Ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) στην τελευταία στροφή του ποιήματός του «Ο φιλόπατρις» εκφράζει όχι μόνο την προσωπική του επιθυμία, αλλά και τη διαχρονική πεποίθηση του ελληνικού λαού ότι ο θάνατος γλυκαίνει, όταν ο νεκρός εναποτίθεται στο χώμα της πατρίδας του.
Ας μη μου δώσει η μοίρα μου
Εις ξένην γην τον τάφον
Είναι γλυκύς ο θάνατος
Μόνον όταν κοιμώμεθα
Εις την πατρίδα.
Εμμέσως διαφαίνεται και η θεώρηση περί θανάτου των Ελλήνων που αναζητούν τρόπους να γλυκάνουν τον θάνατο με τον οποίο δεν είναι συμβιβασμένοι, δεν συναινούν, δεν «υπογράφουν», όπως θα έλεγε ο Νίκος Καζαντζάκης. Στο δημοτικό τραγούδι, ο κλέφτης τις τελευταίες του στιγμές ζητά από τα παλικάρια του να μην τον εγκαταλείψουν σε έρημο τόπο αλλά να του φτιάξουν ένα «ωριό κιβούρι […] να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ / να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια».
Η πίστη του χριστιανού ότι ο θάνατος ανοίγει την πύλη προς την αιώνια ζωή δεν δρα παρηγορητικά, γιατί, όπως σ’ ένα και μόνο στίχο της Φλογέρας του βασιλιά το διατύπωσε ο Κωστής Παλαμάς,[1] «Όσο κι αν είστε χριστιανοί, πάντα είστε ειδωλολάτρες!»· πάντα θα λατρεύουμε τη ζωή και θα αποστρεφόμεθα τον θάνατο.
Η ευχή του Ανδρέα Κάλβου να σκεπαστεί από το χώμα της πατρίδας του υποκρύπτει το καθήκον που αναλαμβάνουν οι ζώντες έναντι των τεθνεώτων· να φροντίσουν δηλαδή να προσφέρουν εκείνο που η μοίρα τούς στέρησε· να τους εναποθέσουν στα πάτρια χώματα για να γλυκαίνει ο θάνατός τους. Στο περιεχόμενο της λέξης «κηδεία» που κρατά την αρχαιοελληνική σημασία του ρήματος «κηδεύω», που θα πει «φροντίζω», εμπεριέχεται και το καθήκον του ενταφιασμού του νεκρού στην πατρίδα του. Και σε ό,τι αφορά στον Ανδρέα Κάλβο το καθήκον αυτό επιτελέσθη με τη μετακομιδή των οστών του, το 1960 από την Αγγλία στη Ζάκυνθο· έκτοτε αναπαύονται στο Μουσείο/Μαυσωλείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.
Η απευχή του Ανδρέα Κάλβου η μοίρα να μην του στερήσει τον τάφο στην πατρίδα του, όπως απολήγει το ποίημά του «Ο φιλόπατρις», ακολουθεί μακρά πορεία που εκκινεί από την προϊστορία και την ελληνική μυθολογία. Θολωτοί και λαξευτοί τάφοι μαρτυρούν τις ταφικές φροντίδες των Μινωιτών και των Μυκηναίων, που συνεχίζονταν με τα «νεκύσια», ανάλογα με τα δικά μας μνημόσυνα και ψυχοσάββατα, για μεγάλο χρονικό διάστημα και μετά την ταφή.
Τα δύο μεγάλα έπη, η Οδύσσεια και η Ιλιάδα, τελειώνουν με την αναφορά στις τιμές που οφείλονται στους νεκρούς. Στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, ο Αγαμέμνονας, που συναντά τον Αχιλλέα στον Άδη, τον καλοτυχίζει που δέχτηκε τις νεκρικές τιμές, ενώ ο ίδιος, αν και αρχηγός των Αχαιών, τις στερήθηκε. Αλλά είναι κυρίως στην τελευταία ραψωδία της Ιλιάδας που ο Όμηρος καταγράφει τα ταφικά έθιμα και κυρίως τον «νεκρώσιμο νόστο», την επιστροφή δηλαδή του νεκρού ήρωα, του Έκτορα, στο σπίτι του από τον Πρίαμο, τον γέρο πατέρα του, για να ταφεί με τις δέουσες τιμές.
Χαρακτηριστικό, ως μια από τις εκδοχές της τιμωρίας του Σίσυφου, είναι και αυτή που περιλαμβάνει ο Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus, 1913-1960), στον Μύθο του Σίσυφου, το πολυδιαβασμένο και πολυσχολιασμένο δοκίμιό του, για το παράλογο, που γράφει το 1942: «Λένε ακόμα πως, όταν ο Ʃίσυφος ήταν ετοιμοθάνατος, θέλησε απερίσκεπτα να δοκιμάσει την αγάπη της γυναίκας του. Της παράγγειλε να μη θάψει το πτώμα του, αλλά να το πετάξει καταμεσής της δημόσιας πλατείας. Ο Ʃίσυφος βρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, εξοργισμένος εξαιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξαναείδε την όψη του επάνω κόσμου, γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα, δεν ήθελε πια να επιστρέψει στον καταχθόνιο Άδη. Οι ανακλήσεις, η οργή και οι προειδοποιήσεις δεν απέδωσαν τίποτα. Για πολλά χρόνια ακόμα, απόλαυσε την καμπύλη του κόλπου, τη λαμπερή θάλασσα και τα χαμόγελα της γης. Χρειάστηκε η επέμβαση των θεών. Ο Ερμής ήρθε κι άρπαξε τον θρασύ από το σβέρκο και, απομακρύνοντάς τον από τις χαρές του, τον ξανάφερε διά της βίας στον Άδη όπου τον περίμενε ο βράχος του».[2]
Κι ο Σοφοκλής αντλώντας τα θέματά του από τον Θηβαϊκό και τον Τρωικό κύκλο, θα μας δώσει, αντίστοιχα, την Αντιγόνη που αψηφά τον Κρέοντα και θυσιάζει τη ζωή της προκειμένου να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη. Και τον Αίαντα που θα ταφεί τελικά, μετά την αυτοχειρία του, με την παραίνεση του Οδυσσέα, ικανή να κάμψει τις αντιδράσεις του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.
Τη χρονιά που πεθαίνει ο Σοφοκλής, το 406 π.Χ, κατά τα τέλη του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφώντας στα Ελληνικά του, οι Αθηναίοι καταδικάζουν σε θάνατο έξι (ἀπέθανον δὲ οἱ παρόντες ἕξ) από τους στρατηγούς, που ναι μεν νίκησαν στις Αργινούσες τους Σπαρτιάτες, υπό τον Καλλικρατίδα, αλλά δεν περισένελεξαν (οἱ στρατηγοὶ οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ἀρίστους ὑπὲρ τῆς πατρίδος γενομένους) τους πέντε χιλιάδες ναυαγούς για να τους αποδοθούν στην Αθήνα οι ενδεδειγμένες ταφικές τιμές.
Στη μελέτη της ιστορίας της τέχνης εμμένουμε στα φαγιούμ ως τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην αρχαία ελληνική ζωγραφική και τη βυζαντινή αγιογραφία. Αλλά οι μορφές αυτές –ανδρικές, γυναικείες, παιδικές– των τριών πρώτων μετά Χριστόν αιώνων που διαφύλαξε η ξηρασία της αιγυπτιακής ερήμου, δεν ήταν παρά η αγαπητική χειρονομία των ζώντων προς τους νεκρούς τους που επιθυμούσαν με την απεικόνιση του προσώπου να εξασφαλίσουν και την αθανασία του. Μήπως κι εμείς δεν αποθέτουμε τη φωτογραφία του αγαπημένου μας νεκρού στον τάφο του;
Το καθήκον προς τους νεκρούς δεν χαρακτηρίζει μόνο τους Έλληνες, αλλά συνυφαίνεται με την ανθρώπινη κουλτούρα στον χωρόχρονο της παρουσίας της στη γη. Από τους Αβορίγινες (για να περιοριστώ σ’ ένα παράδειγμα, που αξίωσαν οι νεκροί τους να μην εκτίθενται ως ευρήματα στα μουσεία, αλλά να τους αποδοθούν για να ενταφιαστούν κατά τα ήθη τους) έως τους Ιταλούς, που πραγματοποίησαν τη μετακομιδή των οστών των στρατιωτών τους από το αλβανικό έδαφος στην Ιταλία (1960-1965). Η επιχείρηση αποτελεί και το θέμα του ωραίου βιβλίου του Ισμαήλ Κανταρέ Ο στρατηγός της νεκρής στρατιάς.[3]
Οι ελάχιστες αυτές αναφορές, δεν αναδεικνύουν το εύρος στον χώρο και το βάθος στον χρόνο των ταφικών εθίμων. Στον χριστιανικό μας κόσμο, ωστόσο, συμπυκνώνονται στον θάνατο του Ιησού· την ημέρα που ο Ιωσήφ, ο από Αριμαθαίας, το «ἄχραντόν Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο», για να ακολουθήσουν οι Μυροφόρες, το μοιρολόγι και το «νεκροστόλισμα» της Παναγιάς· «μικρή παρηγοριά γι’ αυτούς που πια δε ζούνε»:
Σηκώστε τον και φέρτε τον στο νέο το μνήμα,
μες στον ευλογημένο του βάλτε τον τάφο.
Όλο το νεκροστόλισμα που πρέπει το έχει,
μικρή παρηγοριά γι’ αυτούς που πια δε ζούνε.[4]
Αυτήν ακριβώς την παρηγοριά αναζήτησε και η Δήμητρα Ζαραφωνίτη-Χίου, κι η οικογένειά της, με τον «νεκρώσιμο νόστο» του πατέρα της Σαράντου. Ο Σαράντος Ζαραφωνίτης έπεσε στο Λεκσοβίκι. Σύμφωνα µε το έγγραφο του Διοικητή του Β2 Λόχου Διαβιβάσεων Γερανίου Κωνσταντίνου: «Ο Σαράντος Ζαραφωνίτης, την 3ην Δεκεμβρίου, ἒπεσε θύμα ἐναερίου ἐπιδρομῆς, καθ᾽ ἣν στιγμήν ὑπερασπιζόμενος τῆς τιμῆς καί τῆς ἐλευθερίας τῆς φιλτάτης πατρίδος µας ἐπί τοῦ καταληφθέντος ὑπό τῶν ἡρωικῶν στρατευμάτων µας ᾽Αλβανικοῦ ἐδάφους, ἐξετέλει τό εἰς ὅ ἡ πατρίς τόν ἔταξεν ὕψιστον καθῆκον του».
Τη θυσία του περιγράφει στο ανέκδοτο ημερολόγιό του, ο συμπολεμιστής του, Δημοσθένης Κακούρος. Μεταφέρω από το ημερολόγιο το σχετικό απόσπασμα: «3 Δεκεμβρίου. Ἐπιστρέφομεν εἰς Λεσκοβίκι. Εἶμαι λοχίας τῆς ὑπηρεσίας. Παίρνω 9 στρατιῶτες γιά νά φέρομε ξύλα διά τά μαγειρεῖα. ῞Οταν φτάσαμε μέσα στό χωριό ἐθεάθησαν πολλά ἐχθρικά ἀεροπλάνα, εὑρισκόμεθα ἀκριβῶς μέσα στήν πλατεία. Δέν εἲχαμε προφτάσει νά κρυβῶµεν καί ἀμέσως αἳ βόμβαι ἔπεφταν βροχή, δέν δύναµαι νά περιγράψω τί ἀπριβῶς ἔγινε. Τό χωριό ἐσείετο ὅλο ἐκ θεμελίων. Τό κτίριο πού ἢμουν κατέρευσε ἐν µέρει, ἐσηκώθην ὂρθιος. Ἢμουν καλά. […] δοξάζω τόν Θεόν καί τήν ὑπεραγίαν Θεοτόκον πού ἐσώθην. Βγαίνοντας ἒξω ἀπό τό κτίριο, ἀντικρίζω ἕνα θέαµα οἰκτρόν (εὔχομαι ποτέ κανένας νά µήν ἰδεί τέτοιο θέαμα). Στρατιῶται καί πολίται διαλυµένοι τελείως. Ἢτο ἀδύνατον νά γνωρισθοῦν. Ἔβλεπες διάφορα µέλη ἀνθρώπινα διασκορπισµένα, ζῶα καὶ αὐτοκίνητα, γεμάτο τό µέρος. Θρῆνος τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν μεγάλος. […] Μέ μεγάλην λύπην καί ὀδύνην εἶδον φονευθέντα κατά τόν ὡς ἄνω βομβαρδισμόν τόν πολύν φίλον µου Σαράντον Ζαραφωνίτην ἐκ Σκλαβοχωρίου Σπάρτης. Ἔπεσαν 5 βόμβες γύρω του καὶ τον διαµέλυσαν. Ἀνεῖκε εἰς τόν Β2 Λόχον Διαβιβάσεων και µέναµε συνεχῶς µαζί ἀπό τήν ἡμέραν πού παρουσιασθήκαμε εἰς Αθήνας. Τόν πήραμε εἰς ἕνα φορεῖο µαζί µέ τόν στρατιώτην Αἰμίλιον Γ. ἀπό τήν Σπάρτη καί δύο ἄλλοι στρατιῶται τόν µεταφέραμε εἰς τό σχολεῖο ὅπου ἦσαν και οἱ ἄλλοι φονευθέντες. Τόν ἀποχαιρέτησα και τήν νύχτα ἐκηδεύθη παρά τοῦ φρουραρχείου. Δέν θά τόν ξεχάσω ποτέ».
Και ποτέ δεν τον λησμόνησαν πρωτίστως οι άνθρωποί του. Στις 7 Οκτωβρίου του 1985, η κόρη του Δήμητρα, μαζί με το σύζυγό της, Δημήτρη Χίο, και τον Δημοσθένη Κακούρο βρίσκονται στο Λεσκοβίκι. Τα σύνορα ανάμεσα στις δυο χώρες, την Ελλάδα και την Αλβανία, δεν είχαν ανοίξει. Ο Χότζα ζούσε ακόμη· η ελληνική λαλιά απαγορευμένη, οι εκκλησιές βεβηλωμένες (και τα τζαμιά) και από το αλβανικό χώμα είχαν κρυφτεί και οι σταυροί για να μην φανερώνουν τους τάφους των Ελλήνων στρατιωτών. Τα σημάδια, ωστόσο, που έκρυβαν τα ιερά οστά του Σαράντου Ζαραφωνίτη, ήσαν εκεί· τα είχε βάλει ο συμπολεμιστής του, τα φύλαξε η μνήμη και τα σεβάστηκε ο χρόνος. Σήμανε η ώρα του γυρισμού στο γλυκό χώμα της πατρίδας. Η πρώτη μετακομιδή οστών από την Αλβανία στην Ελλάδα.
Σαν τούτες τις μέρες, στις 21 Οκτωβρίου του 1985, στην Αγία Παρασκευή των Αμυκλών, έγινε το μνημόσυνο του Σαράντου Ζαραφωνίτη και τα σεβαστά λείψανα έσμιξαν με εκείνη που πάντα τον περίμενε· την αγαπημένη του σύζυγο Καλλιόπη.
Στους Βουλιαράτες, λίγο έξω από το Αργυρόκαστρο, στο πρώτο (το δεύτερο είναι στην Κλεισούρα) οργανωμένο νεκροταφείο Ελλήνων στρατιωτών, που έμειναν για πάντα στο πεδίο της μάχης και της τιμής, εκτός από τους ατομικούς τάφους, γνωστών και άγνωστων στρατιωτών, υπάρχει κι ένα κοινό μνημείο, με την επιγραφή «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος», που, όπως διευκρινίζει ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο, για τους άντρες αυτούς μια στήλη στην πατρική γη δεν είναι απαραίτητη, γιατί η μνήμη τους χαράσσεται στις καρδιές ολονών μας εσαεί («καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ᾽ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται»).
Ευλαβικά κλίνουμε το γόνυ στον Σαράντο Ζαραφωνίτη και σε όλους τους Λάκωνες ήρωες, που τιμώνται σήμερα, και που η θυσία τους εμεγάλυνε το όνομά τους.[5]
Γεωργία Κακούρου-Χρόνη