Μέσα από τον απέραντο θαυμασμό και τον αστείρευτο έρωτα που τρέφω για την αρχαία ελληνική γλώσσα, έχω ξεχωρίσει έναν ικανό αριθμό λέξεων τις οποίες διαφυλάττω στο θησαυροφυλάκιο του νου και της καρδιάς μου ⸺ κάποιες από αυτές τις μοιράζομαι μαζί σας στα επτά χρόνια ζωής τού Περί ου. Και αυτή η αποθησαύριση γίνεται είτε γιατί οι λέξεις αυτές με μάγεψαν με το κάλλος τους είτε γιατί με γοήτευσαν με την εννοιολογική τους δύναμη είτε γιατί με παρέδωσαν ολοσχερώς στο βίωμα έντονου συναισθήματος.
Δύο λέξεις που συνδυάζουν και τα τρία αυτά στοιχεία είναι τα επίθετα λαθικηδής και λα(η)θάνεμος του παρόντος άρθρου, τα οποία έχουν και κοινή ετυμολογική δομή.
Κατά πρώτον ὁ, ἡ λαθικηδὴς, τὸ λαθικηδές∙ ετυμολογείται από το θέμα λαθ- του ρήματος λανθάνω και το ουσιαστικό κῆδος (τό ).
Λανθάνω σημαίνει στην Ενεργητική Φωνή διαφεύγω την προσοχή, μένω απαρατήρητος, και στη Μέση, αφήνω κάτι να μου διαφύγει, λησμονώ.1 Στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή ο επώνυμος ήρωας διατυπώνει μια βαθιά θεώρηση των αρχαίων Ελλήνων για τον άνθρωπο και λέει (στ. 504-506):
χρὴ δ’ ἐκτὸς ὄντα πημάτων τὰ δείν’ ὁρᾶν,
χὥταν τις εὖ ζῇ, τηνικαῦτα τὸν βίον
σκοπεῖν μάλιστα μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ.
Και πρέπει, όταν κανείς είναι μακριά από τις συμφορές,
να βλέπει τα δεινά, κι όταν ευτυχισμένα ζει,
τότε προπάντων τη ζωή του να προσέχει,
μήπως καταστραφεί δίχως να το αντιληφθεί.
Ας θυμηθούμε, επίσης, το επικούρειο λάθε βιώσας, ζήσε τη ζωή σου περνώντας απαρατήρητος, δίχως να επιδιώκεις την προβολή.
Το ουσιαστικό κῆδος σημαίνει φροντίδα, θλίψη, και στην περίπτωση των νεκρών, πένθος, επικήδειες τελετές. Εξ αυτού παράγονται οι λέξεις: κήδω-ομαι= φροντίζω, κηδεμών= αυτός που έχει τη φροντίδα κάποιου, κηδεύω, κηδεία κ. ά.
Το θαυμάσιο λοιπόν επίθετο λαθικηδὴς δηλώνει αυτόν που επιφέρει τη λησμοσύνη της θλίψης, τον παυσίλυπο, τον παυσίπονο. Το συναντούμε να προσδιορίζει εύστοχα το κρασί σε ένα σπάραγμα έξι στίχων του Αλκαίου,2 με το οποίο ο ποιητής ψάλλει στη Λεσβιακή διάλεκτο, τη διάλεκτο της πατρίδας του, την αγάπη του για το γλεντοκόπι και την οινοποσία:
πώνωμεν∙ τί τὰ λύχν’ ὀμμένομεν; δάκτυλος ἀμέρα.
κὰδ δἄερρε κυλίχναις μεγάλαις∙ αἶψ’ ἀπὺ πασσάλων.
οἶνον γὰρ Σεμέλας καὶ Δίος υἶος λαθικάδεον
ἀνθρώποισιν ἔδωκ’. ἔγχεε κέρναις ἔνα καὶ δύο
πλήαις κὰκ κεφάλας, ἀ δ’ ἀτέρα τὰν ἀτέραν κύλιξ
ὠθήτω.
Ας πίνουμε! Γιατί να περιμένουμε ν’ ανάψουν τα λυχνάρια;
Μονάχα ένα δάχτυλο3 ημέρας έχει μείνει.
Εμπρός, κατέβασε μεμιάς απ’ τα καρφιά τις κούπες τις μεγάλες!
Γιατί του Δία ο γιος και της Σεμέλης4 έδωσε στους ανθρώπους
το κρασί τις έγνοιες να ξεχνούνε. Χύνε λοιπόν, βάλε μαζί
ένα νερό και δυο κρασί,5 γέμισε τα ποτήρια ξέχειλα,
κι άντε μετά το ένα τ’ άλλο ας τσουγκρίζει.
Με ίδιο πρώτο συνθετικό, τον δωρικό τύπο λαθ- αντί ληθ-, και δεύτερο συνθετικό το ουσιαστικό ἄνεμος έχει σχηματιστεί το επίσης ωραιότατο επίθετο, ὁ, ἡ λα(η)θάνεμος, τὸ λα(η)θάνεμον= αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, ο γαλήνιος. Aπαντά σε ένα σωζόμενο απόσπασμα του σπουδαίου λυρικού ποιητή Σιμωνίδη,6συνδεόμενο με ένα μικρό πτηνό, το οποίο χαρακτηρίζεται λόγω των φανταχτερών του χρωμάτων «ιπτάμενο κόσμημα», την αλκυόνη, και την ευδία που κατά τη μυθολογία το συνοδεύει.
΄Ομορφη λέξη, όμορφο πουλί, όμορφες μέρες ⸺ ομορφιά νου και ψυχής.
ὡς ὁπόταν χειμέριον κατὰ μῆνα πινύσκῃ
Ζεὺς ἅματα τέσσαρα καὶ δέκα ⸺
λαθάνεμον τέ μιν ὥραν καλέουσιν ἐπιχθόνιοι
ἱρὰν παιδοτρόφον ποικίλας
ἀλκυόνος.
Όπως όταν στης βαρυχειμωνιάς το μήνα
ημέρες δεκατέσσερις τις γαληνεύει ο Δίας,
και τότε οι άνθρωποι πάνω στη γη
λαθάνεμον την εποχή τη λένε,
την άγια εποχή που τα παιδιά
της ποικιλόχρωμης της αλκυόνας7 ανατρέφει.
Και τώρα ξαναγυρίζω στη λέξη λαθικηδής, γιατί δεν είναι τόσο μέσα από τους συμποτικούς στίχους του χαροκόπου Λέσβιου ποιητή που το επίθετο αυτό έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Είναι η μεγάλη τέχνη του Ομήρου που το χρησιμοποιεί σε μια συγκλονιστική σκηνή της Ιλιάδας, όπου μαζί με το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζει δημιουργεί βαθιά, μοναδικής έντασης συγκίνηση.
Μεταφερόμαστε στη ραψωδία Χ της Ιλιάδας. Οι Τρώες, κατατρομαγμένοι από την ορμή του Αχιλλέα, οπισθοχωρούν και κλείνονται στα τείχη της Τροίας. ΄Εξω μένει μόνο ο ΄Εκτορας να περιμένει τον Αχιλλέα μπροστά στις Σκαιές Πύλες. Ο πατέρας του, ο γέροντας Πρίαμος, προσπαθεί να τον πείσει να μπει στο κάστρο για να σώσει τη ζωή του και να παραμείνει ο προστάτης των Τρώων. Ο ΄Εκτορας όμως δεν αλλάζει γνώμη. Τότε τα λόγια του Πρίαμου διαδέχεται η απεγνωσμένη σπαρακτική ικεσία της μητέρας τού ήρωα (στ. 79-89):
Μήτηρ δ’ αὖθ’ ἑτέρωθεν ὀδύρετο δάκρυ χέουσα,
κόλπον ἀνιεμένη, ἑτέρηφι δὲ μαζὸν ἀνέσχεν∙
και μιν δάκρυ χέουσ’ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα∙
«Ἕκτορ, τέκνον ἐμόν, τάδε τ’ αἴδεο και μ’ ἐλέησον
αὐτήν, εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον∙
τῶν μνῆσαι, φίλε τέκνον, ἄμυνε δὲ δήιον ἄνδρα
τείχεος ἐντὸς ἐών, μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτῳ,
σχέτλιος∙ εἴ περ γάρ σε κατακτάνῃ, οὔ σ’ ἔτ’ ἐγώ γε
κλαύσομαι ἐν λεχέεσσι, φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή,
οὐδ’ ἄλοχος πολύδωρος∙ ἄνευθε δέ σε μέγα νῶιν
Ἀργείων παρὰ νηυσὶ κύνες ταχέες κατέδονται».
Σε μετάφραση
Κι από το άλλο πάλι μέρος η μητέρα του, χύνοντας δάκρυα οδυρόταν
κι ανοίγοντας του ρούχου της τον κόλπο,
με τ’ άλλο χέρι το μαστό της σήκωσε∙
και μες στα δάκρυα που έχυνε του είπε λόγια φτερωτά:
« ΄Εκτορα, παιδί μου, κ α ι τούτα δω σεβάσου τα
κ ι εμένανε σπλαχνίσου με την ίδια, αν κάποτε
σου ’δωσα τον μαστό μου και ξέχασες τον πόνο σου∙
αυτά θυμήσου, αγαπημένο μου παιδί, και τον αντίμαχο τον άντρα
απόκρουσέ τον μέσα από τα τείχη κι ούτε να στέκεσαι
να αναμετρηθείς μονάχος συ μ’ αυτόν, αγύριστο κεφάλι.
Γιατί, αν σε σκοτώσει, είναι βέβαιο ότι εγώ δεν πρόκειται
στη νεκρική την κλίνη να σε κλάψω, αγαπημένο μου βλαστάρι,
εσένα που η ίδια εγώ σε έφερα στον κόσμο,
μήτε η πολυπροικισμένη η γυναίκα σου∙ μα μακριά πολύ
από εμάς τις δυο, κοντά στα πλοία των Αργείων,
τα γοργοπόδαρα σκυλιά θα σε κατασπαράζουν».
Και όλοι εμείς που έχουμε αφήσει τη βρεφική ηλικία, άλλοι στο απώτερο και άλλοι στο απώτατο παρελθόν, μπορούμε να μιλάμε για κάτι άλλο λαθικηδές, για έναν ώμο, ας πούμε, ή μια αγκαλιά λαθικηδῆ που πάντα θα έχουμε ανάγκη.
1)Το ρήμα έχει δύο θέματα από τα οποία σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι του: λαθ-, όπως ήδη αναφέρθηκε, και ληθ-. Από το πρώτο προέρχονται οι λέξεις: λάθρᾳ =κρυφά∙ λαθραῖος= μυστικός, κρυφός∙ λάθος: κυριολεκτικά, σημαίνει αυτό που διαφεύγει την προσοχή∙ ἀλάθητος∙ λανθασμένος. Από το δεύτερο θέμα γίνονται οι λέξεις: λήθη= η λησμοσύνη∙ ἀληθής (← ἀ- στερητικό+λήθη ) = αυτός που δεν είναι δυνατόν να λησμονηθεί, να κρυφτεί, άρα ο πραγματικός∙ λήθαργος: αρχικά ως επίθετο δήλωνε τον επιλήσμονα και ακολούθως ως ουσιαστικό αναφέρεται στη ληθαργική κατάσταση, την κατάσταση νάρκης∙ τα μεσαιωνικά λησμονῶ, λησμοσύνη κ. ά.
2)Για τον Αλκαίο, τον μελικό ποιητή από τη Μυτιλήνη, έχουμε μιλήσει στο άρθρο μας με θέμα το ρήμα «Μαρμαίρω» (24/3/2018).
3)Δάκτυλος: μονάδα μέτρησης μήκους ίση προς 9, 3 χιλιοστά.
4) Ο λόγος για τον Διόνυσο.
5)Όπως έχουμε ξαναπεί, οι ΄Ελληνες έπιναν πάντα το κρασί νερωμένο και το αραίωναν με νερό συνήθως στις αναλογίες ⸺ στη σχετική διατύπωση δίνεται πρώτα το νερό και μετά το κρασί ⸺ 3:1(τρία μέρη νερού, ένα οίνου ), 3:2 ή 5:2. Εφάρμοζαν και άλλες, όπως την αναλογία 4:1, που θεωρούνταν πολύ αδύνατη, ή τις αναλογίες 1:1 και 2:1, τις θεωρούμενες αρκετά δυνατές. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο Αλκαίος στο απόσπασμά του καλεί για πιοτό πολύ δυνατό, πολύ δυνατότερο από το συνηθισμένο.
6)Για τον Σιμωνίδη βλ. κείμενό μας με θέμα τη λέξη «Ἑλικοβλέφαρος» (15/8/2018).
7)Σύμφωνα με τον μύθο, η Αλκυόνη, κόρη του θεού Αιόλου, και ο σύζυγός της υπερηφανεύονταν για την ευτυχία τους και αποκαλούνταν μεταξύ τους με ονόματα θεών∙ αυτή μεν τον προσφωνούσε Δία, εκείνος δε ΄Ηρα. Ο Δίας οργίστηκε και τους μεταμόρφωσε σε πουλιά. Η αλκυόνη, καθώς γεννούσε τα αυγά της στις ακτές και αυτά παρασύρονταν από τα κύματα, θρηνούσε για την απώλειά τους. Ο πατέρας των θεών τότε τη λυπήθηκε και διέταξε τους ανέμους να μην πνέουν για 14 ημέρες μέσα στον χειμώνα («αλκυονίδες ημέρες»), για να επωάζει τα αυγά της. Και ο Πλούταρχος, επισημαίνοντας ότι χάρη σ’ αυτήν τις συγκεκριμένες ημέρες στην καρδιά του χειμώνα ταξιδεύουν άφοβα στις θάλασσες, σχολιάζει: ὅθεν οὐδὲν ἔστι ζῷον ἄλλο, ὃ <μᾶλλον> φιλοῦσιν ἄνθρωποι, γι’ αυτό δεν υπάρχει κανένα άλλο ζώο που να αγαπούν περισσότερο οι άνθρωποι.