You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη. ΚΛΕΦΤΗΣ και άλλα συναφή…ευγενή επαγγέλματα στην αρχαία Ελλάδα.

Γεωργία Παπαδάκη. ΚΛΕΦΤΗΣ και άλλα συναφή…ευγενή επαγγέλματα στην αρχαία Ελλάδα.

 

Η λέξη «κλέφτης» είναι ο μεσαιωνικός τύπος τού αρχαίου ουσιαστικού κλέπτης, το οποίο παράγεται από το ρήμα κλέπτω (ομόρριζα: κλοπή, κλοπιμαῖος, κλεψύδρα,1 κλεψιά, κλέψιμο κ. ά.).

Κλέφτες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. Το ωραιότερο, κατά τη γνώμη μου, για τους κλέφτες το έχει πει ο Διογένης, διατυπώνοντας μια μεγάλη αλήθεια με διαχρονική ισχύ ( Διογένης Λαέρτιος ΣΤ, 45):

Θεασάμενός ποτε τοὺς ἱερομνήμονας τῶν ταμιῶν τινα

φιάλην ὑφῃρημένον ἄγοντας ἔφη, «οἱ μεγάλοι κλέπται

τὸν μικρὸν ἄγουσι.» 

 

Όταν κάποτε [ο Διογένης] είδε τους άρχοντες τους επιφορτισμένους

με την επίβλεψη της περιουσίας ενός ιερού να τραβούν κάποιον διαχειριστή

των δημοσίων συμφερόντων που είχε κλέψει μία φιάλη, είπε: « Οι μεγάλοι

κλέφτες σέρνουν τον μικρό».

 

Οι κλέφτες, βέβαια, ήταν εξειδικευμένοι(!) Υπήρχαν οἱ λωποδύται, οἱ βαλλαντιοτόμοι, οἱ τοιχωρύχοι, οἱ λῃσταί, οἱ πειραταί.

   Η λέξη  λωποδύτης (← λώπη/λῶπος2= ένδυμα, ρούχο + δύω: το ρήμα, που όπως έχουμε ξαναπεί, έχει την έννοια τού βυθίζω-ομαι) κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που εισέρχεται σε ξένα ρούχα, τον κλέφτη ενδυμάτων

Στους ΄Ορνιθες του Αριστοφάνη, οι δύο Αθηναίοι, ο καπάτσος Πισθέταιρος και ο  ο Ευελπίδης, βλέπουν τα πουλιά έτοιμα να τους επιτεθούν και, για να τα ηρεμήσουν, καταφεύγουν σε κολακείες. Τα διαβεβαιώνουν ότι παλιά δεν κυβερνούσαν οι θεοί, μα ήταν τα πουλιά βασιλιάδες, και είδαμε το επιχείρημά τους το σχετικό με τον κούκο.3 Προηγουμένως, έχουν εκθειάσει τον πετεινό για την τρανή εξουσία που είχε και που ακόμη και τώρα δείγμα της είναι το γεγονός ότι, όταν λαλεί, πετιούνται πάνω όλοι για τη δουλειά τους. Και ο Ευελπίδης θυμάται ένα κάζο που έπαθε εξαιτίας του πετεινού. Με είχαν καλέσει, λέει, στα βαφτίσια ενός μωρού, κι εγώ πήγα και τα ήπια και με πήρε ο ύπνος∙ οι άλλοι  καλεσμένοι δεν είχαν φάει ακόμη, όταν λάλησε ο πετεινός ⸺ ακολουθούν οι στίχοι 496-8: 

κἀγὼ νομίσας ὄρθρον ἐχώρουν Ἁλιμουντάδε, κἄρτι προκύπτω

ἔξω τείχους καὶ λωποδύτης παίει ῥοπάλῳ με τὸ νῶτον∙

κἀγὼ πίπτω μέλλω τε βοᾶν, ὁ δ’ ἀπέβλισε θοἰμάτιόν μου. 

 

κι εγώ, νομίζοντας πως ήτανε ξημέρωμα, κίνησα για τον ΄Αλιμο

και, μόλις ξεμυτίζω από το τείχος, νά, ένας λωποδύτης με κοπανάει

με ρόπαλο στη ράχη∙ κι εγώ κάτω σωριάζομαι και πάω να βάλω

τις φωνές, και τότε κείνος τον μανδύα μου μού άρπαξε.

 

Ὁ βαλλαντιοτόμος ( ←βαλλάντιον= πουγγί +-τομος ←τέμνω4= κόβω)= «αυτός που κόβει και κλέβει το (κρεμασμένο) βαλλάντιο».

Στην Πολιτεία τού Πλάτωνα, ο Σωκράτης απευθυνόμενος προς τον Αδείμαντο, ένα από τα πρόσωπα του διαλόγου, δίνει τα χαρακτηριστικά τού ολιγαρχικού καθεστώτος και μεταξύ των άλλων αναφέρεται στη σχέση που συνδέει την ύπαρξη φτωχών και πολλών κακούργων σε μια πολιτεία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα (552d):

Δῆλον ἄρα, […] ἐν πόλει οὗ ἂν ἴδῃς πτωχούς, ὅτι εἰσί που ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ

ἀποκεκρυμμένοι κλέπται τε καὶ βαλλαντιατόμοι καὶ ἱερόσυλοι καὶ πάντων τῶν

τοιούτων κακῶν δημιουργοί. 

 

Είναι επομένως φανερό ότι στην πόλη όπου θα δεις φτωχούς, κάπου σ’ αυτόν

τον τόπο υπάρχουν κρυμμένοι και κλέφτες και πορτοφολάδες και ιερόσυλοι

και όλων των τέτοιας λογής ανόμων πράξεων δράστες.

 

 

 

Το ουσιαστικό  τοιχωρύχος (← τοῖχος + ὀρύ(ττ)σσω5= σκάβω) δηλώνει αυτόν που εισέρχεται σε ξένο σπίτι ανοίγοντας τρύπες στον τοίχο, όχι δύσκολο έργο για τον διαρρήκτη, καθώς η ανωδομή των αρχαίων σπιτιών κτιζόταν από ωμές πλίνθους.

Επιστρέφουμε στον Αριστοφάνη και σε μία άλλη κωμωδία του, τον Πλούτο.6 Όταν ο τυφλός γέροντας,  η προσωποποίηση του πλούτου, αποκαλύπτει την ταυτότητά του, ο Χρεμύλος τον παρακαλεί να δεχτεί να τον πάρει σπίτι του και υπόσχεται να του δώσει ξανά το φως του∙ όμως ο Πλούτος αρνείται, φοβούμενος τον Δία, εφόσον αυτός ήταν που τον τύφλωσε. Ο Χρεμύλος με τη βοήθεια του δούλου του, του Καρίωνα, προσπαθεί να τον πείσει να μη φοβάται τον Δία, επιστρατεύοντας επιχειρήματα που του αποδεικνύουν ότι είναι πιο δυνατός από τον πατέρα των θεών. Βλέποντάς τον ωστόσο να παραμένει διστακτικός, τον προκαλεί με τη διαπίστωση πως είναι σωστό αυτό που όλοι λένε, ότι δηλαδή ο πλούτος είναι στο έπακρο δειλός. Και ο τυφλός γερο-Πλούτος αντιδρά διαμαρτυρόμενος με τα παρακάτω λόγια (στ. 203-207):

                                                                      Ἥκιστ’, ἀλλά με

                          τοιχωρύχος τις διέβαλ’. Εἰσδὺς γάρ ποτε

                         οὐκ εἶχεν εἰς τὴν οἰκίαν οὐδὲν λαβεῖν,

                          εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλειμένα∙

                         εἶτ’ ὠνόμασέν μου τὴν πρόνοιαν δειλίαν.

 

                                                            Α, όχι, κάθε άλλο!

Μα ένας διαρρήκτης με διέσυρε. Γιατί σαν κάποτε

στο σπιτικό μου τρύπωσε, δεν μπόρεσε να πάρει τίποτε,

αφού τα βρήκε όλα ανεξαιρέτως καταχωνιασμένα∙

κι έτσι την πρόνοιά μου δειλία την ονόμασε.

Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, ότι ο Dassin με την ταινία Ριφιφί έκανε γνωστή μια ηχηρή για την τότε πρωτοτυπία της μέθοδο διάρρηξης, που ωστόσο έχει ως βάση μια πανάρχαια τέχνη (εντός και εκτός εισαγωγικών η λέξη), αυτήν τής τοιχωρυχίας!

 

 

Ὁ λῃστής, ληιστής ( ← ληΐς=λεία ): σημαίνει αυτόν που διαπράττει ληστεία, τον άρπαγα, ιδίως τον ληστή στη θάλασσα, τον μετέπειτα πειρατή.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, εκθέτοντας την ιστορία της Σικελίας, γράφει (Ε,62):

                                                                            οἱ δ’ οὖν Σικανοὶ  τὸ

                     παλαιὸν κωμηδὸν ᾤκουν, ἐπὶ τῶν ὀχυρωτάτων λόφων

                      τὰς πόλεις κατασκευάζοντες διὰ τοὺς λῃστάς∙  

 

                                                                                       Οι Σικανοί7  λοιπόν

                   τα παλιά χρόνια κατοικούσαν κατά κώμες, κατασκευάζοντας

                    τους οικισμούς τους πάνω σε οχυρότατους λόφους

                   για τον φόβο των ληστών∙

 

Τελειώνουμε με τον πειρατήν (← πειράω- ῶ8= επιχειρώ, προσπαθώ, και με εχθρική έννοια προσβάλλω). Από τις αρχές της ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο πολλοί παραλιακοί λαοί επιδίδονταν στην πειρατεία, που στα χρόνια της αθηναϊκής θαλασσοκρατίας την καταπολέμησαν με σθένος οι Αθηναίοι. Οι πειρατές ήταν συχνά προμηθευτές σκλάβων, ανδρών, γυναικών, παιδιών, που πωλούνταν στα σκλαβοπάζαρα. Διαβόητοι πειρατές ήταν οι Αιτωλοί, οι Ακαρνάνες, οι Λοκροί, οι Κίλικες. Ορμητήριο πειρατών ήταν και η Αίγινα, όπου πωλήθηκε ως δούλος και ο Πλάτων.

 

 

Ο Στράβων, αναφερόμενος στους κατοίκους της Παμφυλίας και της περιοχής της Κιλικίας τής καλούμενης Τραχείας, δίνει την πληροφορία ότι αυτοί (14.3.2)

[…] ὁρμητηρίοις ἐχρήσαντο τοῖς τόποις πρὸς τὰ λῃστήρια, αυτοὶ πειρατεύοντες

ἢ τοῖς πειραταῖς λαφυροπώλια καὶ ναύσταθμα παρέχοντες∙

 

[…]χρησιμοποίησαν τον τόπο τους ως ορμητήριο για συμμορίες ληστών, είτε όντας οι ίδιοι πειρατές είτε διαθέτοντας στους πειρατές μέρη για να πωλούν τα λάφυρα και ναυστάθμους.

 

 

 

 

1)Η κλεψύδρα (←θέμα κλεψ- τού Αορίστου ἔ-κλεψ-α τού κλέπτω  + -ύδρα ὕδωρ) ήταν υδραυλικό ρολόι, όργανο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κυρίως στα δικαστήρια για τη χρονομέτρηση των αγορεύσεων του κατηγόρου και κατηγορουμένου. Επρόκειτο για αγγείο με μία μικρή τρύπα στον πυθμένα∙ αυτήν την έφραζαν, γέμιζαν το αγγείο με νερό και, όταν άρχιζε η αγόρευση, αφαιρούσαν το πώμα, και το νερό έρεε σιγά σιγά μέσα σε ένα δεύτερο αγγείο, που το τοποθετούσαν σε χαμηλότερο επίπεδο από του πρώτου. Όταν το αγγείο άδειαζε, ο ομιλητής έπρεπε να σταματήσει. Στη συνέχεια, το γέμιζαν πάλι, για να πάρει τον λόγο ο έτερος ομιλητής, έχοντας στη διάθεσή του τον ίδιο χρόνο. Οι κλεψύδρες κατασκευάζονταν σε διάφορα σχήματα, τα οποία αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα που ορίζονταν ανάλογα με τη σοβαρότητα της υπόθεσης. Και θυμάμαι αυτό που είπε ο σοφιστής Γοργίας για τους ρήτορες, ότι μοιάζουν με τα βατράχια∙

[…] τοὺς μὲν γὰρ ἐν ὕδατι κελαδεῖν, τοὺς δὲ πρὸς κλεψύδραν.

[…] γιατί εκείνα μεν κράζουν μέσα στο νερό, ενώ αυτοί μπροστά στην κλεψύδρα.

 

Το επάνω αγγείο είναι πρωτότυπο του 5ου αι. π. Χ., ενώ το κάτω αντίγραφο πήλινου πρωτοτύπου. Η πρώτη επιγραφή δηλώνει ότι το αγγείο ανήκε στην Αντιοχίδα φυλή, και η δεύτερη, Χ Χ, ότι η χωρητικότητά του ήταν δύο χόες (=6,4 λίτρα), δηλαδή χρειαζόταν χρόνος 6 λεπτών για να αδειάσει.

 

Κλεψύδρα ονομαζόταν στην Αθήνα και μία πηγή που τροφοδοτούσε με νερό την Ακρόπολη και τη γύρω περιοχή. Βρέθηκε ΒΔ της εισόδου και προστατευόταν με περίβολο. Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι το νερό μια πλημμύριζε, με τα μελτέμια, μια άδειαζε όταν τελείωναν, όπως στο ομώνυμο σκεύος της χρονομέτρησης.

                                                                  Κλεψύδρα, η πηγή της Ακρόπολης.

 

2)Ομόρριζα: λέπι (←λέπιον, υποκοριστικό τού λέπος= φλοιός, λέπι), ἀπολεπίζω, λέπ-ρα (από τις δερματικές αλλοιώσεις που προκαλεί η νόσος), λεπ-τός κ. ά.

3)Βλ. κείμενό μας με θέμα τη φράση « Ότι σπείρεις θα θερίσεις» (5/8/2023).

4)Ομόρριζα: τομή, τμῆμα, τόμος, τομεύς, τεμάχιον, ταμίας (αρχική σημασία: «αυτός που κόβει και στη συνέχεια μοιράζει»), και τα σύνθετα λα-τομεῖον, ὑλο-τόμος, λα-τόμος κ. ά.

5)Ομόρριζα του ὀρύ(ττ)σσω: ὀρυκτός, ὄρυγμα, δι-ῶρυξ ( →διώρυγα), ορυχείο, τυμβ-ωρύχος, ανθρακ-ωρύχος κ. ά.

6)Για το αριστοφάνειο αυτό έργο βλ. το άρθρο μας με θέμα τη φράση «Δεν έβγαλε (ούτε) γρυ» (24/3/2018).

7)Σικανοί: παλαιότατοι, οι πρώτοι κατά τον Θουκυδίδη, κάτοικοι της Σικελίας, τους οποίους συνάντησαν οι ΄Ελληνες όταν έφτασαν στο νησί. Από αυτούς η Σικελία έλαβε την αρχαιότερη ονομασία, Σικανία.

8)Ομόρριζα: πεῖρα, πειράζω (με αρχική σημασία δοκιμάζω, προσπαθώ ⸺ η σημερινή είναι μεταγενέστερη), πείραμα, πειρασμός.

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.