You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη. ΚΝΩΔΑΛΟ ⸺ ΞΟΑΝΟ ⸺ ΜΟΡΜΟΛΥΚΕΙΟ κ. ά.

Γεωργία Παπαδάκη. ΚΝΩΔΑΛΟ ⸺ ΞΟΑΝΟ ⸺ ΜΟΡΜΟΛΥΚΕΙΟ κ. ά.

 

Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με λέξεις υβριστικού ή μειωτικού περιεχομένου που έχουν περάσει αυτούσιες από την αρχαία στη νέα ελληνική γλώσσα και αγνοούμε την προέλευσή τους.

Κατά πρώτον η λέξη «κνώδαλο», που τη χρησιμοποιούμε σήμερα για να χαρακτηρίσουμε έναν άνθρωπο ως ασήμαντο, τιποτένιο. Ωστόσο το δυσετυμολόγητο αρχαίο κνώδαλον (τό) είχε διαφορετική σημασία, αυτή  του άγριου ή επικίνδυνου ζώου.

Στη ραψωδία ρ της Οδύσσειας, ο  Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη και μεταμορφωμένος από την Αθηνά σε κουρελή ζητιάνο συναντά τον πιστό του χοιροβοσκό Εύμαιο, χωρίς να του αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα. Μαζί φθάνουν στην πόλη και στην είσοδο του παλατιού, όπου ο ποιητής περιγράφει τη συγκινητική σκηνή τής αναγνώρισης του ήρωα από το αγαπημένο του σκυλί, τον ΄Αργο. Γέρικο, αφρόντιστο και σωριασμένο πάνω στην κοπριά, γεμάτο τσιμπούρια, αναγνωρίζει αμέσως τον κύριό του, αλλά δεν μπορεί να πάρει πια τα πόδια του για να τον πλησιάσει και ξεψυχά. Ο Οδυσσέας σκουπίζει κρυφά ένα δάκρυ, και ο Εύμαιος τού επαινεί τον ΄Αργο λέγοντάς του ότι, αν τον έβλεπε πριν φύγει ο αφέντης του μακριά και χαθεί, θα θαύμαζε τη γρηγοράδα και την τόλμη του, και συνεχίζει (στ. 316-7):

 Οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης

κνώδαλον, ὅττι δίοιτο∙ καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη∙ 

Γιατί δεν του ’φευγε στο πιο βαθύ τού δάσους μέρος

ποτέ κανένα αγρίμι, όποιο κι αν κυνηγούσε∙

κι αυτό, αλήθεια, επειδή πολύ καλά ίχνη να βρίσκει ήξερε∙

                                             Οδυσσέας και ΄Αργος. Briton Riviere, 1885

Τη λέξη κνώδαλον χρησιμοποιούσαν υβριστικά για ανθρώπους και οι αρχαίοι, όπως βλέπουμε στη Λυσιστράτη τού Αριστοφάνη. Οι κλεισμένες στην Ακρόπολη γυναίκες απωθούν με επιτυχία τους γέροντες οι οποίοι προσπαθούν να πυρπολήσουν τις κλειστές πόρτες των Προπυλαίων, αλλά και επιτίθενται με μεγάλη μαχητικότητα στους τοξότες που θέλουν να παραβιάσουν την είσοδο,   αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Και ο Χορός των Γερόντων αγανακτισμένος ακούγεται να λέει (στ. 476):

Ὦ Ζεῦ, τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε κνωδάλοις; 

Ω Δία, πώς τελοσπάντων να κουλαντρίσουμε ετούτα τα αγρίμια;!

 

Το όνομα «ξόανο» στη Νεοελληνική λέγεται υβριστικά για άνθρωπο ανόητο ή άσχημο, με την έννοια της δυσμορφίας να οφείλεται στην υποτυπώδη μορφή τού αρχαίου ξοάνου. Πιο συγκεκριμένα, τὸ ξόανον (← ξέω= ξύνω) ήταν παμπάλαια, άτεχνη «εικόνα» θεότητας, ομοίωμα ως επί το πλείστον μεγάλων διαστάσεων, υποτυπωδώς σκαλισμένο πάνω σε ξύλο. Τα φημισμένα ξόανα λόγω της παλαιότητάς τους τα τιμούσαν ιδιαίτερα και συνήθιζαν να τα ντύνουν και να τα στολίζουν και με κοσμήματα. Μάλιστα για κάποια υπήρχε η παράδοση πως είχαν πέσει από τον ουρανό (διιπετῆ=  πεσμένα από τον Δία, δηλαδή από τον ουρανό), όπως αυτό της Αθηνάς στην Τροία, της ΄Αρτεμης Ταυροπόλου στην Ταυρίδα και της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας. Το τελευταίο, που ήταν το αρχαιότερο σέβασμα της Αθήνας, βρισκόταν στο Ερέχθειο, και αυτό έντυναν με τον πέπλο κατά την εορτή των Παναθηναίων.

Στα Αρκαδικά τού  Παυσανία1 διαβάζουμε (17.2):

      Τοῖς δὲ ἀνθρώποις τὸ ἀρχαῖον, ὁπόσα καὶ ἡμεῖς καταμαθεῖν ἐδυνήθημεν,

      τοσάδε ἦν ἀφ’ ὧν τὰ ξόανα ἐποιοῦντο, ἔβενος, κυπάρισσος, αἱ κέδροι,  

      τὰ δρύινα, ἡ μῖλαξ, ὁ λωτός∙ 

      Στους αρχαίους χρόνους ⸺ απ’όσα κι εμείς μπορέσαμε να εξακριβώσουμε

      ⸺ ετούτα ήταν τα ξύλα από τα οποία οι άνθρωποι κατασκεύαζαν τα ξόανα,

     ο έβενος, το κυπαρίσσι, οι κέδροι, τα ξύλα της βελανιδιάς, η  σμιλακιά, ο

     λωτός∙

                  Xάλκινη μάσκα που πιθανώς κάλυπτε ξύλινο ξόανο (650-625 π. Χ.)

Περνάμε στο «μορμολύκειο», που στα νέα ελληνικά αποτελεί μειωτικό χαρακτηρισμό για πολύ γέρο και άσχημο άνθρωπο. Η αρχαιοελληνική λέξη μορμολύκειον ή μορμολυκεῖον (τὸ) προέρχεται από το Μορμώ, όνομα θηλυκού τέρατος με το οποίο οι αρχαίοι φοβέριζαν τα μικρά παιδιά, ένα είδος θηλυκού μπαμπούλα, είχε, δε, την ίδια σημασία, τού φόβητρου για τον εκφοβισμό ιδιαίτερα των παιδιών.

Σε ένα ειδύλλιο του Θεόκριτου, το Συρακούσιαι ἤ Ἀδωνιάζουσαι, δύο φιλενάδες από τις Συρακούσες που ζουν στην Αλεξάνδρεια, η Γοργώ και η Πραξινόη, ξεκινούν από το σπίτι της δεύτερης για το παλάτι, όπου η βασίλισσα Αρσινόη έχει ετοιμάσει γιορτή για τον ΄Αδωνη. Το παιδί τής Πραξινόης κλαίει, γιατί θέλει να πάει μαζί τους, και η μητέρα του τού λέει (στ. 40):

Οὐκ ἀξῶ τυ, τέκνον. Μορμώ 

 Δεν θα σε πάρω, παιδάκι μου, μαζί μου. Είν’ ο μπαμπούλας έξω.

Και στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, η πρώτη ομιλήτρια από τις γυναίκες που γιορτάζουν τα Θεσμοφόρια και έχουν συγκεντρωθεί για να αποφασίσουν την τιμωρία τού Ευριπίδη, επειδή τις κακολογεί στα δράματά του, θίγει τις συνέπειες που έχει επιφέρει στους άντρες τους αυτή η τακτική τού δραματουργού. Εκτός των άλλων, διαμαρτύρεται που εξαιτίας του οι άντρες τις κλειδώνουν με λουκέτα και αμπάρες στους γυναικωνίτες και τις παραφυλάνε ⸺ ακολουθούν οι παρακάτω στίχοι (στ. 416-7):  

                                                        καὶ προσέτι Μολοττικοὺς

                             τρέφουσι μορμολυκεῖα τοῖς μοιχοῖς κύνας. 

                                                  κι ακόμη τρέφουνε Μολοσσικά2

                            μαντρόσκυλα, μπαμπούλες για τους αγαπητικούς μας.

                                                            Μολοσσός Ηπείρου 

     Συνώνυμο τού Μορμώ είναι ἡ Λάμια ή Λαμώ, γυναικείο τέρας, η χρήση του οποίου ήταν επίσης για φόβητρο των παιδιών. Σήμερα η λέξη «λάμια» δηλώνει τη γυναίκα με δύστροπο χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, η Λάμια ήταν κοπέλα από τη Λιβύη που την ερωτεύτηκε ο Δίας, αλλά η ζηλότυπη ΄Ηρα τής σκότωσε τα παιδιά που έφερε στον κόσμο, και έκτοτε η Λάμια μεταμορφώθηκε σε τέρας που άρπαζε τα παιδιά άλλων μητέρων και τα καταβρόχθιζε.

Ο Λουκιανός στον διάλογο Φιλοψευδὴς ἢ Ἀπιστῶν διακωμωδεί τη δεισιδαιμονία που ήταν πολύ διαδεδομένη στα χρόνια του και γελοιοποιεί τις απίστευτες ψευδείς ιστορίες που αναφέρουν στους λόγους τους οι θεωρούμενοι σοφοί άνδρες της εποχής του. Σε κάποιο σημείο λοιπόν του διαλόγου, ο ένας από τους δύο συνομιλητές ασκεί ορθολογιστική κριτική σε παλιούς συγγραφείς και ποιητές, συμπεριλαμβανομένου και του Ομήρου, για τα απίθανα μυθικά ψέματα που χρησιμοποίησαν στα γραπτά τους, όπως τον ευνουχισμό του Ουρανού […] την επανάσταση των Γιγάντων, Χίμαιρες, Γοργόνες και Κύκλωπες και ⸺παραθέτουμε την ολοκλήρωση της φράσης του (2):

καὶ ὅσα τοιαῦτα, πάνυ ἀλλόκοτα καὶ τεράστια μυθίδια παίδων ψυχὰς κηλεῖν   

δυνάμενα ἔτι τὴν Μορμὼ καὶ τὴν Λάμιαν δεδιότων. 

και άλλα παρόμοια, πολύ αλλόκοτα και τερατολογικά παραμυθάκια, ικανά

να θέλξουν ψυχές παιδιών που ακόμη φοβούνται τη Μορμώ και τη Λάμια.

Άλλη μία μυθική γυναικεία μορφή που έχει επιβιώσει ώς τις μέρες μας ως προσηγορικό όνομα αναφερόμενο σε γυναίκα με κακό και εριστικό χαρακτήρα είναι η Μέγαιρα, μία από τις τρεις Ερινύες, τις θεότητες τιμωρούς των ενόχων, προσωποποίηση της αμείλικτης καταδίωξης και εκδίκησης.

 

Τελειώνουμε με τις επίσης συνώνυμες λέξεις «έκτρωμα» και «εξάμβλωμα», με τις οποίες χαρακτηρίζουμε στη Νέα Ελληνική κάτι ή κάποιον που έχει ιδιαίτερα αποκρουστική ή απεχθή όψη. Ο χαρακτηρισμός αυτός που είναι μεταφορική χρήση των λέξεων προκύπτει, όπως και στην παραπάνω περίπτωση τού ξόανου, από την αρχική, την κύρια σημασία τους: και τα δύο ουσιαστικά σημαίνουν κυριολεκτικά το έμβρυο που γεννήθηκε με έκτρωση, το νεκρό πρόωρο παιδί, το ατελές.

Η λέξη ἔκτρωμα (τό), καθώς και το ουσιαστικό ἔκτρωσις (= πρόωρη αποβολή εμβρύου ή τεχνητή αποβολή), παράγεται από το ρήμα ἐκτιτρώσκω (← ἐκ+τιτρώσκω 3= πληγώνω, τραυματίζω) που σημαίνει α) γεννώ πρόωρα, αποβάλλω και β) επιχειρώ να προκαλέσω αποβολή, έκτρωση.4

Ο Αριστοτέλης στο Περὶ ζώων γενέσεως και στο κεφάλαιο όπου πραγματεύεται την περίπτωση της ἐπικυήσεως, δηλαδή την ανάπτυξη διά συνουσίας στη μήτρα δεύτερου κυήματος επί ήδη υπάρχουσας κύησης, σημειώνει (4.5,4):

ἂν δὲ συμβῇ ποτέ (καὶ γὰρ τοῦτ’ ἤδη γέγονεν), οὐ δύναται τελειοῦν,

ἀλλὰ κυήματ’ ἐκπέμπει παραπλήσια τοῖς καλουμένοις ἐκτρώμασιν. 

Εάν ποτέ συμβεί επικύηση (γιατί και αυτό έχει γίνει), δεν μπορεί

να τελειοποιηθεί [το δεύτερο έμβρυο], αλλά αποβάλλονται τα κυήματα,

όπως γίνεται στα λεγόμενα εκτρώματα.

΄Οσο για τη λέξη ἐξάμβλωμα , ετυμολογείται από το ρήμα ἐξ-αμβλόω-ῶ (→ ἄμβλωσις ), που σημαίνει αφαιρώ τη ζωή αγέννητου παιδιού, αποβάλλω με βίαια μέσα.

Και νά πώς χρησιμοποιεί το ουσιαστικό ο Αρτεμίδωρος5 στο έργο του Ονειροκριτικά. Αναφερόμενος στα όνειρα με γεωργικό περιεχόμενο, γράφει ότι, αν δει κανείς στον ύπνο του καλλιέργεια, σπορά, φύτεμα ή όργωμα, είναι καλό για όσους έχουν αποφασίσει να παντρευτούν και για τους άτεκνους. Και στη συνέχεια επεκτείνεται στις παρακάτω ερμηνευτικές λεπτομέρειες (Α, 51):

ἄρουρα μὲν γὰρ οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ γυνή, σπέρματα δὲ καὶ φυτὰ οἱ παῖδες,  

πυροὶ μὲν υἱοί, κριθαὶ δὲ θυγατέρες, ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα 

Γιατί το χωράφι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η γυναίκα, οι σπόροι

και τα φυτά  είναι τα παιδιά, το στάρι οι γιοι, το κριθάρι οι θυγατέρες

και τα όσπρια τα εξαμβλώματα.

 

 

1)Για τον Παυσανία βλ. το άρθρο μας με θέμα το «Σαρδόνιο γέλιο» (21/11/2018).

2)Καταρχήν οι Μολοσσοί ήταν σημαντικός λαός της Ηπείρου και η χώρα τους λεγόταν Μολοσσία. Ο Μολοσσικός σκύλος ήταν ονομαστή ράτσα άγριων τσοπανόσκυλων.

3)Ομόρριζα: τραῦμα, τραυματίας, τρωτός, ἄτρωτος κ. ά.

4)Στην αρχαιότητα ο νόμος δεν απαγόρευε την έκτρωση, δεδομένου ότι η έκτρωση και η έκθεση του νεογέννητου αποτελούσαν τα νόμιμα μέσα για να μην αποκτήσει κανείς μεγάλη οικογένεια. Ο νόμος επενέβαινε μόνο επιβάλλοντας για την έκτρωση τη συγκατάθεση του συζύγου ή, εάν επρόκειτο για δούλα, του κυρίου της. Οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν διάφορα παρασκευάσματα, είτε πίνοντάς τα είτε εισάγοντάς τα στον κόλπο με τη μορφή πεσσού, για να προκαλέσουν αποβολή, την πρόκληση της οποίας αρνείται ο Ιπποκράτης. Στον ΄Ορκο, το πιο σημαντικό από τα ηθικά ιπποκρατικά κείμενα, που τον διατρέχει ο μεγάλος σεβασμός προς την ανθρώπινη ζωή, ακόμη και του εμβρύου, η πρόκληση έκτρωσης είναι απαγορευμένη: […] «Δεν θα δώσω θανατηφόρο φάρμακο σε κανέναν, έστω κι εάν μου το ζητήσουν, ούτε θα συστήσω τέτοια θεραπεία∙ ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω, ομοίως, ούτε σε γυναίκα θα δώσω εκτρωτικό πεσσό».

5)Αρτεμίδωρος: Περίφημος εξηγητής ονείρων (2ος αι. μ. Χ.). Γεννήθηκε στην ΄Εφεσο, ωστόσο ο ίδιος υιοθέτησε το προσωνύμιο Δαλδιανός από τη Δάλδη της Φρυγίας, την πατρίδα της μητέρας του. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ιταλία αναζητώντας ονειροκριτικές πληροφορίες. Από τα έργα του διασώθηκε το σύγγραμμά του Ονειροκριτικά, το οποίο απαρτίζεται από πέντε βιβλία και συνιστά έναν ονειροκρίτη με συλλογή ονείρων και την ερμηνεία τους.  Το έργο αυτό είναι το μοναδικό στο είδος του που σώζεται από την αρχαία γραμματεία. Μεταφράστηκε στα αραβικά από τον 9ο αι. καθώς και στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και κατέστη εξαιρετικά δημοφιλές ανάγνωσμα κυρίως στον Μεσαίωνα. Τα Ονειροκριτικά αποτελούν πολύτιμη πηγή σήμερα για τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού αλλά και της κοινωνικής ιστορίας της ρωμαϊκής εποχής.

 

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.