Η φράση αυτή που τη χρησιμοποιούμε μεταφορικά για να δηλώσουμε ότι κάποιος καθίσταται άτονος, αδρανής από κόπωση, συγκίνηση ή φόβο έχει επιβιώσει ώς τις μέρες μας από τους αρχαίους χρόνους, όπως μαρτυρείται και από το απόσπασμα από τον Ομηρικό ΄Υμνο στη Δήμητρα, το οποίο παραθέτουμε πιο κάτω.
Με τη λέξη «γόνατο» (← μεσαιωνικό γόνατον, από τον πληθυντικό γόνατα του αρχαίου (τὸ ) γόνυ –ατος ) έχουμε σήμερα άλλη μία έκφραση επίσης κληρονομημένη από τα αρχαία ελληνικά. Συγκεκριμένα, λέμε «πέφτω στα γόνατα κάποιου», για να δηλώσουμε ότι τον παρακαλούμε μέχρι ταπεινώσεως. Αντίστοιχα, οι αρχαίοι έλεγαν πίπτω ἐς γούνατα τινός. Ας σημειώσουμε ότι κατά την αρχαιότητα το αγκάλιασμα ή το άγγιγμα των γονάτων ήταν τρόπος εκδήλωσης της θερμής παράκλησης του ικέτη.
Στον Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ, προς το τέλος του δράματος, ένας αγγελιοφόρος ιστορεί τον ένδοξο θάνατο του Οιδίποδα. Διηγείται ότι, αφού οι κόρες τού ήρωα, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, τον έλουσαν και του φόρεσαν καινούργια εσθήτα, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει, ακούστηκε δυνατή βροντή από τον χθόνιο Δία,
αἱ δὲ παρθένοι
ῥίγησαν, ὡς ἤκουσαν· ἐς δὲ γούνατα
πατρὸς πεσοῦσαι ’κλαῖον […] (στ. 1606-1608)
και τις κοπέλες, καθώς τ’ άκουσαν, τις έπιασε τρεμούλα·
και κλαίγοντας, ριχτήκανε στα γόνατα του κύρη τους […]
Αλλά και το ρήμα «γονατίζω» το χρησιμοποιούμε στη μεταβατική του διάθεση με τη έννοια τού οδηγώ στην ταπείνωση, στην εξαθλίωση, κάνω κάποιον να λυγίζει κάτω από το βάρος δυσκολιών. Τη σημασία αυτή οι αρχαίοι την απέδιδαν με τη φράση ἐς γόνυ βάλλω ή ῥίπτω, κατά λέξη «εξαναγκάζω κάποι(ον) να γονατίσει».
Ο Ηρόδοτος, αναφερόμενος στο νησί της Χίου την εποχή της επανάσταση των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας κατά της κυριαρχίας των Περσών (499 π.Χ.), επισημαίνει τις συμφορές που κτύπησαν τους Χίους. Πρώτα, από τον Χορό των εκατό νέων που στάλθηκε στους Δελφούς δύο μόνο γύρισαν πίσω, καθώς οι ενενήντα οκτώ πέθαναν από λοιμό, και κατόπιν σε ένα σχολείο, ενώ βρίσκονταν μέσα παιδιά, έπεσε η στέγη, και από τα εκατόν είκοσι παιδιά μόνο ένα γλίτωσε. Και ο ιστορικός συνεχίζει ότι έπειτα από αυτά
ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῦσα ἐς γόνυ τὴν πόλιν ἔβαλε,[…]
ήρθε η ναυμαχία1 και γονάτισε την πόλη […]
Το ουσιαστικό γόνυ δήλωνε και την άρθρωση, τον αρμό ορισμένων φυτών, ιδίως του καλάμου, σημασία που διατηρείται ώς σήμερα.
Ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση (Δ. 5,26), περιγράφοντας τον τύπο των σπιτιών στις κώμες που συνάντησαν οι Μύριοι διασχίζοντας την Αρμενία, δίνει την πληροφορία ότι οι εντόπιοι φύλαγαν ζύθο σε μεγάλα αγγεία (κρατήρες), όπου επέπλεαν και τα κριθάρια, και μέσα υπήρχαν και
κάλαμοι, οἱ μὲν μείζους, οἱ δὲ ἐλάττους, γόνατα οὐκ ἔχοντες·
καλάμια, άλλα μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα, χωρίς να έχουν γόνατα·
Με αυτά ρουφούσαν τον, όπως φαίνεται, αδιήθητο ζύθο, και έπρεπε να μην έχουν γόνατα για να μην εμποδίζεται η άνοδος του υγρού μέχρι το στόμα. (Νά λοιπόν τα γνήσια ⸺ τα οικολογικά, βεβαίως ⸺ καλαμάκια, που χρονολογούνται από αρχαιοτάτων χρόνων!).
Με το ρήμα λύω–λύνω έχουν περάσει στα νέα ελληνικά και άλλες φράσεις, όπως «λύνεται η γλώσσα» (λύεται γλῶσσα),2 «λύνω την πολιορκία» (λύω πολιορκίαν) και η της ΄Υστερης αρχαιότητας «λύνω τη σιωπή» (λύω τὴν σιωπήν).
Η τελευταία έκφραση απαντά σε μία επιστολή Παρασίτων του Αλκίφρονα (τέλος 2ου αι. μ. Χ.), όπου ο Αυτόκλητος γράφει στον Ετοιμάριστο για ένα συμπόσιο στο οποίο παρευρέθηκε και στο οποίο είχαν κληθεί μεταξύ των συνδαιτημόνων και φιλόσοφοι. Εικονίζει λοιπόν τον καθένα φιλόσοφο χωριστά πώς αντέδρασε στην οινοποσία και για τον Πυθαγόρειο λέει ότι τὴν σιωπὴν λύσας, λύνοντας τη σιωπή του, σιγοτραγουδούσε κάποια χρυσά έπη3 με τη μουσική αρμονία (της Πυθαγόρειας σχολής).
Αλλά και η σημασία «διαλύω συνάθροιση ανθρώπων» του ρήματος «λύνω», π. χ. «λύθηκε η συνεδρίαση», είναι αρχαίας προέλευσης.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου διαβάζουμε (Α 304-305): ΄Ετσι, αφού οι δυο τους4 με λόγια εχθρικά μαλώσανε, σηκώθηκαν,
λῦσαν δ’ ἀγορὴν παρὰ νηυσὶν Ἀχαιῶν.
και διαλύσαν τη συνέλευση κοντά στων Αχαιών τα πλοία.
Επιστρέφουμε στη φράση «λύνονται τα γόνατα» και στον Ομηρικό ΄Υμνο στη Δήμητρα. Μετά την αρπαγή της Περσεφόνης, η θεά Δήμητρα εγκαταλείπει τους θεούς και πηγαίνει στους ανθρώπους μεταμορφωμένη σε γριά για να μην την αναγνωρίσουν. Φθάνει στην Ελευσίνα και κάθεται σ’ ένα πηγάδι,5 απ’ όπου παίρνουν νερό οι κάτοικοι.
Εκεί κοντά βρίσκεται και το ανάκτορο του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Σε λίγο έρχονται οι τέσσερις θυγατέρες τού βασιλιά να πάρουν νερό. Στο παλάτι έχει μείνει η μητέρα τους, η Μετάνειρα, η οποία αναθρέφει τον μικρό αδελφό τους, τον Δημοφώντα, που χρειάζεται τη φροντίδα παραμάνας. Η θεά, δίχως να αποκαλύπτει την πραγματική της ταυτότητα, ζητάει από τις κοπέλες στέγη και εργασία, αίτημα στο οποίο ανταποκρίνεται πρόθυμα η Μετάνειρα. ΄Ετσι η Δήμητρα εγκαθίσταται στο ανάκτορο και αναλαμβάνει το μεγάλωμα του παιδιού. Τα χρόνια περνούν και ο Δημοφών μεγαλώνει σαν θεός. Κάθε νύχτα η Δήμητρα τον βάζει κρυφά όπως ένα κούτσουρο στη φωτιά, με σκοπό να τον κάνει αθάνατο. Οι γονείς δεν ξέρουν τίποτε, παρά μόνο θαυμάζουν τη θεϊκή ομορφιά του γιου τους. Ωστόσο η βασίλισσα είναι περίεργη· καιροφυλακτώντας βλέπει την πράξη της θεάς και τρομαγμένη λέει άπρεπα λόγια για εκείνη. Τότε η Δήμητρα θυμωμένη βγάζει το παιδί από την εστία, το ακουμπά στο πάτωμα και αποκαλύπτεται ζητώντας να της κτίσουν ναό.
Και οι στίχοι 275-280 ξεδιπλώνουν την ομορφιά της θεάς: έδιωξε από πάνω της τα γηρατειά, κι ολόγυρά της έπνεε το κάλλος· τα πέπλα ευωδίαζαν, και το κορμί της θεάς φεγγοβολούσε ώς πέρα, τους ώμους σκέπαζαν ξανθά μαλλιά, και το παλάτι λούστηκε από λάμψη σαν από αστραπή. Βγήκε η θεά από το ανάκτορο
τῆς δ’ αὐτίκα γούνατ’ ἔλυντο,
δηρὸν δ’ ἄφθογγος γένετο χρόνον, οὐδέ τι παιδὸς
μνήσατο τηλυγέτοιο ἀπὸ δαπέδου ἀνελέσθαι. (στ. 281-283)
Σε μετάφραση
και τότε της Μετάνειρας ευθύς τα γόνατα λυθήκαν,
κι ώρα πολλή έμεινε άλαλη κι ούτε καθόλου
το μυριάκριβο παιδί της σκέφτηκε απ’ το δάπεδο να το σηκώσει.