Το μυθιστόρημα της Αντωνίας Μποτονάκη Άσ’ το κι ας αποθάνει ή Το Νεραγδαλλαγμένο, με πρώτη κυκλοφορία το 2011 από τις εκδόσεις Ιβίσκος, που κυκλοφόρησε σε αναθεωρημένη επανέκδοση το 2024 από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΡΗΤΗΣ-Πυξίδα της Πόλης, είναι ένα βιβλίο που ζωγραφίζει σπουδαία το παιδικό τραύμα. Kεντρικό πρόσωπο, ένα κορίτσι που μεγαλώνει στην ελληνική ύπαιθρο, σε ορεινό χωριό τη Κρήτης.
Με άξονα την ιστορία ενηλικίωσης, το αφήγημα καλύπτει σαράντα χρόνια, από το 40 στο 80 και άλλα τόσα μέσα από τις μνήμες. Τρεις γενιές στα ορεινά Χανιά, με φόντο την τοπική κοινωνία, μάχονται ενάντια στις αντιξοότητες, τη μοίρα, την κοινωνική απομόνωση, την προκατάληψη. Η κεντρική ηρωίδα γεννιέται τη δεκαετία του ’60 και παίρνει το όνομα της γιαγιάς της, της Αντιγόνης.
Ένα βιβλίο σπαρακτικό, μια καταγγελία με τον μεγεθυντικό φακό πάνω στον κοινωνικό ιστό. Οι παθογένειες της οικογένειας, του μικρού χωριού που ζει πίσω από τον κόσμο, η υποκρισία, η συμμόρφωση, το πειθαρχικό εκπαιδευτικό σύστημα, η βία, η κοινωνική ανισότητα, η κακοποίηση, βάφουν με μελανά χρώματα τα μαγευτικά τοπία από την ελληνική φύση που μένουν εκεί, αλώβητα, μας θυμίζουν τις πραγματικές αξίες της ζωής και δίνουν νόημα ακόμα και σε μια ζωή γεμάτη στέρηση.
Η συγγραφέας φαίνεται να διαθέτει βαθιές γνώσεις ψυχολογίας, εστιάζοντας σε αθέατες όψεις του τραύματος που περνάει από γενιά σε γενιά και η κάθε όψη του είναι μαχαιριά στην καρδιά. Εστιάζοντας στον χαρακτήρα του πατέρα, σημειώνει: «…σ’ εκείνο το μέρος του εγκεφάλου του, αντί να κατοικοεδρεύει η πραγματικότητα, λίμναζε ένα ασυνείδητο γεμάτο πληγές, όπως και ο κατακρεουργημένος ναρκισσισμός του. Κι έμενε κι ο ίδιος σαν άλλο καμίνι να σιγοψήνεται εντός του». Και εδώ σκεφτόμαστε πόσοι άντρες, εγκλωβισμένοι στους παραδοσιακούς ρόλους, είναι γεμάτοι πληγές, κρυμμένες πίσω από ένα γκροτέσκο προσωπείο του δυνατού και του αλώβητου.
Η λογοτεχνική γλώσσα του βιβλίου, οι παραστατικές περιγραφές περιστατικών με χιούμορ, καθώς και η λεπτομερής σκιαγράφηση κάθε απόχρωσης της φύσης με τη χλωρίδα και την πανίδα να ξετυλίγεται ολοζώντανη μπροστά μας, κάνει το βιβλίο απολαυστικό και πολυεπίπεδο, που από τη στιγμή που το ανοίγεις, δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Η ιστορία ξεκινά με ένα θέλω. «Θέλω να πω μια ιστορία σε έναν άγγελο» δηλώνει η συγγραφέας στον πρόλογο, για «Την κόρη του ψεύτη, το άσ’ το κι ας αποθάνει, το νεραγδαλλαγμένο, το καημένο το φτωχάκι, το πουτανάκι μας ξεφτίλισε».
Ύστερα στήνεται το σκηνικό, με τον ήλιο να φανερώνεται και να κρύβεται πίσω από τα σύννεφα «σαν κάποιος που σε παραφυλάει και το νιώθεις». Η ποίηση ξεπροβάλλει από την αρχή. Αλληγορίες. Όλα έχουν διττή σημασία. Τα πάντα στη φύση είναι εκεί για να υπογραμμίσουν ψυχολογικές καταστάσεις, αισθήσεις, συναισθήματα. Η μικρή Αντιγόνη ανέβαινε στην ταράτσα, έβλεπε τη θέα και ήθελε να βγάλει φτερά να πετάξει, ενώ «ξυπνούσε πολλές φορές τις νύχτες από τον ήχο που κάναν οι χοχλιοί πέφτοντας από τις κληματόβεργες, πάνω στο κέλυφος ο ένας τ’ άλλου».
Η επιλογή των ονομάτων συμβολική και καθόλου τυχαία. Ο οικισμός τα Σκοτιδιανά διαμορφώνει την ατμόσφαιρα και μας προετοιμάζει για τα σκοτάδια που θ’ ακολουθήσουν. Καθόλου τυχαία και η ονομασία της κεντρικής ηρωίδας, της Αντιγόνης που θανατώνεται καθημερινά και παραμένει ατρόμητη. Αξίζει να αναφέρουμε κι εδώ, τα κομμένα ονόματα Γρα και Μα, αντί της γιαγιάς και της μάνας, με ελλιπή και διχασμένη τη γυναικεία υπόσταση στους συγκεκριμένους ρόλους, να μην αξίζει ούτε η ταυτότητά τους περισσότερες από μία συλλαβές: «Η γρα είχε αναλάβει τα λιόφυτα. Μάζευε τις ελιές απ’ το φθινόπωρο μέχρι το τέλος της άνοιξης, αγριόχορτα για τα καλιτσούνια και ξύλα για τη φωτιά. Κατάκοπες το βράδυ και οι δυο, κάθονταν στο φως του λύχνου και δειπνούσανε σιωπηλές. Ύστερα, σβήνανε το λύχνο κι έπεφταν σε έναν ύπνο ανήσυχο κι αλαφρύ, σαν να αφουγκράζονταν το επόμενο κακό που έφτανε νυχοπατώντας».
Συνολικά, το βιβλίο είναι μια ηχηρή φωνή κατά της πατριαρχίας: «Αυτοί δεν θα μάθουν ποτέ πώς είναι να τρέχει στα πόδια σου το αίμα ζεστό κάθε είκοσι οχτώ μέρες, πώς είναι να γεμίζεις γάλα, να νιώθεις ζωντανή, να γίνεσαι αγία τράπεζα[…] αυτοί, που ξέρουν τόσο καλά να στήνουν ξόβεργες, να γεμίζουνε μπιστόλια και να πατάνε τη σκανδάλη, να στέκουν όλο ευσέβεια μπροστά στα εικονίσματα, πειθαρχημένοι, ασφαλείς, θαρραλέοι και αυστηροί, να θέλουν να σε τιμωρήσουν, να σε ταπεινώσουν, να σε φιμώσουν για να μην τους θυμίζεις το ακατανόητο».
Όπως υπογραμμίζει η Βαρβάρα Ρούσσου στον Αναγνώστη αναφερόμενη στο βιβλίο, «το φύλο αποδίδεται στο κορίτσι ως μητρικό λάθος, ως πτώση, που το αποκλείει υποβιβάζοντάς το στο επίπεδο των κατώτερων άφωνων και μη αυτόνομων όντων-ζώων». Για παράδειγμα γράφει: «Άφηκά το και μου ‘πεσε κι αυτό κι έσκασε!» είπε ξέπνοα (η Μα) στον πατέρα μου αναγγέλλοντάς του το φύλο μου. Ότι της έπεσα δηλαδή κι έτσι δημιουργήθηκε το τραύμα, το σκάσιμο, η πληγή ανάμεσα στα πόδια μου».
Η Αντωνία Μποτονάκη παράλληλα κατηγορεί την υποκρισία και τη θρησκοληψία, με τον Θεό τιμωρό να προβάλλεται από ιερείς και εκπροσώπους της εκκλησίας που γεμίζουν με φόβο τις ευαίσθητες παιδικές ψυχές: «θα πήγαινα λέει κατ’ ευθείαν στην κόλαση κι εκεί θα με έβραζαν τα καζάνια, θα μου ξερίζωναν τη γλώσσα, θα με κάρφωναν με πιρούνες, θα με έγδερναν, και άλλα σαδομαζοχιστικά ευρήματα ανόητων και διεστραμμένων».
Εκτός από ψυχογραφικό και λογοτεχνικό ενδιαφέρον, το πεζογράφημα μας φέρνει σε επαφή με τα ήθη και τα έθιμα της επαρχίας, την οποία η συγγραφέας γνωρίζει από πρώτο χέρι. Όπως είχε γράψει ο Θανάσης Μαρκόπουλος στην εφημερίδα Αυγή και διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «Οι λέξεις βγαίνουν από το ίδιο της το σώμα (της συγγραφέως) κι από το χώμα που το’χτισε, γι’ αυτό και όλα είναι γνήσια στο έργο της και τίποτα δήθεν[…]κατορθώνει να αποφύγει τη γραφικότητα της ηθογραφίας και να αναδείξει ένα δυναμικό ρεαλισμό, βγάζοντας στην επιφάνεια την ασχήμια αυτού του σκοτεινού, του εγκαταλειμμένου στην άγνοια και τη μοίρα του, κόσμου, με τις προκαταλήψεις και τις προλήψεις, τα ξωτικά και τα ξόρκια, τις αγωνίες και τις φοβίες, το μάταιο πόνο και τον άδικο θάνατο».
Στο αφήγημα η πυκνότητα του λόγου και η λιτότητα, σε κάνει να αναρριγείς. Σταματάς και διαβάζεις ξανά, στέκεσαι σε φράσεις, εικόνες και περιγραφές που σε αρπάζουν, σε τραβούν από το μανίκι και δεν μπορείς να ξεφύγεις. Παράλληλα η ντοπιολαλιά, προσθέτει ζωντάνια, αληθοφάνεια με τους χαρακτήρες της υπαίθρου να στέκονται μπροστά μας και να υποδύονται τους ρόλους τους, άλλοτε να βγαίνουν ως πρωταγωνιστές, κι άλλοτε να φαντάζουν σαν μέλη του χορού σε αρχαία τραγωδία, να ασφυκτιούν και να μην βρίσκουν διέξοδο. Όλοι ζωγραφισμένοι με αδρές γραμμές με το πινέλο της δράσης τους: «Σήκωνε τα μάτια της και κοίταζε με πείσμα και επιμονή ό,τι και όποιον αποφάσιζε να κοιτάξει, χωρίς να χαμηλώνει το βλέμμα της, σαν να ‘τανε αυτό το μοναδικό σταθερό σημείο του κόσμου και όλα τ’ άλλα χαλασμός».
Η γλώσσα μοιάζει με χορογραφία. Ξεκινάει με αργές κινήσεις, ύστερα επιταχύνει και σε παρασέρνει στον ίλιγγο των συνειρμών και των ονείρων. Επίσης, τα απίστευτα αντικείμενα-σύμβολα μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής και σου στοιχειώνουν τη σκέψη για πολύ καιρό από τη στιγμή που θα κλείσεις το βιβλίο, όπως το αίμα στο κόκκινο φουστάνι, τα κιτρινισμένα νύχια από το λεμόνι, ή το μπακιρένιο τσικάλι της προίκας «που άστραφτε στον ήλιο σαν καθρεφτάκι στα χέρια ενός παιδιού, απέναντι από τα Σκοτιδιανά. Σαν μπάλα φλεγόμενη, σαν κεφαλή φλεγόμενη, σαν νους φλεγόμενος, σαν σύμπαν φλεγόμενο». Σαν το σύμπαν της Μποτονάκη, που καταφέρνει να μας παρασύρει στη δίνη των δονήσεων και των στροβιλισμών του.