Το βιβλίο της Μαρίας Αμανατίδου ‘Μy ΗERoines’ (εκδ. Νίκας, 2024) περιλαμβάνει 12 ιστορίες για 12 γυναίκες-ηρωίδες, που όπως λέει στην εισαγωγή, μπορεί να τις ξέρουμε ή να νομίζουμε ότι τις ξέρουμε. Μπορεί να συναντήσουμε τη μαμά μας, την αδερφή μας, την κολλητή μας, ή κάποιες να τις συναντήσουμε για πρώτη φορά. Όπως δηλώνει από την αρχή η συγγραφέας, είναι εκεί για να μας τις συστήσει. Μας τις συστήνει βέβαια και μέσα από τα podcasts με τον ίδιο τίτλο, αφού η Μαρία Αμανατίδου είναι και ραδιοφωνική παραγωγός.
Από την πρώτη ανάγνωση αναδεικνύονται λογοτεχνικά χαρακτηριστικά που κάνουν την ανάγνωση να κυλάει σαν νεράκι. Ξεχωρίζω το ξάφνιασμα στο τέλος των ιστοριών που αφήνει μιαν επίγευση γλυκιά ή πικρή, τους πολύ ζωντανούς χαρακτήρες, τις ωραίες περιγραφές, το παιχνίδι με την πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφηγήτρια, την ποικιλία των εκφραστικών μέσων, την εμπλοκή όλων των αισθήσεων, την ατμοσφαιρικότητα.
Οι ηρωίδες, είναι καταπιεσμένες από τα πρέπει, από τους παραδοσιακούς ρόλους, της μάνας, της συζύγου, της νοικοκυράς, με τα στερεότυπα να κινούν νήματα της ζωής τους και με τόσα άλλα.
Στο πρώτο διήγημα, με τον ευφάνταστο τίτλο «Μηκραίνεις», που βγαίνει από τη φράση της γιαγιάς «Μην κρίνεις», σταματάμε μπροστά στη σοφία και τη ζεστασιά που αναβλύζει από την αφήγηση. Η γνώμη του κόσμου αλυσοδένει, αλλά η γιαγιά συμβουλεύει την εγγονή να μη γίνει κρίκος αυτής της αλυσίδας.
Ένας άλλος χαρακτήρας της επαρχίας που αντιστέκεται στο κατεστημένο, είναι η γυναίκα που αποφασίζει να ανακοινώσει στους συγγενείς στο χωριό ότι θέλει να χωρίσει, όταν το διαζύγιο θεωρείται θέμα ταμπού. Το χωριό χωρισμένο στα δύο, από τη μια οι πλούσιοι από την άλλη οι φτωχοί. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η θεία από τη φτωχή οικογένεια θα δείξει κατανόηση και θα σταθεί με ανθρωπιά δίπλα της, ενώ τα μέλη της πλούσιας οικογένειας θα δείξουν καχυποψία, αποδοκιμασία, θα χαρακτηρίσουν αρνητικά. Και οι αναγνώστες θα νιώσουμε τρυφερότητα για τους απλούς ανθρώπους του μόχθου, που κρατάνε ζωντανή την κοινωνία της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης.
Ο χώρος θα διευρυνθεί και θα περάσουμε στη μεγάλη πόλη, στην σημερινή εποχή όπου οι ηρωίδες θα είναι καθημερινές γυναίκες που πάλι θα παλεύουν με τα πρέπει, όπως έχουν ριζώσει στο είναι τους. Το βιβλίο θέτει προβληματισμούς ευρύτερους, για τους αγώνες των γυναικών μέχρι σήμερα, για τα κατακτημένα δικαιώματα, για την απελευθέρωση που ίσως έχει πολύ δρόμο ακόμα.
Μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας που μας κρατάει δέσμιες της εικόνας μας, με την υποκρισία να κυριαρχεί στις σχέσεις των ανθρώπων, οι ηρωίδες του βιβλίου, φαίνεται ότι αναζητούν τις αλήθειες τους, ψάχνουν το αυθεντικό, πίσω από το παραπέτασμα της βιτρίνας, σπάζοντας τους κανόνες και αφήνοντας άναυδη την καθώς πρέπει κοινωνία.
Η ακολουθία των ιστοριών δημιουργεί έναν κυματισμό, πηγαίνοντας μπρος-πίσω, ανακαλώντας τη μνήμη που ξεδιπλώνει ιστορίες, όπως «Το κάμπινγκ ή η Πολωνέζα», όπου φαίνεται πόσο εύκολη μπορεί να είναι η ανθρώπινη επικοινωνία, να αναβλύζει γλυκύτητα και ανιδιοτέλεια ξεπερνώντας το πρόβλημα της γλώσσας. Δεν χρειάζονται πολλά για την ανθρώπινη επαφή, μόνο να είμαστε ανοιχτοί, μας λέει η συγγραφέας, δίνοντας φωνή σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας.
Όλες αυτές οι γυναίκες μπορεί να βρίσκονται στο χωριό, στη μεγάλη πόλη, σε μια παραλία, στον κήπο μιας μεγάλης βίλας, ή σ’ έναν τσιγγάνικο καταυλισμό. Άσχετα όμως από το πού βρίσκονται, φαίνεται να έχουν τις ίδιες αξίες, της ελευθερίας, της τρυφερότητας, της γνησιότητας. Και από την άλλη πλευρά, όλες είναι σε μια πορεία αυτογνωσίας. Ξέρουν τι θέλουν, έχουν κάνει βήματα και συνεχίζουν, αντιμετωπίζοντας τις αντιξοότητες.
Ο καμβάς των αφηγήσεων λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά με εμάς που διαβάζουμε να κάνουμε τις προβολές μας, να ερχόμαστε αντιμέτωπες με δικά μας διλήμματα, αναστολές και δικούς μας φράχτες.
Αυτή η ανάγκη για απελευθέρωση από τα προσωπικά μας δεσμά, περνάει σαν θαλασσινό αεράκι μέσα στο βιβλίο, σε κάποιες αφηγήσεις και κυριολεκτικά, με καλοκαιρινές εικόνες σε παραλίες. Σε μια παραλία στις Κυκλάδες, η συγγραφέας παρατηρεί μια γυναίκα που κολυμπάει για πολλή ώρα στη θάλασσα και όταν βγαίνει, υψώνεται σαν σύμβολο της ελευθερίας. Καθώς η αφηγήτρια αναρωτιέται ποια μπορεί να είναι, εμείς σκεφτόμαστε ότι η καθεμία περσόνα που αναφέρει στις εικασίες της, θα μπορούσε να ήταν και μία νέα ηρωίδα σε άλλα αφηγήματα, πολύπλοκη και μοναδική:
«Ποια ήταν άραγε αυτή η γυναίκα; Ήταν κατάσκοπος των Ισραηλινών που το έσκασε και κρύβεται στα Ελληνικά νησιά; Ήταν λεσβία που χώρισε επιτέλους με την από εικοσαετίας σύντροφό της; Ήταν εφοριακός; Κομμώτρια. Αστυνομικός. Προπονήτρια πάλης στο πρώην ανατολικό μπλοκ. Νοσοκόμα. Νοικοκυρά. Ιδιαιτέρα γραμματεύς. Μπαργούμαν στο Βερολίνο. Μαία. Ακτιβίστρια για το κλίμα, που σκαρφάλωνε στα πλοία και στα φουγάρα των εργοστασίων. Κατασκηνώτρια. Μοδίστρα σε εργοστάσιο της Boss. Χειρίστρια μπουλντόζας. Η γυναίκα ήρθε κι έκατσε δίπλα μας ανάβοντας τσιγάρο. Έβλεπα το στήθος της γυμνό ν’ ανεβοκατεβαίνει σε κάθε τζούρα. Δεν ξέρω ποια ήταν και δεν με ένοιαζε πια. Ήταν η πιο ελεύθερη γυναίκα που έχω δει στη ζωή μου! Και χάρηκα που στεκόμουν δίπλα της» (σελ. 45)
Κάποια αφηγήματα είναι βιωματικά, με έντονο το στοιχείο της προσωπικής συγκίνησης από τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια, που η ίδια η συγγραφέας αναπολεί, φέρνοντας εικόνες των προσωπικών της επαναστάσεων.
Ωστόσο οι Κραυγές ελευθερίας βρίσκονται παντού, από τις ίδιες τις πρωταγωνίστριες, είτε με δυνατή φωνή, είτε ψιθυριστά, είτε πίσω από σφιγμένα δόντια και κλειστά στόματα, όπου τότε η κραυγή βγαίνει από εμάς τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες ενάντια στο άδικο.
Στο πάρτι με τα χρυσαφένια κοσμήματα, αρχικά όλα μοιάζουν ρόδινα, μέχρι να καταλάβουμε ότι ετοιμάζεται κάτι αδιανόητο, ο αρραβώνας δύο παιδιών, με την ηρωίδα να βιώνει το συμβάν σαν παιχνίδι, σαν ένα πάρτι που η ίδια δεν κατάλαβε τι ήταν στ’ αλήθεια.
Οι γυναίκες της Μαρίας Αμανατίδου έχουν συλλογικό πρόσωπο, ενώ το βιβλίο μοιάζει μ’ ανθισμένο λιβάδι που χωράει όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις κάθε αγριολούλουδου. Ανάμεσά τους, ένα αγόρι που ανακαλύπτει ότι είναι κορίτσι και καταφέρνει να μιλήσει ανοιχτά στους συντηρητικούς γονείς. Και μια μάνα που στέκεται δίπλα στο άρρωστο παιδί της ενώ ο άντρας της την εγκαταλείπει σ’ αυτήν την περιπέτεια και ύστερα ξαναγυρνάει μόλις όλα έχουν περάσει. Μια άλλη μάνα παιδιού στο φάσμα του αυτισμού, αλλά και η Μαιρούλα που παντρεύεται έναν πλούσιο που την κακοποιεί.
Ο κοινός παρονομαστής στη λύση των ιστοριών, είναι ότι όλα βρίσκουν τον δρόμο τους, ίσως χρειάζονται λίγο χρόνο, αλλά στο τέλος η ζωή κυριαρχεί.