Η ποιητική συλλογή «Σκυλί δεμένο», της Δήμητρας Κουβάτα, που κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, αναφέρεται με λυρισμό στα ανθρώπινα, ενώ ο τίτλος, εμπεριέχει διττή σημασία. Από τη μια δημιουργεί αίσθηση δέσμευσης και ακινησίας και από την άλλη, αν πάρουμε υπ’ όψιν τη ρήση «ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα», εστιάζουμε στην απελευθερωτική δύναμη της ποίησης.
Η ποιήτρια επιλέγει να ξεκινήσει ανοικειωτικά, με την τελεία ως σημείο στίξης. Θα μας δηλώσει από την αρχή ότι την απασχολεί η απώλεια, «το άρρητο, το ανείπωτο, το τραύμα».
Ο ρυθμός, που παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι και η γοητευτική εικονοπλασία, είναι τα κύρια στοιχεία που αρπάζουν τους αναγνώστες από τους πρώτους στίχους. Παράλληλα, από τους πρώτους στίχους ξεχωρίζουμε τις δυναμικές αλληλεπιδράσεις. Τα άψυχα αντικείμενα ζωντανεύουν και εισχωρούν στις ζωές των ανθρώπων. Άλλοτε κραυγάζουν και άλλοτε ψιθυρίζουν. Οι λέξεις κυλούν σαν νεράκι και περιγράφουν με δυναμισμό, αθέατες λεπτομέρειες της καθημερινότητας:
«Θερμά παρακαλώ
να βγάλεις τα παπούτσια σου
στο ξύλινο πάτωμά μου.
Τρίζουν τα μέσα μου
όταν έρχεσαι»
Η μάνα, σταθερό σημείο αναφοράς, εμφανίζεται σχεδόν παντού, κυρίως σε συνάρτηση με τα βιώματα από την παιδική ηλικία που παίζουν κρυφτό με τη μνήμη. Στο εμβληματικό ποίημα Η μάνα μου, συνοψίζεται μέσα σε ελάχιστες λέξεις το βάλσαμο της ανιδιοτελούς προσφοράς:
«Θέλω
να είναι πάντα εκεί
η μάνα μου
ένα λεπτόφλουδο, μα υπέρχειλο
δροσιστικό λαγήνι».
Πολλά είναι τα θέματα που αγγίζει η Δήμητρα Κουβάτα. Ο έρωτας, ως κινητήρια δύναμη, αλλά και η φθορά της συμβίωσης και η έλλειψη επικοινωνίας που επέρχεται με τον χρόνο, εκφράζονται άλλοτε με μεταφορές, άλλοτε ρεαλιστικά και ξεκάθαρα:
«Μετά πάψαμε να μιλάμε.
Τώρα μόνο για τους λογαριασμούς και τα παιδιά».
Οι πολλαπλοί ρόλοι της γυναίκας, η προσπάθεια, η κόπωση, αντανακλούν στους στίχους, φέρνοντας στο νου αρχαίες δοξασίες και μύθους, υπογραμμίζοντας το νόημα του τίτλου της συλλογής και της μεταμορφωτικής δύναμης της καταπίεσης:
«Εκεί,
κάτω απ΄ το δέντρο
που με ήθελες
δεμένο σκυλί
έγινα ζώο άγριο και παμφάγο».
Το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει συμβάντα γεμάτα συμβολισμούς. Καμία λέξη δεν είναι τυχαία. Στέκει εκεί, σαν σημαία, σαν φωτογραφία, σαν πλάνο από ταινία, όπου το τέλος μένει ανοιχτό, με τον θεατή να αναρριγεί όχι μόνο με αυτό που περιγράφεται, αλλά και γι’ αυτό που πρόκειται ν’ ακολουθήσει:
«Οι αδέσποτοι σκύλοι
έγλειψαν τις μουσούδες τους».
Ο ρόλος της νοικοκυράς που είναι σε αδιέξοδο και ζητάει τρόπο να δραπετεύσει από την αβάσταχτη καθημερινότητα, έχει τεράστιο ειδικό βάρος στη συλλογή:
«Κάποιος πρέπει να γράψει και για τις νοικοκυρές.
Ναι, αυτές
με τη φωλιά στα αχτένιστα μαλλιά τους».
Στο ίδιο μοτίβο, στο ποίημα Εαρινή κόπωση, η νοικοκυρά, μετά από έντονη αλληλεπίδραση με κάθε γωνιά και αντικείμενο του σπιτιού που ζωντανεύει, όπου στόχος είναι η εξολόθρευση αραχνών και πάσης φύσεως βρωμιάς και σκόνης, εξουθενωμένη στο τέλος θα καθίσει καταμεσίς του σαλονιού και θα κλάψει
«για τον κατ΄ οίκον ισόβιο περιορισμό»
Όλα μαζί τα ποιήματα συνθέτουν μια ενιαία αφήγηση, που μοιάζει σαν θεατρικός μονόλογος με πτυχές της καθημερινότητας, με φλας μπακ και σκέψεις πολύχρωμες, διατυπωμένες άλλοτε με τη σοφία μιας φιλοσόφου, ή μιας ψυχαναλύτριας και εν τέλει μιας λογοτέχνιδας σύγχρονης που κουβαλάει τα φορτία της γυναίκας, τα τραύματα, τις δυσκολίες, τη μοναξιά. Η νοικοκυρά, μετά το καθάρισμα του σπιτιού και πριν πέσει για ύπνο, θα ακολουθήσει μια ιεροτελεστία ενδοσκόπησης, για να αφεθεί
«στην καλλυντική ευεργεσία
των επιλήσμονων ονείρων».
Το όνειρο επιμένει, προσφέροντας απλόχερα ένα γοητευτικό παράλληλο σύμπαν με μπλεγμένα τα κουβάρια της ζωής, του έρωτα και τον θανάτου. Στο ποίημα Υπνική άπνοια:
«ο Αχέροντας έσπαγε την πέτρα
έσφιγγε την ηχώ, τερέτιζε τον αντίλαλο
το νερό στο δωμάτιο όλο το βράδυ ψήλωνε
η βάρκα ανέβαινε
κι εγώ πνιγόμουν εκεί στο βυθό».
Τα όνειρα, καταγεγραμμένα στο υποσυνείδητο παραλληλίζονται και με την Οικιακή Οικονομία. Στο ομώνυμο ποίημα,
«τα όνειρα είναι
κυρίως
σχολαστικοί αριθμομνήμονες,
ορκωτοί λογιστές στους ισολογισμούς,
αδέκαστοι
και στην απόδοση των κεφαλαίων».
Τα μαθήματα του σχολείου, αποτελούν πηγή έμπνευσης. Εκτός από την Οικιακή Οικονομία, ή τη Γραμματική με τα σημεία στίξης, επιστρατεύονται και τα Μαθηματικά, για να εκφράσουν σκληρές αλήθειες:
«Η απουσία
σε εξασκεί εντατικά
στα μαθηματικά της ύπαρξης.
Σε προγυμνάζει κυρίως στην αφαίρεση».
ή
«Η αλήθεια του καθενός είναι το αγώγι του.
Συνυπολογίζεται το μεικτό,
το απόβαρο
και το ειδικό του βάρος».
Από μια ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή, δεν θα μπορούσε να λείπει το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας. Η ποιητική δημιουργία, η έμπνευση, λειτουργεί σαν φάρμακο, σαν βάλσαμο στις πληγές:
«Ευτυχώς που
όταν αποτυγχάνω,
διανυκτερεύει με φώτα ανοιχτά
η ποίηση».
Η Δήμητρα Κουβάτα παρατηρεί. Το βλέμμα της παρατήρησης ώριμο και μεστό, αποχτάει καθολικότητα εμποτισμένη με βαθιά ενσυναίσθηση:
«Οι ώριμες γυναίκες
όταν εκκλησιάζονται
κάνοντας το σημείο του σταυρού
αγγίζουν τις πάσχουσες περιοχές».
Μοσχοβολιστό και ιπτάμενο το σύμπαν, με γεύσεις, σκέψεις, μουσικές, με χημικές αντιδράσεις, σε χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίες κι αντίστοιχα με πτήσεις, όχι όμως απόλυτα απελευθερωτικές. Γιατί πάντα υπάρχουν τα εμπόδια, τα βαρίδια που μας κρατάνε πίσω:
«καθώς εγώ θα ίπταμαι,
θα με κυνηγά,
όσο και αν απομακρύνομαι,
η αγωνία του δραπέτη
του καταδικασμένου
να κοιτάζει ισόβια πίσω».
Το πένθος, επίσης καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στο βιβλίο, με τα ρούχα να ζωντανεύουν και να ζητάνε τη θέση τους.
«Συστάδες ρούχων
όρθιες στοιχίζονται εντός της,
Μόνο οι κρεμάστρες,
άκαμπτες,
πεισματικά κρατάνε τα προσχήματα».
Στο ίδιο μοτίβο, η απώλεια της μάνας αβάσταχτη. Στο ποίημα Στην τοπική διάλεκτο των πουλιών που είναι σαν δημοτικό τραγούδι, μέσα σε κατάσταση εκκωφαντικής απουσίας, θα ακούσουμε τη δραματική έκκληση προς ένα πουλί, να φέρει μηνύματα από τον άλλο κόσμο:
«Η μάνα μου δε θα ΄ρθει ποτέ ξανά.
Από δώ και εμπρός
το νου σου.
Θα λες σε μένα απευθείας
ό, τι με αφορά».
Και αφού περάσει το πένθος, η ανθρώπινη ύπαρξη θα επανέρχεται στο πατρικό σπίτι ξυπόλυτη με τη Σοφία των πελμάτων, για να ξαναζήσει στιγμές με τους αγαπημένους που έφυγαν.
Σ’ αυτό το μαγευτικό σύμπαν, με τους ζωντανούς και τους πεθαμένους να συμβιώνουν, σε αρμονία με τη φύση και με βαθιά σκέψη για την ανθρώπινη κατάσταση, η ποιήτρια θα κλείσει με σπόρους αυτογνωσίας. Για τις ρίζες της ζωής και τις απαρχές της ίδιας της ποιητικής έμπνευσης. Θα ανακεφαλαιώσει με εικόνες της Ελληνικής υπαίθρου, θα μας ταξιδέψει σε
«Υγρά λιβάδια της νοτιάς που
απλώνονταν ανάσκελα στον ήλιο»
Θα αναρωτηθεί για την ουσία της ύπαρξης, αγγίζοντας αγωνίες συλλογικές σχετικά με τον ρόλο μας σ’ αυτόν τον κόσμο, καθώς και τον ρόλο της τέχνης που δίνει προσανατολισμό μέσα στη θολούρα της ζωής κι ανοίγει δρόμο προς το φως. Οι τίτλοι τέλους θα πέσουν με τους στίχους:
«Μάλλον
θα ΄μαι ηλίανθος.
Στρέφω μόνο στον ήλιο»
με το Σκυλί δεμένο και με τους δρόμους της ποίησης ανοιχτούς.