You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη. ΑΚΡΟΘΙΓΗΣ

Γεωργία Παπαδάκη. ΑΚΡΟΘΙΓΗΣ

 

Το επίθετο ἀκροθιγής που μου έδωσε την αφορμή για τη συγγραφή τού παρόντος άρθρου φυλάσσεται και αυτό ⸺ μαζί με το ουσιαστικό που προσδιορίζει στο παρακάτω επίγραμμα ⸺  στο θησαυροφυλάκιο που διατηρώ μέσα μου με εκείνες τις αρχαίες λέξεις οι οποίες με έχουν σαγηνεύσει με το κάλλος τους, χάρη στον ήχο ή το νόημά τους, λέξεις αποκληθείσες «αγάλματα της γλώσσας». Το επίθετο αυτό απαντά μία και μόνη φορά σε ένα από τα πιο δυνατά, κατά τη γνώμη μου, ερωτικά δημιουργήματα της αρχαίας ποιητικής τέχνης, σε ένα καβαφικό επίγραμμα του Μελέαγρου1 από τα Γάδαρα της Συρίας-Παλαιστίνης.

Ἀκροθιγής-ές: λέξη σύνθετη, σχηματισμένη από το επίθετο ἄκρος  και το ρήμα θιγγάνω= αγγίζω.

Και ας δούμε πρώτα το επίθετο ἄκρος-α-ον (→άκρη), που σημαίνει τον ευρισκόμενο στο απώτατο σημείο κατά μήκος, τον ακρινό, ή καθ’ ύψος, τον πιο ψηλό. Παράγωγά του: ἀκρότης, ἀκρο-βατέω-ῶ (← ἄκρος + ρίζα βα/βη του βαίνω )= περπατώ στις άκρες των ποδιών, ἀκρό-πολις, ἀκρο-βολίζομαι (← ἄκρος + –βόλος ← βάλλω= ρίχνω)= μάχομαι εξ αποστάσεως, ἀκρο-βολιστής, ἀκραῖος, ἀκροάομαι-ῶμαι (← φράση ἄκρον οὖς, οπότε η αρχική σημασία ήταν «τεντώνω το αυτί για να ακούσω» και στη συνέχεια «ακούω προσεκτικά»), ἀκρόασις, ἀκροατής, ἀκρόαμα, ἀκρο-ποδητί =περπάτημα στα νύχια των ποδιών, αθόρυβα, ἀκρό-πρῳρον = το άκρο τής πλώρης πλοίου, ἀκρο-στιχίς-ίδος, ἀκρο-τελεύτιον, ἀκρω-τήριον, ἀκρω-τηριάζω, ακρο-βάτης, ακρο-γωνιαίος, ακροατήριο κ. ά.

Ο Ξενοφών στην Κύρου Παιδείαν, στηλιτεύοντας την τρυφηλότητα των Περσών μετά την εποχή τού Κύρου ⸺ θέμα για το οποίο έχουμε πρόσφατα μιλήσει ⸺  παρατηρεί πως όλα άλλαξαν προς το χειρότερο ακόμη και σε ό,τι αφορά στον πόλεμο και επιχειρηματολογεί (Η, VIII 22):

         Καὶ γὰρ δὴ ὁ Κῦρος τοῦ μὲν ἀκροβολίζεσθαι ἀποπαύσας, θωρακίσας δὲ

         καὶ αὐτοὺς καὶ ἵππους καὶ ἓν παλτὸν ἑκάστῳ δοὺς εἰς χεῖρα ὁμόθεν τὴν

         μάχην ἐποιεῖτο· νῦν δὲ οὔτε ἀκροβολίζονται ἔτι οὔτ’ εἰς χεῖρας συνιόντες

         μάχονται.

 

Καθόσον μάλιστα, ως γνωστόν, και ο Κύρος, αφού κατάργησε τον

ακροβολισμό, περιέβαλε δε με θώρακα και αυτούς και τα άλογα, και έδωσε

στο  χέρι τού καθενός ένα ακόντιο, έκανε να γίνεται η μάχη εκ του πλησίον·

τώρα όμως ούτε από μακριά πια πολεμούν ούτε μάχονται συγκρουόμενοι

εκ του συστάδην.

 

Και από τον Ξενοφώντα περνάμε στον Λουκιανό και στον Νεκρικό Διάλογό του τον επιγραφόμενο Διογένους καὶ Ἀντισθένους καὶ Κράτητος. Οι τρεις Κυνικοί φιλόσοφοι παρουσιάζονται με το καυστικό χιούμορ του Λουκιανού να αφηγούνται τι είδαν καθώς κατέβαιναν στον Κάτω Κόσμο, και ο Κράτης ιστορεί ότι μαζί του ανάμεσα στους άλλους ήταν και ο Οροίτης από την Αρμενία, για τον οποίο λέει (27, 5):

    Ὁ δέ γε Ὀροίτης ὁ ἱππεὺς καὶ πάνυ ἁπαλός ἦν τὼ πόδε καὶ οὐδ’ ἑστάναι

    χαμαί, οὐχ ὅπως βαδίζειν ἐδύνατο· πάσχουσι δ’ αὐτὸ ἀτεχνῶς Μῆδοι πάντες,

    ἐπὰν ἀποβῶσι τῶν ἵππων· ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῶν ἀκανθῶν βαίνοντες ἀκροποδητὶ

   μόλις βαδίζουσιν.

 

Ο δε Οροίτης ο ιππέας είχε πολύ ντελικάτα πόδια και δεν μπορούσε ούτε

να σταθεί κάτω ούτε να περπατήσει. Αυτό παθαίνουν όλοι γενικώς οι Μήδοι,

όταν κατέβουν από τα άλογα· περπατούν μόλις και μετά βίας με τις μύτες

των ποδιών, σαν να βαδίζουν πάνω σε αγκάθια.

 

Ἀκρωτήριον στην αρχαία Ελληνική σήμαινε, εκτός από τη λωρίδα ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα, και κορυφή όρους, αλλά και το άκρο ενός πράγματος, λ.χ. το έμβολο πλοίου, στον δε πληθυντικό τα άκρα τού σώματος, όπως τα χέρια και τα πόδια, εξού και οι έννοιες στα αρχαία ελληνικά τού ἀκρωτηριάζω= αποκόπτω α) τα ἀκρωτήρια, τα έμβολα επί πλοίων και β) το ἀκρωτήριον, το άκρο μέλος τού σώματος.

         Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι μετά τη θριαμβευτική νίκη τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας οι ΄Ελληνες μοίρασαν τα λάφυρα και έστειλαν στους Δελφούς τα πιο εκλεκτά ⸺ η συνέχεια στο πρωτότυπο (VIII 121):

ἐκ τῶν ἐγένετο ἀνδριὰς ἔχων ἐν τῇ χειρὶ ἀκρωτήριον νεός, ἐὼν μέγαθος

δυώδεκα πηχέων. 

 

από τα οποία κατασκεύασαν ένα άγαλμα ανδρός που κρατούσε στο χέρι

το έμβολο ενός καραβιού, και είχε το άγαλμα ύψος δώδεκα πήχεις [5,5 μ.]·

 

                                                                         ΄Εμβολο τριήρους

Παραμένουμε στον Ηρόδοτο, ο οποίος διατρέχοντας την ιστορία τής Σάμου κάνει μνεία ενός περιστατικού που είχε ως αιτία το μίσος των Αιγινητών για τους Σαμίους, επειδή οι τελευταίοι είχαν κάποτε εκστρατεύσει κατά της Αίγινας. Οι Σάμιοι το 520 π. Χ. έκτισαν την Κυδωνία τής Κρήτης και έζησαν εκεί για πέντε χρόνια. Αλλά ⸺ συνεχίζει ο ιστορικός (ΙΙΙ 59):

     Ἕκτῳ δὲ ἔτεϊ Αγἰνῆται αὐτοὺς ναυμαχίῃ νικήσαντες ἠνδραποδίσαντο

      μετὰ Κρητῶν καὶ  τῶν νεῶν καπρίους ἐχουσέων τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν

     καὶ ἀνέθεσαν ἐς τὸ ἱρὸν τῆς Ἀθηναίης ἐν Αἰγίνῃ.

 

 Αλλά το έκτο έτος οι Αιγινήτες, αφού τους νίκησαν σε ναυμαχία,

τους πούλησαν ως δούλους με τη βοήθεια των Κρητών και έκοψαν

τα έμβολα από τις πλώρες των καραβιών που είχαν σχήμα κάπρου και

τα ανέθεσαν στον ναό τής Αθηνάς στην Αίγινα.2

 

Και ο Αθήναιος παραθέτει τις αναφορές τού Κλεάρχου, συγγραφέα από τους Σόλους της Κύπρου (324 ⸺ μέσα 3ου αι. π. Χ.), για τους Σκύθες, την τρυφηλότητά τους και την τόσο μεγάλη αλαζονεία τους, (ΙΒ 27d):

ὥστε πάντων τῶν ἀνθρώπων εἰς οὓς ἀφίκοιντο ἠκρωτηρίαζον τὰς ῥῖνας· 

 ώστε έκοβαν τις μύτες των ανθρώπων στη χώρα των οποίων έφθαναν·

 

Το ουσιαστικό ἀκροτελεύτιον δήλωνε, όπως και σήμερα, το τέλος, το άκρο ενός πράγματος, ιδίως στίχου ή ποιήματος. Με την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Περικλής έπεισε όλον τον πληθυσμό τής υπαίθρου να ζητήσει προστασία μέσα στην πόλη τής Αθήνας και στα μακρά τείχη της. Η εισροή μέσα στην πόλη των προσφύγων λύθηκε με τη χρησιμοποίηση ακόμη και των ιερών και των ηρώων πλην της Ακρόπολης. Ακόμη και το Πελαργικόν,3 χώρος ιερός κάτω από την Ακρόπολη, για το οποίο υπήρχε απαγορευτικός χρησμός, χρησιμοποιήθηκε για τις στεγαστικές ανάγκες. Και νά τι ακριβώς γράφει επ’ αυτού ο Θουκυδίδης (Β 17):

    Τό τε Πελαργικὸν καλούμενον τὸ ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν, ὃ καὶ ἐπάρατόν τε ἦν

    μὴ οἰκεῖν καί τι καὶ Πυθικοῦ μαντείου ἀκροτελεύτιον τοιόνδε διεκώλυε, λέγον

    ὡς “τὸ Πελαργικὸν ἀργὸν ἄμεινον”, ὅμως ὑπὸ τῆς παραχρῆμα ἀνάγκης 

   ἐξῳκήθη.

 

Ακόμη και το καλούμενο Πελαργικό κάτω από την ακρόπολη, για το οποίο

υπήρχε και κατάρα να μην κατοικηθεί, και επίσης ο τελευταίος στίχος

κάποιου χρησμού τού Πυθικού μαντείου αυτό το απαγόρευε λέγοντας ότι

« το Πελαργικό είναι καλύτερα να μένει αχρησιμοποίητο», ένεκα της

ανάγκης βιαστικά κατοικήθηκε.

 

Το επίθετο ἄκρος-α-ον απέκτησε και τη σημασία τού «υπερβολικός, απόλυτος», σημασία που έχει περάσει και στη νέα Ελληνική. Για παράδειγμα, πάλι στον Αθήναιο διαβάζουμε περί νηστείας ἄκρας, υπερβολικής.

΄Οσο για την αρχαία φράση ἄκρον ἄωτον, που στις μέρες μας σημαίνει το ανώτατο σημείο, το αποκορύφωμα μιας αρνητικής συνήθως κατάστασης, ξεκίνησε αρχικά με τη χρήση στον ΄Ομηρο μόνο της δυσετυμολόγητης λέξης ἄωτον να δηλώνει το λεπτότατο μαλλί, το λινάρι κ. ά. Αργότερα, και κυρίως στον Πίνδαρο, απαντά με την έννοια του ωραιότερου, του επίλεκτου μέρους κάποιου πράγματος και συνδέθηκε χάριν εμφάσεως με το ἄκρος.

        Ο Καλλίμαχος,4 ο διασημότερος ποιητής τής Ελληνιστικής εποχής, στην περίφημη στην αρχαιότητα κατακλείδα τού Ὕμνου Εἰς Ἀπόλλωνα εκθέτει μέσα από το στόμα τού θεού αλληγορικά τις γνωστές του αισθητικές απόψεις υπέρ της ολιγόστιχης και περίτεχνης ποίησης ( στ. 108-112):

         «Ἀσσυρίου ποταμοῖο μέγας ῥόος, ἀλλὰ τὰ πολλά

         λύματα γῆς καὶ πολλὸν ἐφ’ ὕδατι συρφετὸν ἕλκει.

         Δηοῖ  δ’ οὐκ ἀπὸ παντὸς ὕδωρ φορέουσι μέλισσαι,

        ἀλλ’ ἥτις καθαρή τε καὶ ἀχράαντος ἀνέρπει

        πίδακος ἐξ ἱερῆς ὀλίγη λιβάς, ἄκρον ἄωτον».

 

«Μεγάλο είναι το ρεύμα του Ασσυρίου ποταμού,

μα τις πολλές βρομιές τής γης σέρνει και συρφετό πολύ

επάνω στα νερά του. Για τη Δηώ5 δεν φέρνουνε νερό

από παντού οι μέλισσες, μα μοναχά όποια μικρή σταγόνα καθαρή

και άχραντη από κρήνη αναβλύσει ιερή, [νερό] το πιο αστραφτερό».

 

 

Και τώρα η σειρά τού ρήματος θιγγάνω, (από τον Αόριστο ἔθιγον σχηματίστηκε ο νεότερος τύπος «θίγω»)· ομόρριζά του είναι οι λέξεις: ἄ-θικτος-ον= ανέγγιχτος, εὔ-θικτος-ον= αυτός που αγγίζει καλά, με επιτυχία και μεταφορικά ο ευφυής ( η σημασία αυτού που εύκολα θίγεται, που δυσαρεστείται, είναι νεότερη),  εὐ-θιξία= ευφυΐα,  α-θίγγανος. Αθίγγανοι (→ Ατσίγγανοι → Τσιγγάνοι) ονομάστηκαν από το τέλος του 8ου αι. μ. Χ. οι χριστιανοί αιρετικοί, οι Μελχισεδεκίτες, διότι κατά μία εκδοχή δεν ήθελαν την προσέγγιση με άλλον. Εξ αυτού οι Βυζαντινοί τούς αποκαλούσαν και άθικτους.

Στον Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ του Σοφοκλή, ο Χορός που απαρτίζεται από γέροντες της Αττικής προτρέπει τον Οιδίποδα να προσφέρει θυσίες στις Ευμενίδες με τη συμβουλή (στ. 469-470):

Πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ ἀειρύτου χοὰς

κρήνης ἐνεγκοῦ, δι’ ὁσίων χειρῶν θιγών.

 

Πρώτα από κρήνη ιερή αστείρευτη προσφορά υγρή

να φέρεις που με χέρια καθαρά θα την αγγίξεις.

 

Και σε ένα άλλο σοφόκλειο δράμα, τις Τραχίνιες, η Δηιάνειρα, αφού έστειλε στον άνδρα της, τον Ηρακλή, τον δηλητηριασμένο εν αγνοία της χιτώνα, έχει άσχημα προαισθήματα πως κάτι κακό θα του συμβεί, και πως ο Κένταυρος Νέσσος την έχει εξαπατήσει. Συγκεκριμένα, ο Νέσσος περνούσε στον ποταμό Εύηνο τους ανθρώπους με πληρωμή, όταν δε περνούσε τη Δηιάνειρα, στα μισά  του ποταμού επιχείρησε να τη βιάσει. Ο Ηρακλής τότε τον σκότωσε τοξεύοντάς τον, και ο Νέσσος ξεψυχώντας συμβούλευσε τη Δηιάνειρα να μαζέψει το αίμα της πληγής του στο μέρος που τον είχε κτυπήσει το βέλος, και θα είχε ένα δυνατό ερωτικό φίλτρο για να κρατάει πάντα κοντά της τον  Ηρακλή. Όμως η ακίδα τού βέλους ήταν αυτή με την οποία ο ήρωας είχε σκοτώσει τη Λερναία ΄Υδρα και ήταν δηλητηριασμένη. Φέρνει λοιπόν η Διηάνειρα στη θύμισή της  ακριβώς τι της είχε πει ο Κένταυρος ( στ. 685-687):

              τὸ φάρμακον τοῦτ’ ἄπυρον ἀκτῖνός τ’ ἀεὶ

              θερμῆς ἄθικτον ἐν μυχοῖς σῴζειν ἐμέ,

              ἕως νιν ἀρτίχριστον ἁρμόσαιμί που.

 

 Το φίλτρο αυτό να το κρατώ κρυμμένο στου παλατιού τα βάθη

μακριά από φωτιά και πάντοτε ανέγγιχτο από ζεστή ακτίνα,

ώς τη στιγμή που αυτό κάπου νωπό το βάλω.

 

Και το άρθρο μας τελειώνει με το ομοερωτικό, βαθύτατα αισθαντικό επίγραμμα του Μελέαγρου (Π. Α. ΙΒ΄ Στράτωνος Μοῦσα Παιδική 6 68):

            Οὐκ ἐθέλω Χαρίδαμον· ὁ γὰρ καλὸς εἰς Δία λεύσσει,

                    ὡς ἤδη νέκταρ τῷ θεῷ οἰνοχοῶν·

               οὐκ ἐθέλω· τί δέ μοι τὸν ἐπουρανίων βασιλῆα

                  ἄνταθλον νίκης τῆς ἐν ἔρωτι λαβεῖν;

               ἀρκοῦμαι δ’, ἢν μοῦνον ὁ παῖς ἀνιὼν ἐς Ὄλυμπον,

                   ἐκ γῆς νίπτρα ποδῶν δάκρυα τἀμὰ λάβῃ,

               μναμόσυνον στοργῆς· γλυκὺ δ’ ὄμμασι νεῦμα δίυγρον

                  δοίη, καί τι φίλημ’ ἁρπάσαι ἀκροθιγές.

              τἄλλα δὲ πάντ’ ἐχέτω Ζεύς, ὡς θέμις· εἰ δ’ ἐθελήσοι,

                  ἦ τάχα που κἠγὼ γεύσομαι ἀμβροσίας.

 

Για τον Χαρίδημο δεν έχω βλέψεις· αφού το όμορφο τ’ αγόρι

στον Δία τις ματιές του ρίχνει, καθώς είν’ οινοχόος πλέον του θεού·

δεν έχω βλέψεις· όμως τι θα ’θελα να πάρω από τον βασιλιά

των επουράνιων θεών, τον ανταγωνιστή μου, για την ερωτική του νίκη;

Μου είναι αρκετό και μόνο, εάν τ’ αγόρι ανεβαίνοντας στον ΄Ολυμπο,

από τη γη για των ποδιών του τ’ απονίψιμο πάρει τα δάκρυά μου,

ενθύμιο της αγάπης μου· αλλά και με τα μάτια του ένα γλυκό νεύμα

υγρό να μου ’ριχνε κι ένα φιλί ανάλαφρα στα πεταχτά να κλέψει.

Όλα τα άλλα ο Δίας ας τα έχει, καταπώς είναι το ορθό· αν όμως το θελήσει,

το δίχως άλλο γρήγορα κι εγώ την αμβροσία θα γευτώ.

 

 

1)Για τον Μελέαγρο βλ. το άρθρο μας με μεταφρασμένα επιγράμματά του: https://www.periou.gr/%ce%bc%ce%b5%ce%bb%ce%b5%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%bf%cf%85-%cf%83%cf%87-1-%ce%b5%cf%80%ce%b9%ce%b3%cf%81%ce%ac%ce%bc%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%cf%86%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b7/

2)Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα και όχι της Αθηνάς.

3)Το Πελαργικόν, κατά την επικρατέστερη άποψη, ήταν ένα δεύτερο μικρό μυκηναϊκό τείχος που βρισκόταν χαμηλότερα από την κύρια οχύρωση ΒΔ του βράχου.

4)Για τον Καλλίμαχο βλ. το άρθρο μας με μεταφρασμένο απόσπασμα από τον Ὕμνον του Εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Παλλάδος: https://www.periou.gr/%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bb%ce%b9%ce%bc%ce%b1%cf%87%ce%bf%cf%85-%cf%83%cf%87-1-%cf%8d%ce%bc%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%b5%e1%bc%b0%cf%82-%cf%84%e1%bd%b0-%ce%bb%ce%bf%cf%85%cf%84%cf%81%e1%bd%b0/.

5)Προσωνυμία της Δήμητρας.

6)Η λέξη «παιδική» δεν είναι με την έννοια αυτού που αναφέρεται σε παιδιά, αλλά με την αρχαία  σημασία, την παιδεραστική.

 

 

 

 

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.