Το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του Βαγγέλη Τασιόπουλου μετά από μια σειρά ποιητικών συλλογών και βιβλίων για παιδιά, έχει τον αινιγματικό τίτλο «Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα» και κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2024 από τις εκδόσεις ΑΩ. Περιλαμβάνει 13 ιστορίες-αφηγήσεις με έντονο το ποιητικό στοιχείο και με τη μνήμη να στήνει ένα σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται συμβάντα ανθρώπινης αλληλεπίδρασης που εμπλέκουν τον αναγνώστη σε πολλαπλά επίπεδα.
Εστιάζοντας αρχικά στον τίτλο, περιμένεις ότι οι ήρωες των ιστοριών θα είναι πρόσωπα που βιοπορίζονται από τον έρωτα με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Ωστόσο, προχωρώντας την ανάγνωση, αντιλαμβάνεσαι ότι ο τίτλος είναι αλληγορικός, υπογραμμίζοντας την ζωτική σημασία του έρωτα στη ζωή μας. Στο βιβλίο αυτό ο έρωτας αποτελεί την κινητήρια δύναμη τόσο της ζωής, όσο και της μυθοπλασίας, μιας και η δράση των χαρακτήρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτόν.
Η πρώτη ιστορία που είναι και η πιο εκτενής, με τίτλο Ο Ελεγκτής, διαδραματίζεται στην περίοδο της Χούντας, αναπολεί τα νεανικά χρόνια και παράλληλα με τον κεντρικό μύθο, καλούμαστε να διαβάσουμε ξανά, εμβαθύνοντας σε διαφορετικά σημεία κάθε φορά. Κι όσο εμβαθύνουμε, μας έρχεται στο μυαλό η ρήση του Γιάννη Ρίτσου, που λέει ότι ο καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στον θάνατο.
Από την αρχή διαφαίνεται ότι ο Βαγγέλης Τασιόπουλος θέλει να μιλήσει για διάφορες εκφάνσεις του έρωτα με την από ψυχής αφήγησή του. Να μιλήσει για τα όνειρα, το πάθος για ελευθερία, για απόδραση, ή για την πάλη ενάντια στη φθορά που φέρνει ο χρόνος. Μόνο που δεν μπορεί να ξεφύγει-και καλώς κάνει- από την συμπύκνωση του ποιητικού λόγου:
«Τότε ήταν που σπάραζαν τα τρένα στο σταθμό γι’ αυτούς που παίρνουν κι εκείνους που αφήνουν. Υποτελή σε διαθέσεις, όνειρα κι επιθυμίες κυλούσαν ασυνόδευτα στις ράγες. Χάνονταν στον διαρκή κάμπο ή αντίθετα κινούσαν για τις λιλιπούτειες γαλαρίες» (σελ. 10).
Και παράλληλα με τη συμπύκνωση, στο πλαίσιο του ποιητικού λόγου έρχονται να προστεθούν εικόνες γοητευτικές, δεμένες με τον ψυχισμό των χαρακτήρων, που υψώνουν σύμβολα, παίζουν με τις αισθήσεις και μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό:
«Εκεί έβρισκα παρηγοριά, στον εξουθενωμένο πλάτανο που επέμενε να αυγατίζει τα κλαδιά του παρ’ όλες τις προσπάθειες των συρμών να του επιβάλλουν όρια. Ο γκιώνης είχε πάρει θέση στην εξέδρα κι ετοιμαζόταν για τη βραδινή παράσταση. Δυο κάργιες διέκοψαν βίαια τη συνομιλία τους κι ακολούθησαν διαφορετικές πορείες» (σελ. 20-21).
Η φωτιά, αναπόσπαστο συστατικό του έρωτα, αποτελεί λειτουργικό στοιχείο των ιστοριών. Καθώς διαβάζουμε, την αισθανόμαστε να σιγοκαίει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, να αναζωπυρώνεται, να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Οι χαρακτήρες του Τασιόπουλου καίγονται από έρωτα, ή αναμοχλεύουν στάχτες που φέρνει ο άνεμος της μνήμης από παλιές πυρκαγιές. Έχουν χάσει ευκαιρίες, ζουν σε ερείπια, μ’ ένα κενό δυσαναπλήρωτο να συνοδεύει τη μοναχική ζωή τους:
« Καιγόμουν. Επισκέπτης στην ξένη γη. Χωρίς φωνή, ασήμαντη φιγούρα στην πυρά» (σελ. 44).
Παράλληλα, τα αντικείμενα δεμένα με τις ζωές των χαρακτήρων, ζωντανεύουν και συμπάσχουν:
«Ο αγαπημένος του καναπές, που είχε γνωρίσει τις ακολασίες του βίου του, δέχτηκε με ανακούφιση το γνωστό σώμα. Τον αγκάλιασε στοργικά προσφέροντάς του ό,τι χρειαζόταν για την πρόσκαιρη ερωτική μελαγχολία» (σελ. 51).
Άλλες φορές πάλι, εμφανίζονται σαν από μηχανής θεοί για να αποκαλύψουν τη βαθύτερη αλήθεια, την τρυφερή, χωρίς φανταχτερά περιτυλίγματα και να ανοίξουν νέες προοπτικές. Όπως συμβαίνει με ένα ζευγάρι πράσινες γόβες:
«Καιρός να φεύγω, σκέφτηκε. Λίγο μακρύτερα στην παιδική χαρά ένα κοριτσάκι γέμιζε και άδειαζε με άμμο δυο πράσινες γόβες κι η μητέρα της χαιρόταν με τη χαρά της. ‘Θέμης’, της συστήθηκε. ‘Τα λέμε’, συμπλήρωσε εκείνη» (σελ. 94).
Τελικά τι προτάσσει ο Βαγγέλης Τασιόπουλος ως πεζογράφος; Τους χαρακτήρες ή την πλοκή; Φυσικά η έμφαση δίνεται στα ψυχογραφήματα των χαρακτήρων και στις συνδέσεις τους, αλλά πολλές φορές οι εξελίξεις που φέρνει η ίδια η ζωή είναι τόσο ραγδαίες και απρόβλεπτες, που η πλοκή ξεπερνάει κάθε φαντασία. Η ιστορία με τίτλο Λήθη, τελειώνει με απίστευτες ανατροπές, που κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον υπενθυμίζοντάς μας πόσο αβέβαιη είναι η ζωή μας.
Μια άλλη αξία που εντοπίζουμε στις ιστορίες, είναι η συμπερίληψη. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι μετανάστες και τα άτομα με αναπηρία που εκθέτουν με τον δικό τους, προσωπικό τρόπο τη σκέψη τους και μας κάνουν κοινωνούς των ονείρων τους:
«Ήθελα να περάσω το πυρακτωμένο συρματόπλεγμα με το ταπεινό μου αμαξίδιο και να βρεθώ στην απέναντι όχθη με τα οπωροφόρα δέντρα, τα γεράνια και τα γιασεμιά στις αυλές των σπιτιών» (σελ. 57).
Αν ήταν να ξεχωρίσω το πιο αντιπροσωπευτικό αφήγημα που κουβαλάει το ειδικό βάρος του βιβλίου, θα επέλεγα Το άρωμα (σελ. 62-66), με πρωταγωνιστή έναν μοναχικό μεσήλικα που πηγαίνει για τρέξιμο πριν τη δουλειά και παρατηρεί πρόσωπα της γειτονιάς, κυρίως μετανάστες, για τα οποία δημιουργεί τα δικά του αφηγήματα, που ωστόσο απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Και ενώ βλέπει τις αρχικές του υποθέσεις να γκρεμίζονται, μένει ένα άρωμα εγκατεστημένο στους οσφρητικούς του κάλυκες από την αρχή της ιστορίας μέχρι το τέλος, παρέα με τη μοναξιά να καίει σαν κεράκι αναμμένο στην τούρτα των γενεθλίων του.
Οι τελευταίες ιστορίες της συλλογής είναι πολύ πιο σύντομες και μοιάζουν με πολύτιμους λίθους που ανακαλύπτουμε αναμοχλεύοντας στάχτες ζωής. Ένας πρωτοετής φοιτητής ιατρικής δίνοντας πρώτες βοήθειες, θα πυροδοτήσει τον έρωτα που θα μοιάζει σαν «ένα πουκάμισο λευκό που κρύβει τους λεκέδες» κι ύστερα ο έρωτας θα μυρίσει μπαρούτι και επανάσταση, φέρνοντας στο νου εικόνες φλογερών αγωνιστών και αγωνιστριών που μας ενέπνεαν τα χρόνια που πιστεύαμε ότι θ’ αλλάξουμε τον κόσμο.
Σιγά σιγά, με τη νοσταλγία για τη χαμένη αγωνιστικότητα των νεανικών χρόνων και με την εικόνα του τρένου να επανέρχεται, ο Βαγγέλης Τασιόπουλος φαίνεται ότι στο τέλος θέλει να κλείσει παρενθέσεις, να επουλώσει τραύματα, να συμφιλιωθεί με μια πραγματικότητα που τον πονάει, με έρωτες μέσα από συμβάσεις και σκοτεινές πλευρές. Θα κλείσει γράφοντας:
«Η αμοιβαία χαρά δημιούργησε παρέα. Η τάξη αποκαταστάθηκε αν και η σκοτεινή πλευρά δεν φωτίστηκε για ευνόητους λόγους. Ο έρωτας θα ζούσε μέσα από συμβάσεις, λειψός και μοιρασμένος με τίμημα τη σιωπή» (σελ. 100).