Μία αρχαιότατη (ομηρική) λέξη, μεγαλόπρεπη, εύηχη και εξαιρετικά παραστατική είναι το επίθετο ὀφρυόεις- εσσα-εν.
Είναι παράγωγο τού ουσιαστικού ὀφρῦς-ύος (ἡ)= φρύδι (← μεσαιωνικό ὀφρύδιον, υποκοριστικό τού ὀφρῦς) και σημαίνει τ(ον) ευρισκόμενο στο φρύδι, στο χείλος υψώματος ή γκρεμού, τον απόκρημνο. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη μεταφορική σημασία τής πρωτότυπης λέξης ὀφρῦς∙ λόγω δηλαδή της ομοιότητας του σχήματος, το ουσιαστικό χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και την άκρη όρους ή απόκρημνης πλευράς, το φρύδι, όπως λέμε μέσα από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα.
Με την κύρια σημασία συναντούμε το ουσιαστικό στη ραψωδία Ξ της Ιλιάδας, όπου σε μία σκηνή μάχης περιγράφεται πώς ο Πηνέλεως, ο επικεφαλής των Βοιωτών, σκότωσε τον Τρωαδίτη Ιλιονέα (στ. 493-496):
Τὸν τόθ’ ὑπ’ ὀφρύος οὖτα κατ’ ὀφθαλμοῖο θέμεθλα,
ἐκ δ’ ὦσε γλήνην∙ δόρυ δ’ ὀφθαλμοῖο διὰ πρὸ
καὶ διὰ ἰνίου ἦλθεν, ὃ δ’ ἕζετο χεῖρε πετάσσας
ἄμφω∙
Τότε αυτόν κάτω απ’ το φρύδι τονε χτύπησε, στη ρίζα τού ματιού,
και έξω τον βολβό τού έβγαλε ∙ το δόρυ μέσ’ από το μάτι
και τον αυχένα πέρασε και βγήκε πίσω, κι εκείνος κάτω κάθισε
τα δυο του χέρια απλώνοντας∙
Στην Ιλιάδα απαντά το ὀφρῦς και με τη μεταφορική σημασία, όπως στη ραψωδία Υ, όπου ο Δίας αποφασίζει να στραφεί υπέρ των Αχαιών. Στη γενική συνέλευση λοιπόν των θεών, ο Δίας τούς ανακοινώνει ότι η εντολή του να μην εμπλέκονται στον πόλεμο δεν ισχύει πια. ΄Ετσι, οι θεοί χωρίζονται, όπως έχουμε ξαναπεί, από τη μια σε προστάτες των Αχαιών ⸺ η ΄Ηρα, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας, ο Ερμής και ο ΄Ηφαιστος ⸺ και από την άλλη σε προστάτες των Τρώων ⸺ ο ΄Αρης, ο Απόλλωνας, η ΄Αρτεμη, η Λητώ, η Αφροδίτη ⸺ και φθάνουν όλοι στην Τροία. Ο Ποσειδώνας και οι άλλοι θεοί κάθισαν στο ψηλό τείχος που είχαν παλιά οικοδομήσει οι Τρώες «και γύρω από τους ώμους τους σύννεφο αδιαπέραστο περιβληθήκαν»∙ και ο ποιητής συνεχίζει στους στίχους 151-152 που ακολουθούν:
οἱ δ’ ἑτέρωσε καθῖζον ἐπ’ ὀφρύσι Καλλικολώνης
ἀμφὶ σέ, ἤιε Φοῖβε, καὶ Ἄρηα πτολίπορθον.
Κι εκείνοι [οι θεοί, οι βοηθοί των Τρώων] στο άλλο μέρος κάθισαν,
στο φρύδι της Καλλικολώνας,1 γύρω από σένα, Φοίβε τοξευτή,
και γύρω από τον ΄Αρη, τον πορθητή των πόλεων.
Επειδή με τις κινήσεις των φρυδιών οι άνθρωποι δείχνουν θλίψη, οργή, κυρίως έπαρση ή καταφρόνηση, οι αρχαίοι σχημάτισαν πολλές φράσεις δηλωτικές των παραπάνω συναισθημάτων με το ουσιαστικό ὀφρῦς και ένα ρήμα να το συνοδεύει. Η έννοια της υπεροψίας μάλιστα έχει διασωθεί ώς τις μέρες μας σε φράσεις που λέμε και εμείς, λ.χ. «τον κοίταξε υπεροπτικά σηκώνοντας το φρύδι του». Την αντίστοιχη αρχαία φράση τη βρίσκουμε σε ένα σωζόμενο ποιητικό απόσπασμα, το οποίο αποδίδεται στον Ευριπίδη (1280 Μ):
ἐὰν ἴδῃς πρὸς ὕψος ἠρμένον τινὰ
λαμπρῷ τε πλούτῳ καὶ γένει γαυρούμενον
ὀφρύν τε μείζω τῆς τύχης ἐπηρκότα,
τούτου ταχεῖαν νέμεσιν εὐθὺς προσδόκα.
Αν δεις κανέναν να ψηλοκρατιέται και για τον πλούτο
τον λαμπρό και την καταγωγή του να κομπάζει
και πιο πολύ το φρύδι να σηκώνει2 απ’ όσο η τύχη επιτρέπει,
την τιμωρία του τη γρήγορη περίμενε αμέσως.
Επίσης, με το ὀφρῦς η πλαστουργός αρχαία ελληνική γλώσσα δημιούργησε σύνθετες λέξεις, όπως τα επίθετα εὔ-οφρυς-υ= αυτ(ός) που έχει ωραία φρύδια,3
λεύκ-οφρυς-υ = αυτ(ός) που έχει λευκά φρύδια, μελάν-οφρυς= ο μαυροφρύδης, το ρήμα συν-οφρυόομαι-οῦμαι (→συνοφρυώνομαι)= ζαρώνω τα φρύδια εξαιτίας δυσαρέσκειας, λύπης ή περισυλλογής, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω, το ουσιαστικό χρύσ-οφρυς (ὁ), που δηλώνει το ψάρι με την πλατιά χρυσαφί ταινία ανάμεσα στα μάτια, την κοινώς γνωστή τσιπούρα κ. ά.
Σε ένα επίγραμμά του ο ποιητής Ρουφίνος (2ος ή 3ος αι. μ. Χ.) μιλάει για μια γυναίκα στο γέρμα της ζωής της. Αντιπαραθέτει στην ασχήμια που της έφεραν τα γηρατειά την ομορφιά της όταν ήταν νέα, και στον δεύτερο στίχο είχε την έμπνευση να αναδείξει το νεανικό της κάλλος με τέσσερα επίθετα που έχουν το ίδιο πρώτο συνθετικό, το ευ-4 , μεταξύ αυτών και το εὔοφρυς (Παλατινή Ανθολογία V 76):
[…]
Αὕτη πρόσθεν ἔην ἐρατόχροος, εἰαρόμασθος,
εὔσφυρος, εὐμήκης, εὔοφρυς, εὐπλόκαμος.
[…]
[…]
Αυτή πριν εράσμιο είχε δέρμα, το έαρ στους μαστούς,
σφυρά είχε τορνευτά, ήτανε ντελικάτη και ψηλή,
γαϊτανοφρύδα, με όμορφες πλεξούδες.
[…]
Από το παρόν άρθρο δεν γίνεται να παραλείψουμε μια ποιητικότατη και γοητευτικά τολμηρή μεταφορική χρήση τής λέξης λεύκοφρυς, την οποία συναντούμε στον Ηρόδοτο και για την ακρίβεια στον παρακάτω χρησμό που έδωσε η Πυθία στους Σιφνίους, όταν συμβουλεύτηκαν το μαντείο εάν τα πλούτη που είχαν τότε,5 θα τους βρίσκονταν για πολύ καιρό (ΙΙΙ 57):
Ἀλλ’ ὅταν ἐν Σίφνῳ πρυτανήια λευκὰ γένηται
Λεύκοφρύς τ’ ἀγορή, τότε δὴ δεῖ φράδμονος ἀνδρός
Φράσσασθαι ξύλινόν τε λόχον κήρυκά τ’ ἐρυθρόν.
Αλλ’ όταν στη Σίφνο λευκά γίνουν πρυτανεία6
και λευκόφρυδη αγορά,7 τότε χρειάζεται ένας άνδρας συνετός
για να τους φυλάξει από παγίδα ξύλινη και κήρυκα ερυθρό.
Τότε οι Σίφνιοι, προσθέτει ο ιστορικός, είχαν κτίσει το Πρυτανείο και την αγορά τους με μάρμαρο της Πάρου,8 ο δε χρησμός επαληθεύτηκε, όταν έφθασαν στο νησί Σάμιοι και έστειλαν ένα από τα πλοία τους με πρέσβεις στην πόλη των Σιφνίων. Και εξηγεί ότι τον παλιό καιρό όλα τα καράβια ήταν βαμμένα με κόκκινο χρώμα και ότι ακριβώς αυτό υποδήλωνε η Πυθία μιλώντας για ξύλινη παγίδα και κόκκινο κήρυκα.( Οι Σάμιοι ζήτησαν από τους Σιφνίους ένα μεγάλο δάνειο, αυτοί αρνήθηκαν, οι Σάμιοι πολέμησαν εναντίον τους, τους νίκησαν και τελικά εισέπραξαν πολύ μεγαλύτερο ποσό).
΄Οσο για το ρήμα συνοφρυοῦμαι, μας μεταφέρει στην ΄Αλκηστη του Ευριπίδη. Ο πληθωρικός και καλοφαγάς Ηρακλής έχει έρθει στη χώρα των Φερών και φιλοξενείται στο παλάτι τού φίλου του, του βασιλιά ΄Αδμητου, ξεφαντώνοντας, δίχως να γνωρίζει τη συμφορά που το έχει πλήξει με τον θάνατο της βασίλισσας ΄Αλκηστης. Αποπαίρνει λοιπόν τον δούλο που τον περιποιείται θλιμμένος και εξοργισμένος με το γλεντοκόπημά του και ανάμεσα στα άλλα του λέει (στ. 776-778):
σὺ δ’ ἄνδρ’ ἑταῖρον δεσπότου παρόνθ’ ὁρῶν,
στυγνῷ προσώπῳ καὶ συνωφρυωμένῳ
δέχῃ, θυραίου πήματος σπουδὴν ἔχων.
Ελόγου σου, μόλο που του αφέντη σου τον φίλο εδώ μπροστά σου
βλέπεις, με πρόσωπο κατσούφικο και σκυθρωπό
με υποδέχεσαι, γνοιάξιμο έχοντας για ξένη συμφορά.9
Κλείνουμε το άρθρο μας με το επίθετο ὀφρυόεις, που απαντά επίσης στον Ηρόδοτο και πάλι σε έναν χρησμό τού μαντείου των Δελφών. Σύμφωνα με τον ιστορικό, όταν στην Κόρινθο κυβερνούσαν οι ολιγαρχικοί Βακχιάδες,10 στους οποίους ίσχυε ο κανόνας της ενδογαμίας, ένας από αυτούς απέκτησε μια κόρη χωλή, τη Λάβδα, η οποία, επειδή δεν την παντρευόταν κανείς από τους Βακχιάδες, έγινε σύζυγος του Ηετίωνα από τον δήμο της Πέτρας και γέννησε ένα αγόρι, τον Κύψελο.11 Νωρίτερα είχε δοθεί χρησμός στους Βακχιάδες ανεξήγητος, που προέλεγε την ανάληψη της εξουσίας από τον Κύψελο με τα παρακάτω λόγια (V,92):
Αἰετὸς ἐν πέτρῃσι κύει, τέξει δὲ λέοντα
Καρτερὸν ὠμηστήν∙ πολλῶν δ’ ὑπό γούνατα λύσει.
Ταῦτά νυν εὖ φράζεσθε, Κορίνθιοι, οἳ περὶ καλὴν
Πειρήνην οἰκεῖτε καὶ ὀφρυόεντα Κόρινθον.
Αετός12 κυοφορεί σε βράχους13 και λιοντάρι θα γεννήσει
φοβερό, ωμοφάγο∙ και πολλών τα γόνατα θα λύσει.
Αυτά, λοιπόν, σκεφτείτε τα καλά, Κορίνθιοι, που κατοικείτε
κοντά στην όμορφη Πειρήνη14 και στην απόκρημνη την Κόρινθο.15
Ακροκόρινθος
1)Η Καλλικολώνη (=ωραίος λόφος) ήταν μικρός λόφος στις όχθες τού ποταμού Σιμόεντα.
2)Ἐπηρκότα (στο πρωτότυπο): μετοχή Παρακειμένου τού ρήματος ἐπ-αίρω = σηκώνω, υψώνω, ἐπαίρομαι= υπερηφανεύομαι, μετοχή ἐπηρμένος= περήφανος, φαντασμένος. Παράγωγο του ρήματος είναι το ουσιαστικό ἔπαρσις=α) ανύψωση, β) υπερηφάνεια.
3)Σημειωτέον ότι για τον καλλωπισμό τους οι γυναίκες της αρχαιότητας έβαφαν και τα μάτια και τα φρύδια τους (καστανά ή μαύρα).
4)Το α΄ συνθετικό ευ- τόσο της αρχαίας, όσο και της νέας ελληνικής, προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα εὖ= καλά, σωστά και δηλώνει την καλή ιδιότητα αυτού που σημαίνει το β΄ συνθετικό.
5)Η φήμη τής Σίφνου την αρχαία εποχή οφειλόταν στα περίφημα χρυσωρυχεία και αργυρωρυχεία της που απέφεραν μεγάλο πλούτο στους κατοίκους τού νησιού. Ο Θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς ήταν από τα πλουσιότερα αναθήματα και μάρτυρας της ακμής και αίγλης της αρχαίας Σίφνου.
6)Για τα αρχαία ελληνικά Πρυτανεία όπου συναθροίζονταν οι πρυτάνεις, οι ανώτεροι άρχοντες, βλ. το άρθρο μας με μεταφρασμένο απόσπασμα από τους Ἱππῆς τού Αριστοφάνη (6/5/2023).
7) Η αγορά είχε λευκό περίβολο, λευκές μαρμάρινες στοές ολόγυρα.
8)Για το Παριανό μάρμαρο, τη λεγόμενη Παρίαν Λίθον, βλ. σχ. 4 του άρθρου μας με μεταφρασμένο απόσπασμα από τους ΄Ερωτες του Λουκιανού και με θέμα το άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου (1-10-2022).
9)Ο Άδμητος έχει πληροφορήσει τον Ηρακλή ότι έχει πεθάνει άνθρωπος του σπιτιού, αλλά του έχει αποκρύψει ότι πρόκειται για την ΄Αλκηστη, και ο ήρωας νομίζει ότι η νεκρή είναι κάποια ξένη.
10)Βακχιάδες ονομάζονταν οι βασιλείς των Κορινθίων που ανήκαν στο γένος των Ηρακλειδών, οι οποίοι επικεφαλής των Δωριέων κατέλαβαν την Κόρινθο (ΙΒ αι. π. Χ.). Οι Βακχιάδες κυβέρνησαν την Κόρινθο από τον 9ο αι. π. Χ. μέχρι το 657 π. Χ.∙ κατ’ αρχάς, μέχρι το 748 με βασιλικό καθεστώς, κατόπιν, δε, με ολιγαρχικό.
11)Ο Κύψελος ανέτρεψε το 657 π. Χ. τους Βακχιάδες και διετέλεσε τύραννος της Κορίνθου για τριάντα χρόνια.
12)Κατά το Αετίων-Ηετίων, το όνομα του πατέρα τού Κύψελου.
13)Πέτρησι στο πρωτότυπο: έμμεση αναφορά στον δήμο της Πέτρας (πέτρα = βράχος).
14)Πειρήνη: κρήνη της αρχαίας Κορίνθου.
15)Υπονοείται ο Ακροκόρινθος.