Σε προγενέστερα άρθρα έχουμε μιλήσει για δάνειες λέξεις από άλλους λαούς με τις οποίες εμπλουτίστηκε η αρχαία ελληνική γλώσσα. Με κάποιες μάλιστα ασχοληθήκαμε εκτενέστερα, όπως με τις λέξεις σατράπης, παράδεισος, παρασάγγης κ. ά.
Άλλη μία ομάδα ξένων λέξεων τις οποίες δανείστηκε και υιοθέτησε η αρχαία Ελληνική παρουσιάζουμε και στο παρόν άρθρο, τις ακόλουθες:
Ὁ λίβανος: λέξη σημιτικής προέλευσης που δηλώνει το φυτό Βοσβέλλια (Boswellia), από το οποίο παράγεται ὁ λιβανωτός, το λιβάνι, θυμίαμα χρησιμοποιούμενο στις θυσίες. Από τις εντομές οι οποίες γίνονται στον φλοιό τού φυτού εκρέει ρητίνη,1 που στερεοποιείται αμέσως και δίνει το λιβάνι. Συνεκδοχικά, δε, η λέξη σήμαινε και το λιβάνι.
Ο Ηρόδοτος εκθέτοντας τα περί Σκυθίας και Σκυθών, δίνει την πληροφορία ότι οι Σκύθες δεν πλένουν καθόλου το σώμα τους με νερό και συνεχίζει (IV,75):
αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ὕδωρ παραχέουσαι κατασώχουσι περὶ λίθον
τρηχὺν τῆς κυπαρίσσου καὶ κέδρου καὶ λιβάνου ξύλου,
οι δε γυναίκες τους χύνοντας νερό, τρίβουν πάνω σε τραχιά πέτρα
μικρά κομματάκια από ξύλο κυπαρισσιού, κέδρου και λιβάνου,
συμπληρώνοντας πως με το παχύρρευστο αυτό υλικό αλείφουν όλο τους το σώμα και το πρόσωπο.
Και ο Πίνδαρος σε ένα εγκώμιό του για τον Κορίνθιο Ξενοφώντα απευθύνεται στις εταίρες της Κορίνθου λέγοντας (Αθήναιος Δειπνοσοφιστῶν ΙΓ 574a):
πολύξεναι νεάνιδες ἀμφίπολοι
Πειθοῦς ἐν ἀφνειῷ Κορίνθῳ,
αἵ τε τὰς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη
θυμιᾶτε, […]
Κοπέλες που πολλούς ξένους δέχεστε,
θεραπαινίδες της Πειθούς στην Κόρινθο την πλούσια,
εσείς που τα ξανθά δάκρυα του ανοιχτόχρωμου λιβανιού
θυμιάζετε […]
Ἡ ὄρυζα και τὸ ὄρυζον= το ρύζι (← μεσαιων. ὀρύζιον, υποκοριστικό τού ὄρυζα ). Η λέξη είναι δάνειο από τις ινδικές γλώσσες, με τις οποίες έρχεται σε επαφή η Ελληνική μετά τις κατακτήσεις τού Μ. Αλεξάνδρου.
Ο Θεόφραστος (370-323 π. Χ.) στο Περὶ φυτῶν ἱστορίας Δ, IV10 αναφερόμενος στα φυτά της Ινδίας, γράφει:
Μάλιστα δὲ σπείρουσι τὸ καλούμενον ὄρυζον, ἐξ οὗ τὸ ἕψημα.
Προπάντων, δε, σπέρνουν το λεγόμενο ρύζι, από το οποίο φτιάχνουν τον χυλό.
Και ανάμεσα στα άλλα προσθέτει ότι, όταν ξεφλουδιστεί, μοιάζει με πλιγούρι, είναι εύπεπτο και τον περισσότερο χρόνο βρίσκεται μέσα στο νερό.
Πιθανώς ινδικό δάνειο να είναι και η λέξη τὸ πέπερι= το φυτό η πιπεριά και ο καρπός του, το πιπέρι (← μεσαιων. πιπέριν ←μεταγεν. πίπερι← πέπερι), το οποίο οι αρχαίοι θεωρούσαν πως ήταν αφροδισιακό.
Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του σημειώνει ότι (21,26):
εἰς δὲ τὸ Ι τρία μόνον, μέλι κόμμι πέπερι.
σε ι λήγουν τρία μόνο ονόματα: μέλι, κόμμι και πιπέρι.
Ὁ ζῦθος = είδος αιγυπτιακού ποτού από κριθάρι, η μπίρα (← ιταλ. birra). Aποτελούσε το αγαπημένο ποτό των αρχαίων Αιγυπτίων, και το γεγονός αυτό οδηγεί στην πιθανότητα η λέξη να είναι αιγυπτιακής προέλευσης.
Στον Διόδωρο τον Σικελιώτη (90-30 π Χ. περίπου) διαβάζουμε (1,34):
κατασκευάζουσι δὲ καὶ ἐκ τῶν κριθῶν Αἰγύπτιοι πόμα λειπόμενον
οὐ πολὺ τῆς περὶ τὸν οἶνον εὐωδίας, ὃ καλοῦσι ζῦθος.
Φτιάχνουν δε οι Αιγύπτιοι ένα ποτό από κριθάρι, που δεν υστερεί
πολύ από την ευωδία του κρασιού, το οποίο ονομάζουν ζύθο.
Και ενώ τον όρο ζῦθος τον συναντούμε σε κείμενα της ύστερης αρχαιότητας, όπως στον Διόδωρο, το ποτό ήταν πολύ παλαιότερα γνωστό, και χρησιμοποιούσαν γι’ αυτό το όνομα μέθυ ή οἶνος ή πῖνον ή βρῦτον.
Για παράδειγμα, ήδη ο Ηρόδοτος στο περί της Αιγύπτου κεφάλαιο δίνει την πληροφορία για τους Αιγύπτιους ότι (ΙΙ,77):
Οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται·
Κάνουν χρήση δε κρασιού φτιαγμένου από κριθάρι·2
Η παρουσία μπίρας έχει επιβεβαιωθεί και στην Ελλάδα την εποχή τού Χαλκού· οι Μινωίτες έπιναν μπίρα, γεγονός που εξηγείται από τις στενές επαφές τής Κρήτης με την Αίγυπτο, άρα υπήρχαν οι προϋποθέσεις για τους Μινωίτες να έχουν και αυτοί γνώση της ζυθοποιίας. Ο τρόπος παρασκευής τού ζύθου ήταν ο ακόλουθος: κοπάνιζαν το κριθάρι μέσα σε γουδιά και με την προσθήκη νερού έπλαθαν χοντρά κομμάτια τής ζύμης που είχε δημιουργηθεί και μετά την έψηναν ελαφρώς· μετά την όπτηση το μείγμα τής ζύμης το τοποθετούσαν σε ηθμωτά σκεύη (σουρωτήρια), κάτω από τα οποία τοποθετούσαν κάδους. Μάλαζαν τη ζύμη, και το υγρό που στάλαζε ήταν ο ζύθος. Είδος ζύθου παρασκευαζόταν και από τους Γαλάτες, τους Λυσιτανούς, αρχαίους κατοίκους της δυτικής Ιβηρικής χερσονήσου, κ. ά.
Κεραμικοί κάδοι από το αρχαιότερο (;) ζυθοποιείο που βρέθηκε στην Αίγυπτο και χρονολογείται το 3.οοο π. Χ.
Τὸ νίτρον ή λίτρον: επίσης αιγυπτιακή λέξη που δήλωνε κάποιο αλκάλιο ορυκτό, ανθρακική σόδα. Οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν στην ταρίχευση των νεκρών, την οποία περιγράφει λεπτομερώς ο Ηρόδοτος στο προαναφερθέν περί Αιγύπτου κεφάλαιο. Συνοπτικά επισημαίνουμε από την περιγραφή του ότι, αφού αφαιρέσουν από τον νεκρό τον εγκέφαλο και τα εντόσθια, καθαρίζουν την κοιλιά, τη γεμίζουν με σμύρνα και άλλα αρωματικά και τη ράβουν πάλι ⸺ και ο ιστορικός συνεχίζοντας συμπληρώνει (ΙΙ,86):
Ταῦτα δὲ ποιήσαντες ταριχεύουσι λίτρῳ, κρύψαντες ἡμέρας ἑβδομήκοντα·
Αφού κάνουν αυτά, ταριχεύουν [τον νεκρό] με νίτρο βυθίζοντάς τον σε αυτό εβδομήντα μέρες.
Οι ΄Ελληνες δεν γνώριζαν το σαπούνι. Για σαπούνι χρησιμοποιούσαν νίτρο ανακατεμένο με λάδι. Επίσης, από τα Ιπποκρατικά κείμενα έχουμε την πληροφορία ότι το χρησιμοποιούσαν και για τον καθαρισμό τραυμάτων, σε μία δε κωμωδία τού ΄Αλεξη ένας ερωτευμένος, για να επιδείξει τα πλούτη του στην ερωμένη του, λέει (Αθήναιος Δειπνοσοφιστών 6,230c):
τοῖς παισί τ’ εἶπα ( δύο γὰρ ἦγον οἴκοθεν)
τἀκπώματ’ εἰς τὸ φανερὸν ἐκνενιτρωμένα
θεῖναι· […]
Είπα στους δούλους μου (καθώς από το σπίτι είχα πάρει δύο)
τα κύπελλα να τα τοποθετήσουν φανερά,
έχοντας καθαριστεί με σόδα· […]
Ὁ ψιττακός ή σιττακός = λέξη ανατολικής προέλευσης, ο παπαγάλος. Ο Αρριανός στην Ινδική του3 κάνει την εξής μνεία (15):
σιττακοὺς δὲ Νέαρχος μὲν ὡς δή τι θαῦμα ἀπηγέεται ὅτι γίνονται
ἐν τῇ Ἰνδῶν γῇ, καἰ ὁποῖος ὄρνις ἐστὶν ὁ σιττακός, καὶ ὅπως φωνὴν
ἵει ἀνθρωπίνην.
Και ο Νέαρχος αναφέρει ως κάτι πράγματι παράδοξο
το ότι στη γη των Ινδών υπάρχουν παπαγάλοι και [περιγράφει]
τι πουλί είναι ο παπαγάλος και πώς βγάζει ανθρώπινη φωνή.
Ὁ βάρδος: λέξη κελτική, που λέγεται για τους ποιητές και τραγουδιστές των Κελτών. Αντλούμε πάλι από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη το παρακάτω απόσπασμα από την περιγραφή τού λαού των Κελτών-Γαλατών (Ε 31,2).
εἰσὶ δὲ παρ’ αὐτοῖς καὶ ποιηταὶ μελῶν, οὓς Βάρδους ὀνομάζουσιν.
οὗτοι δὲ μετ’ ὀργάνων ταῖς λύραις ὁμοίων ᾄδοντες οὓς μὲν ὑμνοῦσιν,
οὓς δὲ βλασφημοῦσι.
Σ’ αυτούς υπάρχουν και ποιητές λυρικοί, τους οποίους ονομάζουν
Βάρδους. Ετούτοι, τραγουδώντας με συνοδεία οργάνων που
μοιάζουν με λύρες, άλλους μεν εξυμνούν, άλλους δε κακολογούν.
Ὁ ἀρραβών: λέξη σημιτική, πιθανώς Φοινικική, που την πήραν οι ΄Ελληνες από τους Φοίνικες μέσω των εμπορικών συναλλαγών μαζί τους. Είχε τη σημασία, όπως και σήμερα, της προκαταβολής από τον αγοραστή στον πωλητή, σημασία τού κοινώς λεγόμενου καπάρου (η έννοια της μνήστευσης είναι νεότερη).
Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του αφηγείται το παρακάτω γνωστό ανέκδοτο για τον Θαλή (1259a 10):
Ὀνειδιζόντων γὰρ αὐτῷ τὴν πενίαν ὡς ἀνωφελοῦς τῆς φιλοσοφίας οὔσης,
κατανοήσαντά φασιν αὐτὸν ἐλαιῶν φορὰν ἐσομένην ἐκ τῆς ἀστρολογίας
ἔτι χειμῶνος ὄντος, εὐπορήσαντα χρημάτων ὀλίγων ἀρραβῶνας διαδοῦναι
τῶν ἐλαιουργίων τῶν τ’ ἐν Μιλήτῳ καὶ Χίῳ πάντων, ὀλίγου μισθωσάμενον
ἅτ’ οὐθενὸς ἐπιβάλλοντος·
Επειδή τον χλεύαζαν για την πενία του έχοντας τη γνώμη ότι
η φιλοσοφία είναι ανωφελής, λένε πως εκείνος τότε βάσει της
αστρολογίας προέβλεψε κατά τη διάρκεια ακόμη του χειμώνα
ότι η σοδειά στις ελιές θα ήταν μεγάλη και, αφού εξασφάλισε
λίγα χρήματα, τα κατέβαλε ως καπάρο σε όλα τα ελαιοτριβεία
της Μιλήτου και της Χίου και τα ενοικίασε αντί μικρού μισθώματος,
καθώς κανείς δεν πλειοδότησε·
Όταν ήρθε ο καιρός να βγάλουν το λάδι, παρουσιάστηκε μεγάλη ζήτηση για ελαιοτριβεία, και τότε ο Θαλής τα υπενοικίασε κερδίζοντας πολλά χρήματα. ΄Ετσι απέδειξε ότι οι φιλόσοφοι είναι εύκολο να πλουτίσουν εάν το θελήσουν.
Τελειώνουμε με τὸν μαργαρίτην: άλλη μία λέξη που είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, το μαργαριτάρι. Οι ΄Ελληνες και αυτό το γνώρισαν μέσω της εκστρατείας τού Μ. Αλεξάνδρου. Για τον μαργαρίτην έχουμε κάνει λόγο σε παλαιότερα κείμενά μας.4 Εδώ ας αφεθούμε στη μαγεία τής περιγραφής τού Παπαδιαμάντη με επίκεντρο τη Μοσχούλα στο «Ὄνειρο στὸ κῦμα»:
Τὴν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης τὸ μελιχρόν, τὸ
περιαργυροῦν ὅλην τὴν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους,
καὶ κάμνον νὰ χορεύουν φωσφορίζοντα τὰ κύματα. Εἶχε βυθισθῆ
ἅπαξ καθὼς ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τὴν κόμην της,
ἀπὸ τοὺς βοστρύχους τῆς ὁποίας ὡς ποταμὸς ἀπὸ μαργαρίτας ἔρρεε
τὸ νερόν, καὶ εἶχεν ἀναδύσει·
(Στη χαρακτηριστική εικόνα: Νικηφόρος Λύτρας ” Το λιβάνισμα”)
1)Ρητίνη λευκού χρώματος, εβραϊκά lebōnα που σημαίνει λευκός, και εξ αυτού προέρχεται το ουσιαστικό «λίβανος», αλλά και η ονομασία τού όρους τής Εγγύς Ανατολής Λίβανος= Λευκό όρος, ονομασία οφειλόμενη είτε στη λευκή απόχρωση των εξ ασβεστολίθων βουνών του είτε στις πάντα χιονοσκεπείς κορυφές του.
2)Βλ.και το απόσπασμα από την Κύρου Ἀνάβασιν του Ξενοφώντα στο άρθρο μας: https://www.periou.gr/georgia-papadaki-lynontai-ta-gonata-k-a/
3)Στην Ἰνδική, που αποτελεί τη συμπλήρωση τού κλασικού έργου τού Αρριανού Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, ο ιστορικός περιγράφει τις Ινδίες και το θαλάσσιο ταξίδι του Νέαρχου, του ναυάρχου τού Αλεξάνδρου, προς τη Βαβυλώνα. Για την ακρίβεια, ο Νέαρχος παράλληλα με την πορεία τού Αλεξάνδρου περιέπλευσε την ακτή από τις εκβολές τού Ινδού ποταμού μέχρι τον Περσικό κόλπο.
4)Βλ. τα παρακάτω άρθρα: https://www.periou.gr/%ce%b3%ce%b5%cf%89%cf%81%ce%b3%ce%af%ce%b1-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b4%ce%ac%ce%ba%ce%b7-%ce%bc%ce%b5-%ce%bd%cf%85%cf%87%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bc%ce%b5-%ce%b4%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b9/