Άλλη μία λέξη της αρχαίας Ελληνικής κατασκευασμένη από την ποιητική γλώσσα με ανάγλυφη παραστατικότητα είναι το επίθετο νιφόβολος-ον. Σχηματίστηκε από το ουσιαστικό νιφάς-άδος (ἡ) = νιφάδα, τουλούπα χιονιού και κατ’ επέκταση χιόνι, και το ρήμα βάλλω= ρίχνω∙ δηλώνει, δε, τον καλυμμένο από χιόνια, τον χιονοσκεπή.
Ας δούμε πρώτα τη λέξη νιφὰς (ομόρριζα: νί(ει)φω= χιονίζω, νιφετός= χιονοθύελλα, νιφόεις-εσσα-εν= χιονισμένος κ. ά. ), όπως απαντά σε μία από τις περίφημες παρομοιώσεις των ομηρικών επών. Στη ραψωδία Τ της Ιλιάδας, μετά τον θάνατο του Πατρόκλου, ο Αχιλλέας παύει την οργή του και ετοιμάζεται μαζί με τον στρατό των Αχαιών να ριχτεί στη μάχη εναντίον των Τρώων. Και ο ποιητής απεικονίζει την έξοδο των Ελλήνων πολεμιστών από το στρατόπεδό τους ⸺ ήταν οργανωμένο κοντά στα πλοία, που τα είχαν τραβήξει στη στεριά για να μη σαπίζουν στο νερό ⸺ με τους παρακάτω στίχους (στ. 357-361):
ὡς δ’ ὅτε ταρφειαὶ νιφάδες Διὸς ἐκποτέονται,
ψυχραί, ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο,
ὣς τότε ταρφειαὶ κόρυθες λαμπρὸν γανόωσαι
νηῶν ἐκφορέοντο καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι
θώρηκές τε κραταιγύαλοι καὶ μείλινα δοῦρα.
Σε μετάφραση
Κι όπως όταν πυκνές νιφάδες πετώντας στον αέρα
από τον Δία πέφτουνε, ψυχρές, κάτω από την ορμή
του αιθερογέννητου Βοριά, έτσι λοιπόν και τότε,
κράνη πυκνά που αστράφτανε μες στη στιλπνότητά τους
βγαίναν από το ναυτικό στρατόπεδο τραβώντας προς τα μπρος
κι ασπίδες με το στρογγυλό στη μέση κόσμημα
και θώρακες με πλάκες ισχυρές και δόρατα από φράξο.
Ενδιαφέρουσες είναι και δύο μεταφορικές χρήσεις της λέξης, που αυξάνουν την τερπνότητα του ποιητικού λόγου. Στην πρώτη περίπτωση η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει ό,τι πέφτει αθρόα και πυκνά σαν νιφάδες ⸺ βέλη, πέτρες, κίνδυνοι, δεινά.΄Ετσι, στην Ανδρομάχη του Ευριπίδη, ο μαντατοφόρος που έρχεται από τους Δελφούς και φέρνει την είδηση του φόνου τού Νεοπτολέμου, του γιου τού Αχιλλέα, από κατοίκους των Δελφών, ιστορεί πως τον είχαν περικυκλώσει πολλοί και τον κτυπούσαν με πέτρες, γεγονός που ο ποιητής το εικονογραφεί με τούτα τα λόγια (στ. 1129):
Πυκνῇ δὲ νιφάδι πάντοθεν σποδούμενος […]
Κι ενώ από παντού πυκνή χιονοστιβάδα τον κτυπούσε, […]
Για τη δεύτερη περίπτωση ανατρέχουμε πάλι στην Ιλιάδα. Στη ραψωδία Γ, όταν η Ελένη δείχνει στον Πρίαμο και στους άλλους Τρωαδίτες άρχοντες ψηλά από το κάστρο της Τροίας τους αρχηγούς των Ελλήνων, φθάνει και στον Οδυσσέα. Τότε ένας από αυτούς, ο Αντήνορας, διηγείται ότι τον είχε φιλοξενήσει μαζί με τον Μενέλαο, όταν είχαν έρθει στην Τροία για να διεκδικήσουν την Ελένη ειρηνικά, και εκφράζει τον θαυμασμό του για την ευγλωττία του Ιθακήσιου ήρωα παρομοιάζοντας τα λόγια του με νιφάδες χιονιού ⸺ κατά έναν σχολιαστή, «διά το τάχος των νοημάτων, διά το πυκνόν, διά το της σαφηνείας διάλευκον» ⸺ στους στίχους 221-223:
ἀλλ’ ὅτε δὴ ὄπα τε μεγάλην ἐκ στήθεος εἵη
καὶ ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν,
οὐκ ἂν ἔπειτ’ Ὀδυσῆΐ γ’ ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος·
Σε μετάφραση
Μα όταν πια από το στήθος του μεγάλη άφησε φωνή
και λόγια όμοια με χειμωνιάτικες χιονιού νιφάδες,
κανένας έπειτα άλλος θνητός δεν θα μπορούσε
βέβαια να παραβγεί στον Οδυσσέα·
Περνάμε στο ρήμα νί(ει)φω, το οποίο συνήθως απαντά απρόσωπο, όπως στους Ἀχαρνεῖς του Αριστοφάνη και συγκεκριμένα στην ευρηματική σκηνή της αντιδιαστολής του ειρηνόφιλου Δικαιόπολη από τον πολεμοχαρή Λάμαχο. Ο μεγάλος κωμωδιογράφος παρουσιάζει τον πρώτο να οργανώνεται για γλέντι και πλουσιοπάροχο δείπνο και απέναντί του τον δεύτερο να ετοιμάζεται να μεταβεί στον πόλεμο, όπου και θα τραυματιστεί. Χαρακτηριστικοί είναι οι παρακάτω στίχοι (1140-1142):
ΛΑ. Τὴν ἀσπίδ’ αἴρου καὶ βάδιζ’, ὦ παῖ, λαβών.
Νείφει. Βαβαιάξ· χειμέρια τὰ πράγματα.
ΔΙ. Αἴρου τὸ δεῖπνον· συμποτικὰ τὰ πράγματα.
Σε μετάφραση
ΛΑ. (Στον δούλο του)1 Σήκωσε, πάρε την ασπίδα και βάδιζε, μικρέ.
Χιονίζει. Πωπώωω! Τα πράγματα το παν για βαρυχειμωνιά.
ΔΙ. (Στον δούλο του) Σήκωσε, φέρε το δείπνο. Τα πράγματα το παν για φαγοπότι.
Ο ποιητής Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς2 χρησιμοποιεί σε ένα επίγραμμά του (Παλατινή Ανθολογία VI, 198) το ρήμα μεταφορικά, γράφοντας για τον νεαρό Λύκωνα, ο οποίος έκοψε και αφιέρωσε στον Απόλλωνα το πρώτο χνούδι που άνθισε στους κροτάφους του, ευχόμενος συγχρόνως να μπορέσει να επαναλάβει το ίδιο και όταν πλέον θα έχουν ασπρίσει οι κρόταφοί του. Και ο Αντίπατρος κορυφώνει στο τέλος του επιγράμματος τη λυρικότητα των στίχων του, προσθέτοντας και τη δική του ευχή προς τον θεό να εισακούσει τον Λύκωνα
[…] ὥς αὖτις πολιῷ γήραϊ νιφόμενον.
ώστε το ίδιο αυτός να κάνει πάλι, όταν θα πέφτει πάνω του
των κάτασπρων των γηρατειών το χιόνι.
Επιστρέφουμε στο επίθετο νιφόβολος και σε ένα μικρό απόσπασμα από τα Γεωγραφικά τού Στράβωνα. Για την ακρίβεια, στο όγδοο βιβλίο και στο κεφάλαιο που ο γεωγράφος ασχολείται με την Κόρινθο διαβάζουμε (8.6.21):
Ἀπὸ δὲ τῆς κορυφῆς πρὸς ἄρκτον μὲν ἀφορᾶται ὅ τε Παρνασσὸς
καὶ ὁ Ἑλικών, ὄρη ὑψηλὰ καὶ νιφόβολα, καὶ ὁ Κρισαῖος κόλπος […]
Σε μετάφραση
Και από την κορυφή (του Ακροκορίνθου) προς βορρά μεν φαίνεται μακριά και ο Παρνασσός
και ο Ελικώνας, όρη ψηλά και χιονοσκέπαστα, και ο Κρισαίος κόλπος […]
Τελειώνουμε με ένα άλλο επίσης ωραίο επίθετο, ταυτόσημο και συγγενικό ετυμολογικά με το νιφόβολος, το ἀγάννιφος-ον· είναι σύνθετο από το ρήμα νίφω ως δεύτερο συνθετικό και το επίρρημα ἄγαν= πολύ, πάρα πολύ και δηλώνει τον καλυμμένο από πολύ χιόνι. Το συναντούμε επίσης στην Ιλιάδα ως προσδιοριστικό του Ολύμπου. Στη ραψωδία Σ, μετά τον θάνατο του Πατρόκλου και ενώ οι Αχαιοί και οι Τρώες μάχονται γύρω από τον νεκρό για να πάρουν το σώμα του, έρχεται στον Αχιλλέα η ΄Ιριδα, η αγγελιοφόρος των θεών, για να τον ξεσηκώσει και να τον ωθήσει να μπει στη μάχη. Και όταν ο Αχιλλέας τη ρωτάει ποιος θεός την έστειλε, εκείνη απαντά (στ. 184-186):.
« Ἥρη με προέηκε, Διὸς κυδρὴ παράκοιτις·
οὐδ’ οἶδε Κρονίδης ὑψίζυγος οὐδέ τις ἄλλος
ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται.»
Σε μετάφραση
« Η ΄Ηρα μ’ έστειλε, η ξακουστή τού Δία σύντροφος στην κλίνη·
ούτε ο γιος του Κρόνου3 το γνωρίζει που ’χει το θρόνο του ψηλά,
μα ούτε και κανένας άλλος απ’ τους αθάνατους που κατοικούν
τον ΄Ολυμπο τον ολοσκέπαστο από πολύ, περίσσιο χιόνι».
1)Ο οπλίτης στον πόλεμο είχε μαζί του και έναν δούλο.
2)Επιγραμματοποιός ο οποίος άκμασε την εποχή του Αυγούστου (τέλη 1ου αι. π. Χ. – αρχές 1ου αι. μ. Χ.). Σώζονται 80 επιγράμματά του που χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό. Ορισμένα ωστόσο είναι αβέβαιο αν ανήκουν σ’ αυτόν ή σε έναν άλλον επιγραμματοποιό και συνονόματό του, τον Αντίπατρο τον Σιδώνιο (δύο μεταφρασμένα επιγράμματα του οποίου έχουμε παρουσιάσει στο άρθρο μας με θέμα «Επιγράμματα Παλατινής Ανθολογίας » (10/9/2022).
3)Γιος του Κρόνου ήταν ο Δίας.