You are currently viewing Γεωργία Κακούρου Χρόνη: Ειρήνη Μπόμπολη, Το γεύμα, Μυθιστόρημα, εκδόσεις Πνοή, Αθήνα 2022

Γεωργία Κακούρου Χρόνη: Ειρήνη Μπόμπολη, Το γεύμα, Μυθιστόρημα, εκδόσεις Πνοή, Αθήνα 2022

Με Το γεύμα συμπληρώνεται μια δεκαπενταετία παρουσίας της Ειρήνης Μπόμπολη στα γράμματα. Μια πορεία έως τώρα αμφίδρομη, αφού ξεκίνησε με τον πεζό μυθιστορηματικό λόγο, συνέχισε με την ποίηση και επιστρέφει με ένα ακόμη μυθιστόρημα και πάλι στον πεζό λόγο.

 

Ο Herman Melville στο Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα αποφαίνεται: «Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα. Δεν μπορεί ποτέ να γραφτεί ένα μεγάλο βιβλίο, ένα βιβλίο που να αντέχει στο χρόνο, για τον ψύλλο, αν και υπάρχουν πολλοί που το έχουν επιχειρήσει».[1]

Γνωρίζουμε επίσης ότι δεν αρκεί μόνο το μεγάλο θέμα αλλά και το «πώς» θα διαπραγματευτεί ο συγγραφέας το θέμα του. Τα μεγάλα εξάλλου θέματα κινούνται εντός ενός περιορισμένου κύκλου: ο έρωτας, ο θάνατος, το νόημα της ύπαρξης και συνακόλουθα ο αξιακός κώδικας με τον οποίο έκαστος οργανώνει τη ζωή του.

Η Ειρήνη Μπόμπολη στο Γεύμα μάς αποκαλύπτει την περιπετειώδη διαδικασία της συγγραφής, της δικής της γραφής, που την καθιστά δομικό στοιχείο της αφήγησής της, και είναι σ’ αυτό που επικεντρώνομαι.

Το Γεύμα περιγράφει πράγματι ένα γεύμα, στο οποίο παρακάθονται ένας άνδρας και μια γυναίκα. Η γυναίκα απελπιστικά ερωτευμένη με τον συνδαιτυμόνα της. Στις σελίδες του βιβλίου εξελίσσεται αυτή η σχέση και η πλήρης αποτυχία της και εξαιτίας αυτού του γεύματος.

Η αφήγηση ακολουθεί έναν ενδιαφέροντα ειρμό. Η ηρωίδα του βιβλίου, δεν είναι άλλη από τη συγγραφέα του. Η πραγματική συγγραφέας πλάθει μια συγγραφέα ως ηρωίδα του βιβλίου της. Στο μυθιστόρημα η ηρωίδα, σε πρώτο πρόσωπο, μας μιλά διεξοδικά τόσο για τον έρωτά της, και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, άλλο τόσο, για το βάσανο της συγγραφής, στο οποίο, όπως αναφέρθηκε, εστιάζω.

Η ηρωίδα-συγγραφέας κατέχει τον πρώτο ρόλο στο μυθιστόρημα· οι άλλοι χαρακτήρες είναι δευτερεύοντες. Πολυδιάστατη η ίδια, εμφορείται από πολλές επιθυμίες και από διάφορα κίνητρα που θέτει στην υπηρεσία των επιθυμιών της· πάθη, φοβίες, επιδιώξεις, φιλοδοξίες…

Ενδέχεται η ηρωίδα-συγγραφέας να συνιστά το alter ego της πραγματικής συγγραφέως; Σε ποιο βαθμό άραγε το «οικογενειακό μυθιστόρημα» της πραγματικής συγγραφέως υπεισέρχεται σ’ αυτό της μυθοποιημένης ηρωίδας της; Τα εύλογα ερωτήματα.

Το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης οδηγεί ίσως σε μιαν καταφατική απάντηση, ότι «ναι», στην ηρωίδα του βιβλίου υποκρύπτεται η συγγραφέας. Το πρώτο πρόσωπο παρέχει την ασφάλεια στον/στην συγγραφέα να μιλήσει για όσα γνωρίζει καλύτερα. Επομένως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διολισθαίνει και σε μια προσωπική, περιορισμένη ματιά.  Αυτό δεν είναι θέσφατο, γιατί πολλές φορές η εμπλοκή του συγγραφέα στο κείμενο, γίνεται ένα με την ύλη και την ιλύ της αφήγησής του· ο συγγραφέας γράφει με το σώμα του.[2]

Θα έλεγα ότι οι δυο πρώτες σελίδες του βιβλίου λειτουργούν, κατά κάποιο τρόπο, ως «προοίμιο» του μυθιστορήματος. Η ηρωίδα-συγγραφέας, που έχει γράψει ήδη ένα μυθιστόρημα, μάς παρουσιάζεται στη συγγραφή του δεύτερου, που, ωστόσο, αναστέλλεται από την περιπέτεια του παράφορου έρωτα. Στην ουσία η συγγραφή του υποτιθέμενου μυθιστορήματος συνεχίζεται, γιατί η ζωή της ηρωίδας συνυφαίνεται με τα επινοημένα πρόσωπα· η ίδια συμβιώνει και με τους μυθοποιημένους ήρωές της.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έλεγε ότι άφηνε τους ήρωές του στο χειρόγραφο και, όταν επέστρεφε σ’ αυτό, ήταν περίεργος να δει τι έχουν κάνει, που έχουν πάει, πώς έχουν εξελιχθεί. Αυτή τη σχέση ανάμεσα σε συγγραφέα και μυθοποιημένους χαρακτήρες ανακαλεί και Το γεύμα (σ. 129).

Γι’ αυτό και ο εγκιβωτισμός –η ένταξη, δηλαδή, μιας νέας αφηγηματικής ακολουθίας μέσα στη βασική αφήγηση· η άλλη ή οι άλλες ιστορίες, που παρεμβάλλονται, μέσα στην κύρια– μοιάζει φυσικός. Από άλλο δρόμο, θα μπορούσε να επαληθεύεται εδώ η ρήση της Ειρήνης Μπόμπολη ότι «Όπως και να το κάνουμε έχει και ο ρεαλισμός τη μεταφυσική του» (σ. 72).

Και πώς εξελίσσεται η πάλη της συγγραφέως (σ. 70) με το όραμά της, που άλλοτε εκλαμβάνεται από την ίδια ως κάτι σημαντικό να ειπωθεί, κι άλλοτε υποπίπτει, πάλι από την ίδια, στην κατηγορία του ασήμαντου; Και, όταν η τελεσίδικη απόφαση είναι «γράψε το, αυτό είναι», τότε παραμονεύει η ανεπάρκεια της έκφρασης στην απόδοση της σύλληψης. Με τα λόγια της Ειρήνης Μπόμπολη: «Η συναλλαγή ανάμεσα στη φαντασία ή στην εμπειρία και στη γλωσσική διατύπωση είναι μια ατέρμονη ήττα» (σ. 35).

Και τι είναι το μυθιστόρημα; Είναι μια «ανώφελη εξομολόγηση» ή μια «άσκοπη εξομολόγηση» που οδηγεί στην κάθαρση-λύτρωση της συγγραφέως; (σ. 11 και σ. 17). Είναι μια μετάθεση, μια μετατόπιση που με το «μελάνι της γραφής» απαθανατίζει ή θυσιάζει τα πάθη της (σ. 22); Πρόκειται για προσωπικές εμπειρίες, για αληθινές ιστορίες ή η συγγραφέας επιτυγχάνει το δύσκολο για εκείνη έργο, οι ήρωές της να υποστασιοιούνται πέραν και έξω από τη δική της ζωή και να ζουν τη δική τους; (σσ. 34-36).

Μια ζωή, που η συγγραφέας τής προσδίδει εγγενή χαρακτηριστικά του ενός ή του άλλου φύλου· άλλο γυναίκα, άλλο άνδρας. Και που εμπλουτίζει με πολλά διακείμενα: από τον Πλάτωνα, κυρίως, έως τους τραγικούς, τον Καβάφη και τον Στάινερ. Η γραφή της πάντως παραμένει ένας εσωτερικός μονόλογος, υπακούει στη συνειδησιακή ροή και μοιάζει να συνδιαλέγεται –αν συναδιαλέγεται με την παράδοση– περισσότερο με την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ και την Ελένη Λαδιά. Καθιστά επίσης παρόντες και τους νεκρούς, αναγνωρίζοντας ότι: «Οι νεκροί μάς θυμούνται πιο συχνά από ότι εμείς εκείνους» (σ. 111). Με τη συνειδητοποίηση ακόμη ότι η φύση του ανθρώπου συνιστά ένα αδυσώπητο χάος, ένα σκοτεινό μεγαλείο που είναι δύσκολο να γνωρίσει κανείς τι κρύβει μέσα της (σσ. 79-80).

Η ίδια, ωστόσο, η συγγραφέας αγωνίζεται αυτό το σκοτάδι να το μεταλλάξει σε φως· επιστρατεύοντας τη γλώσσα και προσδιορίζοντας τη σχέση της με τον αναγνώστη. Σχέση κατά την οποία η συγγραφέας εκθέτει τον εαυτό της σε χειρουργικό κρεβάτι· ταυτόχρονα εκτίθεται και ο αναγνώστης. Γιατί πρόκειται για ένα διαλεκτικό παιχνίδι ανάμεσα στους δυο και η κριτική ανάγνωση του δεύτερου δεν είναι τίποτα άλλο από τη διάγνωση του συγγραφέα για τον αναγνώστη του (σσ. 122-124).[3]

 

 

 

 

 

[1] Herman Melville, Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα, Μετάφραση Α.Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg, Orbis Literœ, Editio Minor, Αθήνα 1992, σ. 727.
[2] Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, Μυθιστόρημα, μετ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2007.
[3] Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Ειρήνης Μπόμπολη, Το Γεύμα, στη Σπάρτη, στο βιβλιοπωλείο «Δωρικόν», στις 5 Μάϊου 2023.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.