You are currently viewing Γεωργία Μακρογιώργου:  Το χιόνι των Αγράφων του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, Κίχλη. 2021

Γεωργία Μακρογιώργου:  Το χιόνι των Αγράφων του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, Κίχλη. 2021

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, στο βιβλίο του «Το χιόνι των Αγράφων» (εκδ. Κίχλη, 2021), χτίζει λογοτεχνικά μια πολύπλευρη έρευνα του τραύματος του εμφυλίου, με βαθιά ενσυναίσθηση. Το βιβλίο αποτελείται από έξι ιστορίες-αφηγήσεις.

Θα επιχειρήσω μια προσέγγιση της πρώτης ιστορίας, με τίτλο «Οι ασύρματοι»,  μιας και αντανακλά από τη μια το εξαίρετο λογοτεχνικό σύμπαν του Χατζημωϋσιάδη και από την άλλη τα ερωτήματα που τίθενται στο σύνολο του έργου.

Κεντρικός ήρωας στην εν λόγω ιστορία, είναι ο δεκαεξάχρονος Κυριάκος που γράφεται στους αντάρτες μαζί με τον σκύλο του Άρη. Στόχος του, να βρει το δίκιο του πατέρα του που τον σκότωσαν οι Σούρληδες, οι «εχθροί της πατρίδας».

Η γραφή του Χατζημωυσιάδη σεναριακή, λιτή και καθαρή, μας βάζει στη θέση του κινηματογραφιστή, που παρακολουθεί μέσα από την κάμερα στην περιοχή της Βράχας, τη ζωή των ανταρτών μέσα στις κακουχίες, ενώ κάπου ανάμεσα, προβάλλουν όνειρα από τα περασμένα χρόνια, τότε που ζούσε ο πατέρας, με την εικόνα της Αμαλίας, της προβατίνας που την ετοιμάζουν για σφαγή το Πάσχα. Η εικόνα αυτή, της Αμαλίας, που το μαλλί της είναι εναρμονισμένο με το χιόνι που θ’ αρχίσει να πέφτει, στήνεται σαν σύμβολο για να δηλώσει το κρύο της ψυχής, τα γκρεμισμένα όνειρα, τη σφαγή των αθώων ανεξάρτητα από ποια πλευρά κοιτάς, καθώς και το τέλος του ήρωα.

Το παρελθόν μπλέκεται με το παρόν, μέσα από όνειρα και συνειρμούς και μαθαίνουμε ότι ο αρχηγός είχε σωθεί από την οικογένεια του δεκαεξάχρονου Κυριάκου, πράγμα που δεν το αναφέρει ο ίδιος στην πρώτη επαφή του με το Γούσια, γιατί θέλει να τον σεβαστούν για την αξία του. Ο ήρωάς μας, βαθιά ιδεολόγος, σε σημείο αφέλειας, φαντάζεται ότι όλα μέσα εκεί θα είναι ιδανικά, μιας και όλοι μαζί θα αγωνίζονται για το δίκιο, αλλά η αποδόμηση έρχεται γρήγορα, αποκαλύπτοντας τη βία, την καχυποψία, την ανισότητα, την έλλειψη αποδοχής της διαφορετικότητας, την σπιουνιά. Ο Γούσιας ζει πλουσιοπάροχα, τρώει κρέας και ανθότυρο και πίνει κρασί, ενώ οι απλοί αντάρτες υποσιτίζονται.

Μια τραγωδία εκτυλίσσεται μέσα από τη λυρική και ταυτόχρονα κοφτή αφήγηση που εμπλέκει βαθιά τον αναγνώστη, στηριγμένη σε αντιθέσεις. Η όμορφη βοηθός του αρχηγού Γούσια με την πλεξούδα που θυμίζει την πλεξούδα της μητέρας, στέκεται στον αντίποδα του εκπροσώπου της εξουσίας, ωστόσο φαίνεται ανίσχυρη ώστε να αποτρέψει το κακό που πλησιάζει.

Ο δεκαεξάχρονος Κυριάκος, παίρνει το πόστο της φύλαξης των κοιτώνων και η εξέλιξή του στο στρατόπεδο πάει από το κακό στο χειρότερο. Από την πρώτη αποτυχία που δεν ξυπνάει εγκαίρως τους αντάρτες, έως το συμβάν με τους δύο άντρες που ερωτοτροπούν και θα έπρεπε να τους αναφέρει, αλλά δεν το κάνει.

Ο συγγραφέας αλλάζει εστίαση στη διάρκεια της αφήγησης, μπαινοβγαίνοντας στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, εκθέτοντας και τις προσωπικές του σκέψεις και πεποιθήσεις. Για παράδειγμα, στο παραπάνω συμβάν με τους δύο άντρες, που θα αποδειχτεί μοιραίο για να κλονιστεί η εμπιστοσύνη του αρχηγού, ο αφηγητής αναφέρει ότι: «Μερικά πράγματα είναι καλύτερα να μένουνε κρυφά, το’ ξερε καλά απ’ το χωριό του. Τα πιο ένοχα μυστικά σε ρουμάνια, βουνοκορφές κι απόμερα φαράγγια αγκομαχούσαν. Εκεί ήταν μόνο η θέση τους, όχι στα μάτια, στα αυτιά, στα στόματα των άλλων».

Οι βεβαιότητες κλονίζονται σιγά σιγά στα μάτια και στην ψυχή του ήρωα παράλληλα με τη ραγδαία κλιμάκωση της πλοκής. Κορυφαία στιγμή, η εμφάνιση του μικρού αδερφού του στο στρατόπεδο, που τον πήραν κι αυτόν, ενώ ήταν ο μόνος που θα έπρεπε να μείνει πίσω, να βοηθήσει τη μάνα με τα δυο μικρά στο χωριό.

Ο αρχηγός Γούσιας, εκπροσωπώντας το σιχαμερό πρόσωπο της εξουσίας, εμφανίζεται σκληρός, καχύποπτος, χωρίς ίχνος ευαισθησίας μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Όταν ο ήρωάς μας του θυμίζει ότι η οικογένειά του κάποτε του έσωσε τη ζωή, αυτός εξακολουθεί να τρώει, μη δίνοντας καμία σημασία. Μία εικόνα χίλιες λέξεις και η εικόνα του Γούσια να καρφώνει με το πιρούνι το ψητό κρέας, να το φέρνει στο στόμα, να αφήνει το πιρούνι, να πιάνει το κρασί, να ξαναπαίρνει το πιρούνι, χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια από το πιάτο, ενώ ακούει την πονεμένη ιστορία του Κυριάκου, τον κάνει στα μάτια του αναγνώστη μισητό.

Η εξέλιξη δραματική, με τον κεντρικό ήρωα να φυγαδεύει τον αδερφό και στη συνέχεια να κατηγορείται για προδοσία. Το κατηγορητήριο, από το οποίο πήρε το όνομά του το διήγημα, στήνεται στο πι και φι  πάνω σε ψευδή στοιχεία.

Οδεύοντας προς το τέλος, ξεχωρίζει η εικόνα της μάνας παρέα με τα ματαιωμένα όνειρα, με όλα ακίνητα, σταματημένα, να θυμίζουν πλάνα από την ταινία «Ψυχή Βαθιά» του Βούλγαρη κι ένα αναπάντητο ερώτημα να υψώνεται μέσα στο κρύο, σαν τίτλος τέλους: «Ποιος πατέρα, θα το βρει τώρα το δικό σου δίκιο;», με το Ποιος να επαναλαμβάνεται τρεις φορές κι εμάς τους αναγνώστες να νιώθουμε τον ήχο από τις σφαίρες μέσα μας.

 

Γεωργία Μακρογιώργου

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.