευταία χρόνια μια ομάδα νέων που κατάγονται από το χωριό επιχειρούν να το ξαναζωντανέψουν. Για την ώρα οι προσκλήσεις τους –φυσιολατρικές και πολιτισμικές, τελευταία και εμπορικές– βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση. Αλλά αυτό δεν τους αρκεί, αφού φιλοδοξούν η αναβίωση του χωριού να επισφραγιστεί με το χτύπημα του κουδουνιού που θα καλεί τα παιδιά στο σχολείο. Η προσπάθεια, με την επωνυμία Vamvakou revival (https://www.vamvakourevival.org), υλοποιείται με την ηθική και οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ). Ο Σταύρος Νιάρχος καταγόταν από τη Βαμβακού, καθώς και η συγγενική του οικογένεια του Ιωάννη Κουμάνταρου που ανήκει και αυτή στους μεγάλους ευεργέτες της Λακωνίας.
Η φετινή θεατρική πρόταση της Vamvakou revival ήταν η Δεσποινίς Μαργαρίτα· η τελευταία παράσταση παίχτηκε στην Πνευματική Εστία Σπάρτης, στις 25 Σεπτεμβρίου. Το κείμενο, ένας μονόλογος, γράφτηκε από τον Ρόμπερτ Ατάιντε (1949, Ρίο ντε Τζανέιρο), όταν ήταν μόλις 21 ετών· έργο πολυμεταφρασμένο, έχει γνωρίσει διεθνή επιτυχία, ενώ είναι πολυανεβασμένο και στη χώρα μας. Η πρώτη παράσταση στην Ελλάδα συγκέντρωσε καλλιτέχνες που ο χρόνος έχει πλήρως καταξιώσει: Δεσποινίς Μαργαρίτα, το 1975, στο θέατρο «Διονύσια», η Έλλη Λαμπέτη· το κείμενο μεταφρασμένο και διασκευασμένο από τον Κώστα Ταχτσή, τόλμημα που ο ίδιος χρέωνε στην πρώτη και τελευταία του μεγάλη αγάπη, την Έλλη Λαμπέτη· σκηνοθέτης ο Μιχάλης Κακογιάννης και σκηνογράφος ο Διονύσης Φωτόπουλος. Έκτοτε μεσολάβησαν πολλές δεσποινίδες Μαργαρίτες (τελευταία η Κατερίνα Μαραγκού) κι ανάμεσά τους άνδρες δεσποινίδες Μαργαρίτες, όπως ο Γιώργος Μαρίνος, ο Θοδωρής Γράμψας και πρόσφατα ο Πάνος Παπαδόπουλος.
Στην παράσταση, πρώτα στη Βαμβακού και μετά στη Σπάρτη, δεσποινίς Μαργαρίτα η Φλώρα Καλομοίρη και σκηνοθέτης ο Δημήτρης Αγοράς. Με ξάφνιασε το τόλμημα και διστακτική στάθηκε η ανταπόκρισή μου, δικαιολογημένα, θαρρώ, εάν είχες την τύχη να δεις την παράσταση της Λαμπέτη. Από το τηλεφώνημα της Φλώρας Καλομοίρη κράτησα τη φράση «για λόγους συναισθηματικούς, θα ήθελα να έρθετε». Και πήγα…
Η Φλώρα, η Εύα, η Κατερίνα, ο Πάνος, ο Σάκης… και πόσα άλλα παιδιά! Κάθε Σάββατο και Κυριακή με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, ακατάστατα μαλλιά, τσίμπλες στα μάτια έμπαιναν στην Πινακοθήκη τρέχοντας για να κατέβουν στο υπόγειο εργαστήρι. Στην Κουμαντάρειο Πινακοθήκη Σπάρτης-Παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης εξελισσόταν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Σπάρτη: Από το μύθο έως σήμερα». Στο πρόγραμμα έπαιρναν μέρος όλα τα σχολειά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της πόλης. Κάθε σχολείο είχε αναλάβει τη μελέτη ενός μνημείου και την παρουσίασή του στο τέλος της χρονιάς, εν είδει ενός μαθητικού φεστιβάλ. Η παρουσίαση εκάστου μνημείου έγινε με διάφορους τρόπους, ανάλογους με τα ενδιαφέροντα των εμπλεκόμενων σε κάθε μελέτη παιδιών: με εκθέσεις, παραστάσεις, δημοσιεύσεις, γράφιτι, συναυλίες. Για την απόδοση των θεατρικών αναγνώσεων υπήρξε έξοχος συνεργάτης ο σκηνοθέτης-ηθοποιός Γιώργος Μπινιάρης. Ο μικρός γιος του, ο Άρης Μπινιάρης, ανακατευόταν κι αυτός με το μαθητόκοσμο της Πινακοθήκης.
Η Φλώρα, με τον ξανθό θύσανο των μαλλιών της να πάλλεται, επιχειρηματολογούσε για τη θέση της γυναίκας στην ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου δηλώνοντας ευθαρσώς ότι θα γίνει ηθοποιός. Και έγινε! Μετά τις σπουδές της και την καλλιτεχνική δραστηριότητά της στην Αθήνα εγκαθίσταται στη Σπάρτη και εξακολουθεί να υπηρετεί εκείνο το «θα γίνω ηθοποιός». Αν αναφέρομαι στην προπαιδεία της στην Πινακοθήκη, είναι για να τονιστεί ότι αυτού του είδους τα εργαστήρια, όταν διευθύνονται με την ευθύνη καλλιτεχνών που είναι ταυτόχρονα και παιδαγωγοί, αποκαλύπτουν –ή και εξελίσσουν– κλήσεις, αλλά κυρίως μεταδίδουν ένα ύφος-ήθος: σεμνότητα, αυτογνωσία και συνεχή αναζήτηση, μέτρο και διάθεση προσφοράς. Η θεατρική πράξη μεταφράζεται ως απόπειρα, με τη συνεργασία του κοινού, να ανοιχτεί ένα παράθυρο στον κόσμο και να φωτιστεί μια γωνιά που έμενε στη σκιά. Μ’ αυτό τον στόχο παίχτηκε η Δεσποινίς Μαργαρίτα.
Φώναζε εκεί, επάνω στην έδρα της, στους μαθητές-θεατές της, για τη δύναμη της εξουσίας, αλλά και για το φόβο της απώλειάς της. Για την αυταρχικότητα που εκπορεύεται απ’ αυτήν, αλλά και για τα τραύματα που την καθόρισαν. Για τη μοναξιά, για το ευάλωτο του σώματος και της καρδιάς. Για το αίτημα της απόλυτης υποταγής, αλλά άφηνε να διαφανούν και οι ρωγμές της αμφισβήτησης, της αγάπης, της συμπόνιας, της συγχώρεσης του εαυτού και των άλλων.
«Να κάνετε πάντα το καλό! Απ’ όλους τους δρόμους είναι ο μόνος που οδηγεί στην ευτυχία!», η λύτρωση της τελευταίας φράσης αγκάλιασε ένα κοινό συγκινημένο, ιδιαίτερα εκείνο που αναγνώρισε και μέσα του πτυχές μιας δεσποινίδος Μαργαρίτας. Και βρήκε τα μάτια μου να διασταυρώνονται με τα βουρκωμένα μάτια της Φλώρας· και να επιβεβαιώνεται εκατέρωθεν σ’ εκείνη τη ματιά το αγαθό της συνεργασίας του σχολειού και του μουσείου.
Γεωργία Κακούρου-Χρόνη