Η έκφραση αυτή με την οποία δηλώνουμε ότι κάτι/κάποι(ος) είναι πάρα πολύ μαύρ(ος), κατάμαυρ(ος), ανάγεται στην αντίστοιχη ομηρική μελάντερον ἠύτε πίσσα, που απαντά στην Ιλιάδα.
Ας δούμε όμως πρώτα το αρχαίο επίθετο μέλας-μέλαινα-μέλαν (συγκριτικός βαθμός μελάντερος, -α, -ον), που λεγόταν για οτιδήποτε έχει σκοτεινό χρώμα, είναι σκούρο μέχρι και μαύρο (← ἀμαυρός ). Ομόρριζα: το ουδέτερο του επιθέτου ως ουσιαστικό, τὸ μέλαν=μελάνι (από το μεταγενέστερο μελάνιον, υποκοριστικό τού μέλαν)∙ μελανόφθαλμος = μαυρομάτης∙ ὁ μελάνουρος (←μέλας +οὐρά )= το μελανούρι, το ψάρι με μία μαύρη κηλίδα στη βάση της ουράς∙ μελαγχολάω-ῶ, μελαγχολία∙ μελανός, μελάνωμα, μελανοδοχείο, μελαμψός, μελανοχίτωνας (← μελαγχίτων, από το μέλας+ χιτών= ο φορών μαύρο χιτώνα) και άλλα πολλά, απλά και σύνθετα, τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιες μεταφορικές χρήσεις του επιθέτου διατηρούνται ώς τις μέρες μας, επί παραδείγματι: μέλαν νέφος= μαύρο σύννεφο (όπως θα δούμε παρακάτω), μέλαινα τύχη=μαύρη τύχη, μέλαιναι ἡμέραι=μαύρες μέρες, μέλαινα καρδία = μαύρη καρδιά, μέλας οἶνος=μαύρο κρασί, που στην Ελλάδα είναι το σκούρο κόκκινο.1
Από τα παραπάνω ομόρριζα, σχετικά με το ψάρι μελάνουρον, το μελανούρι, ο Αριστοτέλης γράφει στο Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι (591a15) κάνοντας λόγο για το πώς τρέφονται τα ψάρια:
[…] ὁ δὲ δάσκιλλος τῷ βορβόρῳ καὶ κόπρῳ, σκάρος δὲ καὶ μελάνουρος
φυκίοις, […]
[…] ο δάσκιλλος2 (τρέφεται) με βούρκο και κοπριά, ο σκάρος και το μελανούρι
με φύκια, […]
Και για το ουσιαστικό μέλαν= μελάνι, παραθέτουμε τη φράση που σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Σόλων 18) είπε ο ρήτορας Δημάδης3 για τους νόμους τού Δράκοντα:
ὅτι δι’ αἵματος, οὐ διὰ μέλανος, τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν.
ότι με αίμα και όχι με μελάνι4 έγραψε τους νόμους ο Δράκων.5
Για το ρήμα μελαγχολῶ έχουμε να πούμε ότι είναι παρασύνθετο από το μελάγχολος ( σχηματίζεται από το μέλας +χολή και δηλώνει τον βουτηγμένο σε μαύρη χολή, τον φαρμακερό) και σήμαινε κατά λέξη πάσχω από νοσηρή κατάσταση που οφείλεται στην επικράτηση της μαύρης χολής, είμαι παράφρων, τρελός.
Εδώ το παρουσιάζουμε όπως απαντά στην κωμωδία του Αριστοφάνη ΄Ορνιθες.6 Πρωταγωνιστές είναι, όπως έχουμε ξαναπεί, δύο Αθηναίοι, ο Πισθέταιρος και ο Ευελπίδης, οι οποίοι βαριεστημένοι από τη ζωή στη χώρα τους με τα πολλά προβλήματα, την εγκαταλείπουν και με οδηγό τους μια κάργια ο ένας και μια κουρούνα ο άλλος αναζητούν τον Τηρέα,7 τον τσαλαπετεινό, που ήταν και γαμπρός των Αθηναίων, για να τους βοηθήσει να βρουν ένα ήσυχο μέρος, όπου θα ζήσουν ήρεμα, όπως έχουν ονειρευτεί. Όμως ακολουθώντας τα πουλιά που τους σέρνουν δώθε κείθε με τα κρωξίματά τους, διαμαρτύρονται αγανακτισμένοι για την ταλαιπωρία τους, και ο Ευελπίδης λέει (στ. 13-16):
ΕΥ. Ἦ δεινὰ νὼ δέδρακεν οὑκ τῶν ὀρνέων,
ὁ πινακοπώλης Φιλοκράτης μελαγχολῶν,
ὃς τώδ’ ἔφασκε νῷν φράσειν τὸν Τηρέα,
τὸν ἔποφ’, ὃς ὄρνις ἐγένετ’, ἐκ τῶν ὀρνέων∙
ΕΥ. Μα την αλήθεια, σε μπελάδες μάς έβαλε αυτός απ’ των πετούμενων
την αγορά, ο πτηνοπώλης Φιλοκράτης, ο τρελάρας,
που έλεγε σ’ εμάς ότι τα δυο ετούτα θα μας δείχναν τον Τηρέα,
τον τσαλαπετεινό απ’ τα πουλιά, που (από άνθρωπος) εγίνηκε πουλί∙
΄Οσον αφορά στη λέξη μελαγχολία, απαντά για πρώτη φορά στον Ιπποκράτη, και με αυτήν οι Ιπποκρατικοί γιατροί δήλωναν κάποια κατάσταση σωματικής και ψυχικής εξάντλησης, που την απέδιδαν στην επικράτηση της μαύρης χολής στο αίμα. Κατά τον Ιπποκράτη, η κίτρινη χολή και η μαύρη αποτελούν μαζί με το αίμα και το φλέγμα τους τέσσερις χυμούς του σώματος. Η μαύρη χολή είναι η νοσώδης, και παθολογικές επιδράσεις της με την επικράτησή της είναι οι ψυχασθένειες.
΄Οσο για το ουσιαστικό χολή, αναφερόταν κ α ι στο γνωστό πρασινωπό υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι μέσω της χοληδόχου κύστεως8 κ α ι στη χοληδόχο κύστη, όπως και σήμερα∙ μεταφορικά, δε, είχε την έννοια της πικρίας, της οργής, έννοια που έχει περάσει και στη νέα Ελληνική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντλούμε από ένα άλλο αριστοφάνειο δράμα, τις Θεσμοφοριάζουσες. Θυμίζουμε ότι ο Μνησίλοχος, που είναι συγγενής τού Ευριπίδη, ντύνεται γυναίκα και πηγαίνει στη συνέλευση των οργισμένων κατά του τραγικού ποιητή γυναικών για να τον υπερασπιστεί. Παίρνει λοιπόν τον λόγο και κάνει μια πονηρή εισαγωγή, για να τις καλοπιάσει και να μην ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών⸺ κάτι που τελικά δεν θα αποφύγει ⸺ με όσα θα πει στη συνέχεια. Αρχίζει λοιπόν λέγοντας:
Το να σας πιάνει οργή μεγάλη, γυναίκες, για τον Ευριπίδη
με τέτοια πράγματα απαίσια που ακούτε
παράξενο δεν είναι, οὐδ’ ἐπιζεῖν τὴν χολήν,
ούτε το ότι βράζει η χολή σας (δηλαδή η οργή σας).
Και τώρα ερχόμαστε στο όνομα πίσσα, που σώζεται με τον ίδιο μορφολογικά τύπο και την ίδια, στην ουσία, σημασία ώς σήμερα∙ σήμαινε την ελαιώδους και παχύρρευστης σύστασης ύλη, χρώματος καστανού έως μαύρου, που εξαγόταν από τα ρητινώδη δέντρα, όπως ἡ πεύκη, ἡ πίτυς,9 με την οποία πιθανώς να συνδέεται ετυμολογικά, κ. ά. Η πίσσα ήταν γνωστή στους αρχαίους ΄Ελληνες πριν από τα ομηρικά χρόνια. Τη διέκριναν σε ὑγρά, κατεργασμένη και σε ρευστή κατάσταση, και σε ξηρά, που παραγόταν από το βράσιμο της υγρής.Την πίσσα χρησιμοποιούσαν κατά της σκουριάς και άλειφαν με αυτήν την καρίνα των πλοίων∙ επίσης άλειφαν τα πήλινα πιθάρια όπου έβαζαν το κρασί, για την καλύτερη διατήρηση της ποιότητάς του. Η πίσσα χρησιμοποιούνταν ακόμη ως μέσο αποτρίχωσης.
Στον Λουκιανό και στο Περὶ τῶν ἐπὶ μισθῷ συνόντων (33) διαβάζουμε για
κίναιδόν τινα τῶν πεπιττωμένων10 τὰ σκέλη καὶ τὸν πώγωνα περιεξυρημένων∙
έναν κίναιδο από αυτούς που έχουν αποτριχωμένα τα σκέλη με πίσσα και ξυρισμένο το γένι∙
Αλλά και για λόγους αποτροπαϊκούς, πριν γεννηθεί ένα παιδί, έχριαν το σπίτι με πίσσα, καθώς πίστευαν ότι προστατεύει από τα μιάσματα. Και κατά την τρίτη ημέρα της γιορτής των Ανθεστηρίων, που ονομαζόταν Χύτροι και ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς, επειδή θεωρούνταν «μιαρά», επάλειφαν τις εισόδους των κατοικιών με πίσσα, για να κρατήσουν μακριά τα κακά πνεύματα.
Τέλος, από τον Ιπποκράτη και τον Διοσκουρίδη μαθαίνουμε ότι η πίσσα είχε εφαρμογή για διάφορους θεραπευτικούς σκοπούς, όπως: πάνω σε τραύματα σε μορφή αλοιφής μαζί με κερί, δρώντας ως αντισηπτικά και αντιφλεγμονώδη∙ ακόμη, η υγρή πίσσα εφαρμοζόταν στα ρουθούνια για να δράσει διεγερτικά σε όσους βρίσκονταν σε λήθαργο∙ αναμεμειγμένη δε με άλλα φαρμακευτικά υλικά τη χρησιμοποιούσαν στα θανατηφόρα δηλητήρια, στον βήχα, στο άσθμα, στις φλεγμονές, στη θεραπεία ελκών, ερπήτων, ραγάδων κ. ά.
Επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε και στην ομηρική φράση την αντίστοιχη της νεοελληνικής «μαύρ(ος) σαν πίσσα». Στη ραψωδία Δ της Ιλιάδας, ο Αγαμέμνων, οργισμένος από την παραβίαση των ένορκων συνθηκών από τους Τρώες και τον τραυματισμό του αδελφού του, του Μενέλαου, από τον Τρώα Πάνδαρο, επιθεωρεί το στράτευμα προτρέποντας τους αρχηγούς στη μάχη. Μεταξύ αυτών αρματώνονται και οι δύο Αίαντες μαζί με τις στρατιωτικές τους δυνάμεις∙ και στο σημείο αυτό, ο ποιητής δημιουργεί άλλη μία ωραιότατη παρομοίωση από τις πολλές που κοσμούν το επικό αριστούργημα (στ. 275-282):
ὡς δ’ ὅτ’ ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν νέφος αἰπόλος ἀνὴρ
ἐρχόμενον κατὰ πόντον ὑπὸ Ζεφύροιο ἰωῆς∙
τῷ δέ τ’ ἄνευθεν ἐόντι μελάντερον ἠΰτε πίσσα
φαίνετ’ ἰὸν κατὰ πόντον, ἄγει δέ τε λαίλαπα πολλήν,
ῥίγησέν τε ἰδών, ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα∙
τοῖαι ἅμ’ Αἰάντεσσι διοτρεφέων αἰζηῶν
δήϊον ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες
κυάνεαι, σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι.
Σε μετάφραση
Και όπως, όταν από τη σκοπιά του ο γιδοβοσκός θωρεί
να ’ρχεται σύννεφο κατά το πέλαγο απ’ την πνοή
του Ζέφυρου11 σπρωγμένο, και φαίνεται σ’ αυτόν
να φτάνει προς το πέλαγο, μόλο που είν’ ακόμη μακριά,
πιο μαύρο κι από μαύρο, σαν την πίσσα,
και ανεμόβροχο να φέρνει μαζί του δυνατό,
και βλέποντάς το ανατριχιάζει από τον φόβο
και μέσα στη σπηλιά τα γιδοπρόβατα οδηγεί,
έτσι αντάμα με τους Αίαντες κινούσαν για τον φοβερό τον πόλεμο
πυκνές φάλαγγες μαύρες12 ανδρών με ρώμη, αρχοντογέννητων,
φρικίασης θαλασσινής εικόνα με τις ασπίδες τις βαριές
και με τα δόρατα δημιουργώντας.13
1)Βλ. τις ποικιλίες Μαυρο-δάφνη, Ξινό-μαυρο, αλλά και Μαύρο πρόσφατα.
2)Είδος ψαριού που ανήκει στο γένος των ακανθοπτερυγίων ιχθύων.
3)Αθηναίος ρήτορας της εποχής του Φιλίππου και του Δημοσθένη, από τους κυριότερους παράγοντες της φιλομακεδονικής παράταξης των Αθηναίων.
4)Οι αρχαίοι γνώριζαν από πολύ παλιά το μελάνι της σουπιάς ⸺ μάλιστα, έχουν βρεθεί επιγραφές σε γραμμική Α της μινωικής Κρήτης (1800-1400 π. Χ.) γραμμένες με μελάνι σουπιάς στο εσωτερικό κυπέλλων. Επίσης έφτιαχναν μελάνι από καπνιά στερεοποιημένη, προερχόμενη από τον καπνό καμένου πεύκου και αναμεμειγμένη με κόμμι.
5)Ο Δράκων ήταν περίφημος Αθηναίος νομοθέτης. Το 421 π. Χ. συνέταξε νόμους που κρίθηκαν ιδιαίτερα σκληροί. Εξ αυτού προέρχεται η έκφραση «δρακόντεια μέτρα», συνώνυμη των πολύ αυστηρών μέτρων.
6)Για την κωμωδία αυτή βλ. άρθρο μας με θέμα τη φράση «Και του πουλιού το γάλα» (20/1/2018).
7)Ο Τηρέας, κατά τον μύθο, ήταν βασιλιάς της Θράκης. Παντρεύτηκε την Πρόκνη, την κόρη τού βασιλιά της Αθήνας Αμφίονα, και απέκτησε μαζί της έναν γιο, τον ΄Ιτυ. Ατίμασε όμως την αδελφής της, τη Φιλομήλα, και η Πρόκνη, για να τον εκδικηθεί, έσφαξε το παιδί τους και του παρέθεσε ως γεύμα τα κομμάτια του.Όταν ο Τηρέας συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, άρχισε να καταδιώκει τις αδελφές, μέχρι που, μετά από παράκλησή τους, παρενέβησαν οι θεοί και μεταμόρφωσαν και τους τρεις σε πουλιά: τον Τηρέα σε τσαλαπετεινό, τη Φιλομήλα σε χελιδόνα και την Πρόκνη σε αηδόνα.
8)Ακριβώς στο πρασινοκίτρινο χρώμα της οφείλεται ο σχηματισμός της λέξης χολή, όπως και των ομόρριζων χλωρός, χλόη.
9)Πρόκειται για το είδος το γνωστό με τα κοινά ονόματα κουκουναριά, ήμερο πεύκο ή στροφιλιά.
10)Πεπιττωμένων: Μετοχή Παρακειμένου μέσης φωνής του ρήματος πισσ(ττ)όω-ῶ= μαδώ τις τρίχες με έμπλαστρο από πίσσα.
11)Ο Ζέφυρος είναι ο δυτικός άνεμος, που συχνά στον ΄Ομηρο παριστάνεται ως θυελλώδης και βροχερός (ο πουνέντες στη νεοελληνική ναυτική ορολογία).
12)Ο ποιητής, παρομοιάζοντάς τις φάλαγγες με τα μαύρα σύννεφα, τις χαρακτηρίζει μαύρες κ α ι λόγω του χρώματος του οπλισμού κ α ι λόγω της εντύπωσης που έδινε η πυκνότητα των παραταγμένων για τη μάχη.
13)Πεφρικυῖαι στο πρωτότυπο: Μετοχή του ρήματος φρίσσ(ττ)ω ( ομόρριζα: φρίκη, φρικώδης, φρικτός, φρικαλέος, φρικιώ κ. ά. ), το οποίο στην κυριολεξία του δηλώνει την κίνηση της ελαφρά κυμαινόμενης θάλασσας, το φρικίασμα, τη ρυτίδωση. Στη συνέχεια αποκτά την έννοια τού «ανατριχιάζω», «τρομάζω». Ο ΄Ομηρος το χρησιμοποιεί εδώ μεταφορικά, για να αποδώσει την αίσθηση κυματοειδούς κίνησης που δημιούργησε η πυκνή παράταξη των όπλων των μαχητών ⸺ των ασπίδων και κυρίως των ψηλών δοράτων ⸺ καθώς υψώνονταν ταυτόχρονα για τη μάχη!
Το ρήμα με την αρχική του σημασία το γνωρίζει ένας άλλος μεγάλος των γραμμάτων μας, ο Παπαδιαμάντης φυσικά, που το προτάσσει σε μια θαυμάσια περιγραφή της θάλασσας ⸺ δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να τη μοιραστώ μαζί σας.
Από τον ΄Ομηρο, λοιπόν, στον Παπαδιαμάντη∙ ένα ταξίδι μαγικό!
ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
[…] «φρίσσει τὸ κῦμα εἰς τὴν ἐπαφὴν τῆς ψυχρᾶς πνοῆς, φρικιᾷ ὁ πορφυροῦς πόντος ἀπὸ τὴν κραταιὰν αὔραν, ρυτιδοῦται ἡ θάλασσα ἀπὸ τὴν ἀλλεπάλληλον ραγδαίαν ριπήν, ἀγριαίνει τὸ πέλαγος, ὠρύεται μανιωδῶς ἡ καταιγίς, ρήγνυται τὸκῦμα εἰς τοὺς σκληροὺς αἰχμηροὺς βράχους».