Το Λευκό Τοπίο της Ευσταθίας Δήμου (Εκδ. Ενύπνιο, 2024), περιέχει τριάντα δύο στιγμιοτυπικές διηγήσεις που, σύμφωνα με το οπισθόφυλλο, «επιχειρούν να μείνουν στην όψη των πραγμάτων για να ανακαλύψουν εκεί την άλλη, ανατρεπτική τους αλήθεια».
Στο επίκεντρο είναι η σχέση με τον εαυτό και με τους άλλους. Η συγγραφέας στο πολύ καλαίσθητο συμπυκνωμένο βιβλίο, εξερευνά με την παιχνιδιάρικη πένα της πτυχές ανθρώπινες, στον καμβά της ζωής. Οι αφηγήσεις είναι τοποθετημένες σε χρόνο και τόπο ακαθόριστο. Συνολικά δημιουργούν ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, γεμίζοντας τον νου και τις αισθήσεις με εικόνες που σε καλούν να τις ερμηνεύσεις, να τις ξαναδιαβάσεις για να τις κρατήσεις στη μνήμη, ή να τις αφήσεις να αιωρούνται μπροστά σου σαν μαριονέτες που χορεύουν σε ρυθμούς συμπαντικούς.
Οι ιστορίες, γραμμένες σε απλή γλώσσα, έχουν παραβολικό χαρακτήρα και στο φόντο υπάρχει διάχυτη η ειρωνεία. Όταν για παράδειγμα, δύο συγγραφείς συζητούν και ο πιο διάσημος παινεύεται για το μοναδικό, αναγνωρίσιμο ύφος, ο άλλος τον ρωτάει «και πώς αντέχεις όταν η γλώσσα σου σε προδίδει;». Οι πρωταγωνιστές, είτε άνθρωποι, είτε έννοιες, είναι σε διαρκή διάλογο, ενώ οι αναγνώστες-κοινωνοί των συνομιλιών τους, οδηγούμαστε σε συνθήκες ανοικείωσης. Στο τέλος κάθε ιστορίας, μένουμε με ένα ξάφνιασμα που μας προσκαλεί να σκεφτούμε δικές μας αντίστοιχες καταστάσεις, με το οξύμωρο να μας χαμογελάει μέσα στο πολύχρωμο λιβάδι της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα τέτοιο κορυφαίο σημείο, είναι στην σελίδα 7, στην ιστορία με τον διανοούμενο, που συνομιλεί με την αφόρητη σκέψη του. Καθώς χωρίζουν, η σκέψη «μαζεύει το κουράγιο της κι όπως του τείνει το χέρι, αντί γι’ αποχαιρετισμό, του λέει ‘Να με σκέφτεσαι’».
Θέματα που απασχολούν την Ευσταθία Δήμου είναι η γραφή, η ποίηση, η δημιουργία, οι πνευματικές διεργασίες, ο έρωτας, η φθορά του σώματος, η ελευθερία, η αγνότητα και η διαφθορά, τα υλικά της συμβίωσης των ανθρώπων. Το ζητούμενο είναι οι βαθιές, μυστικές συνδέσεις μας, όπως περιγράφονται στο κείμενο για τους πραγματικούς έρωτες, που «…εκτυλίσσονται κάτω από το χώμα. Εκεί όπου οι ρίζες δένονται σφιχτά, παθιασμένα, ηδονικά». Η συγγραφέας με ποιητική γλώσσα, στη συγκεκριμένη ιστορία, κλείνοντας, με μία φράση-κλειδί, θα αποκαλέσει τις βαθιές σχέσεις των ανθρώπων ως «Ανήκουστα συμπλέγματα και τολμηρά που κανένας δεν μπόρεσε, ποτέ, να μαρτυρήσει» (σελ. 14).
Το βιβλίο διαβάζεται σε πολλαπλά επίπεδα. Οι αναγνώστες μπορούν να αναζητήσουν φιλοσοφικούς στοχασμούς από τα βάθη του χρόνου και να αναγνωρίσουν διακειμενικές αναφορές με σπουδαίους λογοτέχνες να αφηγούνται με γοητευτικό τρόπο, στήνοντας σύμβολα που εκφράζουν αρχές, προβληματισμούς, διλήμματα.
Στο Λευκό Τοπίο κάθε τι αποκτά υπόσταση και δυναμική: Οι αριθμοί, η μουσική, η υποκριτική, η έννοια του θανάτου, ο απαγορευμένος καρπός, η ρουτίνα και η επανάληψη, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες, τα δίπολα της ανθρώπινης κατάστασης, εν τέλει η ίδια η ζωή.
Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις ιστορίες της Ευσταθίας Δήμου, οδηγούμαστε στην ενσυναίσθηση και στην κάθαρση. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην συμπάσχεις, , να μη σκεφτείς, να μη νιώσεις βαθιά, να μη χαμογελάσεις, να μην πονέσεις, σαν εκείνον τον πίνακα ζωγραφικής με ένα κορίτσι που μετακινείται και αλλάζει πρόσωπο, έκφραση και στάση ανάλογα με τον τρόπο που το κοιτούν (σελ. 25).
Κλείνοντας το βιβλίο, έμεινα με μιαν αίσθηση αμφιθυμίας, μάλλον κλίνοντας προς την αισιοδοξία, μέσα από το κάλεσμα της Ευσταθίας Δήμου να δώσουμε έμφαση στις μικροχαρές της εφήμερης ζωής μας. Γιατί, όπως υπογράμμισα ανάμεσα στις πολλές υπογραμμίσεις: «Είναι κάτι μικρές χαρές που περνούν σχεδόν απαρατήρητες. Κανένας δεν τις χαίρεται. Κι αυτό βαθιά τους προξενεί λύπη. Λυπούνται οι μικρές χαρές και, έτσι λυπημένες, μεγαλώνουν» (σελ.27).