Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τον κόσμο των εντόμων και ιδιαίτερα με κάποια εξ αυτών, των οποίων η ονομασία έχει διατηρηθεί ώς τις μέρες μας αυτούσια ή ελαφρώς διαφοροποιημένη. Πιο συγκεκριμένα, θα μιλήσουμε για την ακρίδα, τη μέλισσα, τη σφήκα, το μυρμήγκι, τη μύγα, το κουνούπι, τον ψύλλο, τον κοριό και την ψείρα. Για το τζιτζίκι, τον αρχαίο τέττιγα, και την πυγολαμπίδα έχουμε ήδη κάνει λόγο.1
Κατ’ αρχάς η λέξη «έντομο», ἔντομον (εννοείται ζῷον) στα αρχαία ελληνικά: ετυμολογείται από το ουσιαστικό ἐν-τομή (= βαθύ χάραγμα) και σημαίνει τον μικρό σε μέγεθος ζωικό οργανισμό που έχει αρθρωτά πόδια και είναι χωρισμένο σε τρία βασικά μέρη, κεφάλι, θώρακα, κοιλιά. Τον ορισμό δίνει ο Αριστοτέλης (Αἱ περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι, 487a, 33):
Καλῶ δ’ ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομάς, ἢ ἐν τοῖς ὑπτίοις
ἢ ἐν τούτοις τε καὶ τοῖς πρανέσιν.
Ονομάζω έντομα όσα έχουν στο σώμα τους εντομές, ή στην κοιλιακή τους
επιφάνεια ή και σ’ αυτή και στη ραχιαία.
Αρχίζουμε με την ακρίδα (← ἀκρίς-ίδος [ἡ]), το βλαβερό για τις καλλιέργειες έντομο, και ανατρέχουμε στους συναρπαστικούς στίχους της Ἰλιάδος Φ 1-33 και 214-221, τους οποίους μεταφράσαμε στο κείμενό μας της 9ης Σεπτεμβρίου 2023. Είναι η στιγμή που ο Αχιλλέας μετά τον θάνατο του Πατρόκλου μπαίνει στη μάχη και με μανία αρχίζει τη σφαγή. Το μένος του κορυφώνεται στον Ξάνθο ποταμό, και από αυτή την περιγραφή θυμίζουμε τους στίχους 12-16, ετούτη τη φορά και στο πρωτότυπο:
ὡς δ’ ὅθ’ ὑπὸ ῥιπῆς πυρὸς ἀκρίδες ἠερέθονται
φευγέμεναι ποταμόνδε· τὸ δὲ φλέγει ἀκάματον πῦρ
ὄρμενον ἐξαίφνης, ταὶ δὲ πτώσσουσι καθ’ ὕδωρ·
ὣς ὑπ’ Ἀχιλλῆος Ξάνθου βαθυδινήεντος
πλῆτο ῥόος κελάδων ἐπιμὶξ ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν.
Κι όπως, όταν απ’ της φωτιάς το θέριεμα πετούνε οι ακρίδες και φεύγουνε
κατά τον ποταμό, και η ακούραστη η πυρκαγιά ξάφνου υψώνεται μ’ ορμή
για να τις κάψει, κι αυτές χώνονται φοβισμένες στο νερό,
έτσι κάτω απ’ την πίεση του Αχιλλέα το βουερό ρέμα τού Ξάνθου
με τις βαθιές τις στροφοδίνες γέμισε ανάκατα από άλογα και άντρες.
Συνεχίζουμε με τη θαυμαστή μέλισσα, αρχ. μέλισσ(ττ)α (← μέλι).2
Με πρώτο συνθετικό το ουσιαστικό η αρχαία Ελληνική σχημάτισε σύνθετες λέξεις, ορισμένες από τις οποίες χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα, όπως: μελισσο-βότανον, μελισσο-κόμος, μελισσο-τρόφος, μελισσ-ουργός, μελισσο-φάγος. Σε χρήση συνεχίζουν επίσης να είναι οι παρακάτω λέξεις που σχετίζονται με την κοινωνία των μελισσών: σμῆνος· κηφήν (→ κηφήνας)· κηρός (κηρός + -ήθρα= κηρήθρα) = κερί· κηρίον (→ κερί)= κηρήθρα· βασιλεύς (έτσι ονόμαζαν την καλούμενη από μας «βασίλισσα» των μελισσών)· κυψέλη: η βασική σημασία τής λέξης είναι κοίλο αγγείο, αργότερα δε, στην ελληνορωμαϊκή εποχή, απαντά με την έννοια της κατοικίας των μελισσών.
Από το ίδιο, το παραπάνω έργο τού Αριστοτέλη, αντλούμε την πληροφορία ότι και τότε κάπνιζαν τα μελίσσια, κι ακόμη ότι πίστευαν πως (ό. π. 627b, 12):
Προγινώσκουσι δὲ καὶ χειμῶνα καὶ ὕδωρ αἱ μέλιτται· σημεῖον δε, οὐκ
ἀποπέτονται γὰρ ἀλλ’ ἐν τῇ εὐδίᾳ αὐτοῦ ἀνειλοῦνται, ᾧ γινώσκουσιν
οἱ μελιττουργοὶ ὅτι χειμῶνα προσδέχονται.
Οι μέλισσες προβλέπουν και την κακοκαιρία και τη βροχή· σημάδι είναι
το ότι δεν πετούν μακριά, αλλά, μόλο που ο καιρός είναι καλός, μαζεύονται
όλες μαζί εκεί (γύρω από την κυψέλη), και απ’ αυτό καταλαβαίνουν
οι μελισσοκόμοι και περιμένουν κακοκαιρία.
Οι αρχαίοι ΄Ελληνες έδιναν την προσωνυμία «μέλισσα» σε ποιητές για τη γλυκύτητα των στίχων τους, όπως στον σύγχρονο του Αισχύλου τραγικό ποιητή Φρύνιχο, στην ποιήτρια ΄Ηριννα,3 αλλά κατά κύριο λόγο στον μεγάλο Τραγικό Σοφοκλή (ὁ Σοφοκλῆς γὰρ ἡδύς, διὸ καὶ μέλιττα ἐκαλεῖτο).
Ακολουθεί η σφήκα (← ὁ σφήξ-κός),4 που μοιάζει πολύ με τη μέλισσα, έχει δηλητηριώδες κεντρί και το τσίμπημά της είναι πολύ οδυνηρό. Το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό με τη λέξη αυτή από τους αρχαίους χρόνους είναι η κωμωδία τού Αριστοφάνη Σφῆκες, στην οποία οι δικαστές, όπως έχουμε ξαναπεί,5 παρομοιάζονται με τούτο το έντομο.
Στα Ἑλληνικά του, όπου ο Ξενοφών συνεχίζει το έργο τού Θουκυδίδη, εξιστορεί τον νέο εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στην Ελλάδα το 395 π. Χ., τον γνωστό ως Κορινθιακό πόλεμο, μεταξύ των συνασπισμένων πόλεων, Κορίνθου, ΄Αργους, Θήβας και Αθήνας, εναντίον της Σπάρτης. Στο συνέδριο που συγκλήθηκε στην Κόρινθο, για να αποφασίσουν τον καλύτερο τρόπο με τον οποίον θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν σε μάχη τους Λακεδαιμονίους, ο Κορίνθιος Τιμόλαος πρότεινε η μάχη να γίνει όσο το δυνατόν κοντά στη Λακεδαίμονα, προσκομίζοντας και το εξής επιχείρημα από τον κόσμο των σφηκών (Δ ΙΙ,12):
[…]
Ὁρῶ δ’ἔγωγε, ἔγη, καὶ ὁπόσοι σφῆκας ἐξαιρεῖν βούλονται, ἐὰν μὲν
ἐκθέοντας τοὺς σφῆκας πειρῶνται θηρᾶν, ὑπὸ πολλῶν τυπτομένους·
ἐὰν δ’ ἔτι ἔνδον ὄντων τὸ πῦρ προσφέρωσι, πάσχοντας μὲν οὐδέν,
χειρουμένους δὲ τοὺς σφῆκας. […]
[…]
Βλέπω εγώ τουλάχιστον, είπε, ότι όσοι θέλουν να καταστρέψουν σφήκες,
εάν προσπαθούν να τις κυνηγήσουν την ώρα που οι σφήκες ορμούν έξω
από τη φωλιά τους, κεντρίζονται από πολλές· αν όμως βάλουν τη φωτιά,
ενώ βρίσκονται ακόμη μέσα στη φωλιά τους, δεν παθαίνουν κανένα
κακό, κι από την άλλη, τις σκοτώνουν τις σφήκες. […]
Σε διάφορες πηγές συναντούμε μαρτυρίες για παρομοιώσεις συγκεκριμένων προσώπων με σφήκα — λόγω του οδυνηρού κεντρίσματος τού εντόμου — όπως του κυνικού Διογένη και του καυστικού λυρικού ποιητή Ιππώνακτα.
Το μυρμήγκι (← μεταγενέστερο μυρμήκιον, υποκοριστικό τού αρχαίου μύρμηξ [ὁ]), άλλο ένα έντομο που εντυπωσιάζει με τις εκπληκτικές του ικανότητες. Από τα αρχαία παράγωγα σημειώνουμε τους Μυρμηδόνες6 και την μυρμηκιὰν ή μυρμηκίαν, που δηλώνει τη μυρμηγκοφωλιά, αλλά και τη σαρκώδη έκφυση τού δέρματος, που στη δημοτική έχει διατηρήσει την ονομασία «μυρμηγκιά». Για άλλη μια φορά εντυπωσιάστηκα με τη δύναμη της προφορικά μεταδιδόμενης γνώσης μέσα από τη διαδρομή των αιώνων, όταν ανακάλυψα στο Περὶ ὓλης ἰατρικῆς Α΄ του Διοσκουρίδη την πληροφορία ότι ο γαλακτώδης χυμός τής άγριας και της ήμερης συκιάς καὶ μυρμηκίαν αἴρει, δηλαδή εξαφανίζει και τη μυρμηγκιά· γνώση που κατείχαν στην ορεινή μητρίδα μου, και τη θεραπευτική της εφαρμογή την έζησα εγώ η ίδια προσωπικά στα παιδικά μου χρόνια.
Είναι γνωστός ο μύθος τού Αισώπου Μύρμηξ καὶ τέττιξ, με το εργατικό μυρμήγκι και τον ανέμελο τζίτζικα. Εδώ θα ήθελα να κάνω μνεία και σε μία παροιμία των αρχαίων που τη βρίσκω εξαιρετικά εύστοχη και παραστατική· έλεγαν μύρμηξ ἢ κάμηλος, με τη σημασία της δικής μας έκφρασης « ή του ύψους ή του βάθους».
Η μύγα (← μυῖα, με ηχοποίητη ρίζα που δηλώνει τον βόμβο τής μύγας).
Στη ραψωδία Δ της Ἰλιάδος ο Πάνδαρος από το στρατόπεδο των Τρώων κτυπάει με το τόξο του τον Μενέλαο· και ο ποιητής σε μια αποστροφή τής διήγησής του απευθύνεται στον βασιλιά τής Σπάρτης και του επισημαίνει ότι οι θεοί δεν τον λησμόνησαν και ότι πρώτη η Αθηνά στάθηκε μπροστά του και απομάκρυνε το βέλος το φαρμακερό. Και συνεχίζει με μια περίτεχνη γοητευτική παρομοίωση (στ. 130-131):
ἡ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροός, ὡς ὅτε μήτηρ
παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν, ὅθ’ ἡδέϊ λέξεται ὕπνῳ,
αὐτὴ δ’ αὖτ’ ἴθυνεν ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες
χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο θώρηξ.
Εκείνη δε τόσο μόνο το ’διωξε από το σώμα σου, όπως συμβαίνει
όταν μητέρα διώχνει απ’ το παιδί της μύγα, καθώς αυτό τον ύπνο
τον γλυκό κοιμάται· και το κατεύθυνε αυτή εκεί που στον ζωστήρα
οι πόρπες συγκρατούνταν οι χρυσές, κι ο θώρακας τον συναντούσε
γενόμενος διπλός.
Στο σημείο αυτό πέφτοντας το βέλος, τραυμάτισε τον Μενέλαο ελαφρά.
Απώτατος πρόγονος του παιδικού παιχνιδιού «τυφλόμυγα», κατά το οποίο ένας παίκτης με δεμένα τα μάτια του με μαντίλι προσπαθεί να πιάσει κάποιον συμπαίκτη του, είναι η χαλκῆ μυῖα των αρχαίων, η χάλκινη μύγα. Στο παιχνίδι αυτό έδεναν επίσης τα μάτια ενός παιδιού, κι εκείνο γύριζε γύρω γύρω λέγοντας: « Θα κυνηγήσω τη χάλκινη μύγα», και τα άλλα παιδιά απαντούσαν: «Θα την κυνηγήσεις, αλλά δεν θα την πιάσεις» και το κτυπούσαν μ’ ένα λουρί από πάπυρο, έως ότου πιάσει κάποιο από αυτά.
Το ενοχλητικό και βλαβερό κουνούπι (← μεσαιωνικό κουνούπιον ← μεταγενέστερο κωνώπιον, υποκοριστικό τού αρχαίου κώνωψ-πος [ὁ] ).
Στο πλαίσιο των γλωσσικών ανταλλαγών ανήκει και η νεότερη λέξη «καναπές», η οποία συνδέεται με τον αρχαίο κώνωπα μέσω του μεταγενεστέρου παραγώγου του τὸ κωνωπεῖον, το οποίο σημαίνει παραπέτασμα που περιβάλλει κλίνη ή ανάκλιντρο για προφύλαξη από τα κουνούπια, κουνουπιέρα. Στην Ιουδήθ της Παλαιάς Διαθήκης (13.9) διαβάζουμε τη φράση: ἀφεῖλε τὸ κωνωπεῖον ἀπὸ τῶν στύλων, δηλαδή αφαίρεσε την κουνουπιέρα από τους στύλους, εννοείται του ανακλίντρου. Το κωνωπεῖον μπήκε στα λατινικά ως conopeum ή conopium με τη γενικότερη σημασία τού ανακλίντρου, το κληρονόμησε η γαλλική γλώσσα και έγινε canapé, για να ξαναγυρίσει στα ελληνικά — είναι δηλαδή αντιδάνειο — ως καναπές.
Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου η Κλυταιμήστρα υποδέχεται τον άντρα της, τον πορθητή τής Τροίας, με λόγια αγάπης και αφοσίωσης, που συνιστούν δυσθεώρητο ύψος υποκρισίας, καθώς σχεδιάζει να τον παρασύρει στην παγίδα θανάτου που του έχει στήσει. Δείγμα οι παρακάτω στίχοι (891-895):
ἐν δ’ ὀνείρασιν
λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην
ῥιπαῖσι θωΰσσοντος, ἀμφί σοι πάθη
ὁρῶσα πλείω τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου.
Και μες στα όνειρά μου
ξύπναγα απ’ το ζουζούνισμα του κουνουπιού
με τους λεπτούς πτερυγισμούς του κι έβλεπα πιότερες
συμφορές για σένα από την ώρα που κοιμόμουν.
Ο ψύλλος (← ἡ ψύλλα) με τα μεγάλα άλματα. ΄Ενας ψύλλος μπορεί να κάνει άλμα ύψους περίπου 18 εκ. και μήκους 90 φορές μεγαλύτερου από το μήκος τού σώματός του.
Ας μεταφερθούμε για άλλη μία φορά στην κωμική ατμόσφαιρα των Νεφελῶν τού Αριστοφάνη. Ο γερο-Στρεψιάδης έχει φτάσει στο διδασκαλείο τού Σωκράτη για να μαθητεύσει κοντά του και χτυπάει την πόρτα. Του ανοίγει ένας μαθητής τού Σωκράτη, από τον οποίο ο Στρεψιάδης μαθαίνει τα τερατώδη σοφίσματα του φιλοσόφου — θυμίζουμε ότι ο Αθηναίος κωμωδιογράφος αντιμαχόταν τους σοφιστές με πάθος και στις Νεφέλες ταυτίζει τον Σωκράτη με αυτούς και τον διασύρει. Παρουσιάζει λοιπόν τον μαθητή να αποκαλύπτει στον Στρεψιάδη βαρυσήμαντους (!) συλλογισμούς τού φιλοσόφου, με τους οποίους λύνει διάφορα «μυστήρια», όπως τα χαρακτηρίζει, και του εκθέτει ένα από αυτά (στ.144-147):
Ἀνήρετ’ ἄρτι Χαιρεφῶντα Σωκράτης
ψύλλαν ὁπόσους ἄλλοιτο τοὺς αὑτῆς πόδας·
δακοῦσα γὰρ τοῦ Χαιρεφῶντος τὴν ὀφρὺν
ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν Σωκράτους ἀφήλατο.
Πριν λίγο ο Σωκράτης τον Χαιρεφώντα7 ερωτούσε,
ένας ψύλλος πόσα δικά του πόδια μπορούσε να πηδήξει
μακριά· γιατί, αφού το φρύδι τού Χαιρεφώντα δάγκωσε,
πηδώντας ήρθε και στο κεφάλι τού Σωκράτη κάθισε.
Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Σωκράτης, απάντηση που αποτελεί άλλη μία μαρτυρία τής αχαλίνωτης φαντασίας και της σπινθηροβόλου ευστροφίας τού κωμικού ποιητή.
Ψύλλος
Στην εξέλιξη των Νεφελῶν νά σου και ο κοριός (← μεσαιωνικό κορεός ← αρχ. ὁ κόρις ), που τσιμπά τους ανθρώπους συνήθως στον ύπνο τους και ρουφά το αίμα τους.
Ο Σωκράτης δέχεται τελικά τον Στρεψιάδη για μαθητή του και τον κατηχεί στη νέα θρησκεία των Νεφελών. Όμως άδικα ο κόπος του. Την επομένη το πρωί ο φιλόσοφος βγαίνει από το διδασκαλείο του αγανακτισμένος με τον άξεστο χωριάτη που δεν μπορεί να μάθει τίποτε. Τον καλεί, λοιπόν, να βγει κι εκείνος έξω, κουβαλώντας και το παλιοκρέβατο στο οποίο είχε κοιμηθεί. Και ο Στρεψιάδης απαντά (στ. 634):
ΣΤΡ. Ἀλλ’ οὐκ ἐῶσί μ’ ἐξενεγκεῖν οἱ κόρεις.
ΣΤΡ. Μα πού, δεν με αφήνουν να το βγάλω οι κοριοί.
Κοριοί
Για το τέλος αφήσαμε το έντομο που παρασιτεί στο κεφάλι και στο σώμα τού ανθρώπου, την ψείρα (← μεσαιων. ψεῖρα/φθεῖρα, αιτιατική Ενικού τού μεταγενεστέρου ἡ φθείρ ← αρχ. ὁ φθείρ, ομόρριζο τού ρήματος φθείρω).
Ο Παυσανίας στα Φωκικά του αναφέρεται στον Φάλανθο, τον επικεφαλής των Λακεδαιμονίων που αποίκησαν τον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας, και ανάμεσα στα άλλα γράφει (10,7):
καὶ αὐτὸν ἡ γυνὴ ἀθύμως ἔχοντα — ἠκολουθήκει γὰρ οἴκοθεν —
τά τε ἄλλα ἐφιλοφρονεῖτο καὶ ἐς τὰ γόνατα ἐσθεμένη τὰ αὑτῆς
τοῦ ἀνδρὸς τὴν κεφαλὴν ἐξέλεγε τοὺς φθεῖρας.
Και αυτόν η γυναίκα του, όταν τον έβλεπε σε άσχημη διάθεση
– καθώς τον είχε ακολουθήσει από την πατρίδα — και άλλες
περιποιήσεις τού παρείχε κι επίσης ακουμπούσε στα γόνατά της
το κεφάλι τού άντρα της και του αφαιρούσε τις ψείρες.
Κλείνουμε το άρθρο μας με την παρατήρηση τού Αριστοτέλη8 ότι έντομα που ζουν από τους χυμούς σάρκας ζωντανής
οἷον οἵ τε φθεῖρες καὶ αἱ ψύλλαι καὶ κόρεις, ἐκ μὲν τῆς ὀχείας πάντα γεννᾷ
τἀς καλουμένας κόνιδας, […]
όπως οι ψείρες και οι ψύλλοι και οι κοριοί μετά τη συνουσία όλα γεννούν
τις λεγόμενες κόνιδες […]
Η λέξη κόνιδα ή κονίδα (← ἡ κονίς-ίδος ) λέγεται ώς σήμερα περιληπτικά για τα αυγά των παραπάνω και γενικώς των παρασιτικών εντόμων.
Ψείρες τρίχας κεφαλιού
1)Για το πρώτο βλ. το άρθρο μας με μετάφραση ενός επιγράμματος της ποιήτριας Ανύτης και του αποσπάσματος 205 του Ησιόδου (15/8/2020), και για το δεύτερο βλ. το κείμενό μας με τον τίτλο « Πυγολαμπίς — Σεισοπυγίς» (6/7/2024).
2)Για το μέλι στους αρχαίους χρόνους βλ. το άρθρο μας με θέμα τη λέξη Μελιηδής (7/11/2020).
3)Για την ΄Ηριννα βλ. το κείμενό μας με τον τίτλο «Ποιήτριες τού αρχαίου ελληνικού κόσμου» (29/7/2023).
4) Από το αρχαίο ουσιαστικό παράγεται το ωραίο επίθετο σφηκώδης, με το οποίο ασχοληθήκαμε στο ομότιτλο άρθρο μας της 16ης Ιανουαρίου 2021.
5)Βλ. το άρθρο μας με θέμα τη λέξη Νυστακτής (13/10/2019).
6)Για τους Μυρμηδόνες βλ. σχ. 1 του παραπάνω μεταφρασμένου αποσπάσματος του Ησιόδου.
7)Ιστορικό πρόσωπο, μαθητής τού Σωκράτη.
8)Ό. π. 556b, 22-26.