You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη:  ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΝΟΣ κ. ά.

Γεωργία Παπαδάκη:  ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΝΟΣ κ. ά.

 

Άλλη μία έκφραση, δηλωτική αυτή του χρονικού διαστήματος στην αρχή του ύπνου ( το πρωτοΰπνι), που έχει περάσει αναλλοίωτη από την αρχαία στη νέα ελληνική γλώσσα, όπως θα δούμε σε ένα απόσπασμα από τους Σφήκες του Αριστοφάνη.

Ομόρριζα του ουσιαστικού ὕπνος : ὑπνώσσ(ττ)ω=κοιμάμαι, ὑπνωτικός- υπνωτικό, ὑπναλέος, (τό) ἐνύπνιον (= όνειρο), ἀφ-υπνίζω (ξυπνώ κάποιον που κοιμάται), ὑπνηλία, υπνο-βάτης, υπνωτίζω κ. ά. Επίσης, το μεταγενέστερο ἐξ-υπνέ-ω (←ἐξ ὕπνου· όπως, ἐξ ὕπνου ἐγείρω-ομαι= σηκώνω-ομαι από τον ύπνο), στο οποίο ανάγονται τα ξυπνώ, ξύπνιος και η λέξη έξ-υπνος, της οποίας η αρχική σημασία είναι «αυτός που έχει ξυπνήσει»· η σημερινή έννοια «ευφυής» είναι μεσαιωνική.

Από τα παραπάνω, σχετικά με το επίθετο ὑπνωτικός έχουμε να παρατηρήσουμε ότι στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν φάρμακα-βότανα με υπνωτικές ιδιότητες για την αντιμετώπιση διαφόρων παθήσεων, καθώς και για λόγους αναισθητοποίησης ⸺ μεταξύ άλλων, τον καρπό, τα φύλλα και τον ὀπόν,1 δηλαδή τον γαλακτώδη χυμό της μήκωνος, της παπαρούνας, η θεραπευτική χρήση των οποίων ήταν γνωστή ήδη στους προϊστορικούς χρόνους.

 

 

Χαρακτηριστικά, γράφει ο Διοσκουρίδης2 στο Περὶ ἁπλῶν φαρμάκων Α΄ : «Χρησιμοποιούμε τα υπνωτικά – Χρώμεθα δὲ τοῖς ὑπνωτικοῖς και στις χρόνιες παθήσεις και αν κάποιος θελήσει, σε περίπτωση που χειρουργηθεί ή καυτηριαστεί, να μην αισθάνεται τους πόνους».

 

Μινωϊκό πήλινο ειδώλιο γνωστό ως ” Θεά των μηκώνων” από τα ομοιώματα καρπών της παπαρούνας που φέρει στο κεφάλι. (1350-1100 π. Χ.)

 

Με τη λέξη ὕπνος έχουν διασωθεί από τους αρχαίους χρόνους ώς τις μέρες μας  και άλλες φράσεις είτε με την αρχική τους μορφή είτε με διαφορετική.

Λέμε δηλαδή: «(δεν) με πιάνει – (δεν) με παίρνει ο ύπνος». ΄Ηδη στην Ιλιάδα (Ω 4) διαβάζουμε για τον Αχιλλέα ⸺έχουν τελειώσει οι επιτύμβιοι αγώνες για τον νεκρό Πάτροκλο και έχει πλέον βραδιάσει ⸺ ότι έκλαιγε καθώς τον σύντροφό του θυμόταν τον αγαπημένο,

οὐδέ μιν ὕπνος  ᾕρει  πανδαμάτωρ, ἀλλ’ ἐστρέφετ’ ἔνθα καὶ ἔνθα, […]

κι ούτε τον έπιανε3 ο ύπνος, ο δαμαστής των πάντων,

μόνο στριφογυρνούσε από τη μια κι από την άλλη, […]

 

Και ο Φιλοκτήτης στη φερώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, δίνει στον νεαρό Νεοπτόλεμο τα τόξα του και του ζητάει να τα φυλάξει μέχρι να περάσει η κρίση της αρρώστιας του, και συνεχίζοντας εξηγεί τον λόγο (στ. 766-767):

Λαμβάνει γὰρ οὖν ὕπνος μ’, ὅταν περ τὸ κακὸν ἐξίῃ τόδε·

Γιατί με παίρνει ο ύπνος, όταν ετούτο το κακό περάσει.

 

Ο ὕπνος όμως δεν είναι μόνο πανδαμάτωρ, αλλά και γλυκός και βαθύς, ιδιότητες που του αποδίδουμε μέχρι σήμερα.

Πάλι στην Ιλιάδα (Α 610),

Ο Δίας ο Ολύμπιος στην κλίνη του ο αστραποβόλος πήγαινε,

όπου πρωτύτερα κοιμότανε ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι·

οσάκις ο γλυκός τον έβρισκε ο ύπνος·

 

Ο Λουκιανός στους Εναλίους Διαλόγους (2) παρουσιάζει τον Ποσειδώνα να λέει στον γιο του, τον Κύκλωπα, τον τυφλωμένο από τον Οδυσσέα:

Ὡς βαθὺν (ενν. ὕπνον) ἐκοιμήθης, ὦ τέκνον, ὃς οὐκ ἐξέθορες

 μεταξὺ τυφλούμενος. 

Πόσο βαθιά κοιμήθηκες, παιδί μου, για να μην πεταχτείς επάνω

την ώρα που σε τύφλωνε!

 

Αλλά και η έκφραση «πέφτω για ύπνο» είναι αρχαιοελληνική. Στις Ευμενίδες του Αισχύλου, ο Απόλλων διαβεβαιώνει τον Ορέστη, ο οποίος καταδιωκόμενος από τις Ερινύες έχει καταφύγει στο ιερό των Δελφών, ότι δεν πρόκειται ποτέ να τον εγκαταλείψει. Γύρω τους κοιμούνται οι Ερινύες ⸺ αλλόκοτα, αποκρουστικά γυναικεία πλάσματα ⸺ για τις οποίες ο θεός λέει (στ. 67-68):

καὶ νῦν ἁλούσας τάσδε τὰς μάργους ὁρᾷς·

ὕπνῳ πεσοῦσαι δ’  αἱ κατάπτυστοι κόραι, […]

και τώρα βλέπεις αυτές εδώ τις μανιασμένες να έχουνε παγιδευτεί·

στον ύπνο έπεσαν οι σιχαμένες κόρες, […]

 

Ως θεός ο ΄Υπνος είναι γιος της Νύκτας και δίδυμος αδελφός του Θανάτου, που, σημειωτέον, από τους παλιούς καιρούς αποκαλείται και «αιώνιος ύπνος». Ο ΄Υπνος λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Και τους δύο αδελφούς τούς φαντάζονταν και τους παρίσταναν φτερωτούς, τον πρώτο ως νέο, τον δεύτερο ως ρωμαλέο άνδρα γενειοφόρο.

Ο Πλούταρχος στον Παραμυθητικὸν εἰς Ἀπολλώνιον  γράφει ότι ο φιλόσοφος Διογένης, λίγο πριν πεθάνει, βυθίστηκε σε ύπνο, και ο γιατρός τον ξύπνησε ρωτώντας τον μήπως του συνέβαινε κάτι κακό.

« οὐδέν », ἔφη∙ « ὁ γὰρ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν προλαμβάνει», ὕπνος τὸν θάνατον. 

«Τίποτε», είπε εκείνος∙ «βλέπεις, ο ένας αδελφός προηγείται του άλλου αδελφού», δηλαδή ο ύπνος τού θανάτου.

 

Η εμπρόσθια όψη του περίφημου αριστουργηματικού κρατήρα του αγγειογράφου Ευφρονίου (περ. 510 π. Χ.). Παριστάνονται ο  Υπνος και ο Θάνατος να μεταφέρουν το σώμα του νεκρού Σαρπηδόνα (σχ. 6)

 

Ας μεταφερθούμε τώρα στην ατμόσφαιρα της κωμωδίας του Αριστοφάνη ⸺ για τους Σφήκες έχουμε μιλήσει σε παλαιότερα κείμενά μας ⸺ για να συναντήσουμε τη φράση «πρώτος ύπνος». Θυμίζουμε ότι, σύμφωνα με την υπόθεση, το έργο αρχίζει νύκτα με δύο υπηρέτες του Αθηναίου οικογενειάρχη και κυνηγού δικών, του Φιλοκλέωνα, που έχουν διαταχθεί από τον γιο του, τον Βδελυκλέωνα, να φρουρούν τον πατέρα του για να μη βγει από το σπίτι, εμποδίζοντάς τον έτσι να σπεύσει να πάρει μέρος σε δίκες. Ωστόσο, οι ταλαίπωροι δεν καταφέρνουν να νικήσουν τη νύστα τους και αποκοιμιούνται. Μισοκοιμισμένοι, ξυπνάει ο ένας τον άλλο και διηγούνται τα όνειρα που είδαν στον ύπνο τους, όνειρα που σατιρίζουν συμβολικά την κατάσταση της αθηναϊκής πολιτείας. Μετά την εξιστόρηση του πρώτου, παίρνει σειρά ο δεύτερος και αρχίζει (στ. 31-33):

                 Ἔδοξέ μοι περὶ πρῶτον ὕπνον ἐν τῇ πυκνὶ

                  ἐκκλησιάζειν πρόβατα συγκαθήμενα,

                  βακτηρίας ἔχοντα καὶ τριβώνια· 

                                 Σε μετάφραση

Μου φάνηκε πάνω στον πρώτο ύπνο πως στην Πνύκα

βρίσκονταν σε συνέλευση πρόβατα4 καθισμένα για να συσκεφτούν,

κρατώντας ράβδους5 και φορώντας παλιωμένα πανωφόρια·

 

Τελειώνουμε με δύο στίχους ενός άγνωστου κωμικού ποιητή, που  αναφέρονται, σύμφωνα πάλι με τον Πλούταρχο ο οποίος τους διασώζει, στους ματαιόδοξους που στολίζουν με ασήμι και χρυσάφι τα ανάκλιντρά τους:

ὅ, τι μόνον ἡμῖν προῖκ’ ἔδωκαν οἱ θεοὶ 

ὕπνον, τί τοῦτο πολυτελὲς σαυτῷ ποιεῖς;

Το μόνο που οι θεοί το δώσαν δωρεάν σ’ εμάς,

τον ύπνο, γιατί αυτό το κάνεις να σου είναι πολυδάπανο;

 

 

 

 

 

 

1)Μεταγενέστερο υποκοριστικό τού ὀπός είναι το όνομα ὄπιον, που δηλώνει τον αποξηραμένο γαλακτώδη χυμό ο οποίος εξάγεται από τις κάψες της μήκωνος της υπνοφόρου, λαϊκότροπα, το αφιόνι. Η τελευταία λέξη επέστρεψε στην ελληνική γλώσσα ως αντιδάνειο: προήλθε από το μεσαιωνικό ἀφιόνιον, και αυτό με τη σειρά του από το τούρκικο afyon, το οποίο σχηματίστηκε από το ελληνικό ὄπιον.

2)Διοσκουρίδης: Περίφημος (στρατιωτικός;) γιατρός, ο μεγαλύτερος φαρμακολόγος και βοτανολόγος της αρχαιότητας. ΄Εζησε το βο μισό του 1ου αι. μ. Χ. και καταγόταν από την πόλη Ανάζαρβο της Κιλικίας. Για τη ζωή του ελάχιστα γνωρίζουμε. Το βέβαιο είναι ότι ταξίδεψε σε πολλά μέρη τού τότε γνωστού κόσμου, Ελλάδα, Αίγυπτο, Συρία, Μ. Ασία, Σικελία, Γαλατία, Αραβία, πλουτίζοντας τις φυτολογικές του γνώσεις, που τις ανέπτυξε στην περιγραφή των θεραπευτικών ιδιοτήτων περίπου 600 φυτών. Το όνομά του συνοδεύεται και από την επωνυμία Πεδάνιος, που πιθανότατα του αποδόθηκε όταν εντάχθηκε στους κόλπους των Ρωμαίων πολιτών∙ και όπως συνηθιζόταν σε παρόμοιες περιπτώσεις, το όνομα αυτό θα ανήκε σε κάποιον Ρωμαίο ευεργέτη τού Διοσκουρίδη. Το έργο στο οποίο όφειλε τη φήμη του είναι το Περὶ ὕλης  ἰατρικῆς (διαιρεμένο σε πέντε βιβλία), το σημαντικότερο φαρμακολογικό έργο που έχουμε από την αρχαιότητα. Το έργο αυτό άσκησε τεράστια επίδραση καθ’ όλο τον Μεσαίωνα και κατέστη βασικό ιατρικό ανάγνωσμα σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον αραβικό κόσμο. Σώζεται σε πολλά μεσαιωνικά χειρόγραφα με ωραιότατες έγχρωμες απεικονίσεις φαρμακολογικών φυτών. Άλλο ένα έργο που σώθηκε ώς τις μέρες μας με τον τίτλο Περὶ ἁπλῶν φαρμάκων  θεωρείται και αυτό γνήσιο έργο του Διοσκουρίδη.

3)Το ᾕρει του πρωτοτύπου είναι Παρατατικός του ρήματος αἱρέω-ῶ= πιάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω.

4)Εδώ χρησιμοποιείται η λέξη με τη μεταφορική ⸺ μέχρι και σήμερα χρησιμοποιούμενη ⸺ σημασία του μωρού, του ανόητου ανθρώπου.

5)Ράβδο κρατούσαν οι δικαστές ως σύμβολο του δικαστικού λειτουργήματος.

6)Η παράσταση αποδίδει μία σκηνή από την Ιλιάδα. Ο Σαρπηδόνας ήταν γιος του Δία, βασιλιάς της Λυκίας και σύμμαχος των Τρώων. Σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο, και ο Δίας έδωσε εντολή ο ΄Υπνος και ο αδελφός του, ο Θάνατος, να κατεβούν στη γη και να απομακρύνουν από το πεδίο της μάχης το κορμί τού νεκρού ήρωα.

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.