Πυγολαμπίς-ίδος (ἡ). Αυτή η εξαιρετικά εύηχη και με παραστατική ενάργεια αρχαία ελληνική λέξη δεν μας είναι άγνωστη, δεδομένου ότι πέρασε στη νέα Ελληνική σχεδόν αυτούσια, με μόνη αλλαγή την κατάληξή της, ως πυγολαμπίδα∙ δηλώνει, δε, το έντομο, το οποίο στο άκρο της κοιλιάς του φέρει ειδικά όργανα που παράγουν φως, εξού και η λέξη τού λαού «κωλοφωτιά». Ακριβώς, αυτή η ιδιότητα του εντόμου οδήγησε στον ετυμολογικό σχηματισμό τού ονόματός του από το ουσιαστικό πυγή (ἡ) = πρωκτός, ουρά στα πτηνά και το ρήμα λάμπω.
Από το πυγή παράγεται το ρήμα πυγίζω= συνουσιάζομαι παρά φύσιν, από τον πρωκτό, άλλη μία λέξη που λησμονήθηκε στη διαδρομή των αιώνων σε βάρος της συνοπτικότητας του λόγου, λέξη με την οποία και θα κλείσουμε το παρόν άρθρο απαλλάσσοντάς την από τα δεσμά της λήθης.
Στις γνωστές μας και από άλλα άρθρα μας Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, οι γυναίκες ανακαλύπτουν οργισμένες ότι η ομόφυλή τους που υπερασπίστηκε τον μεγάλο τους εχθρό, τον Ευριπίδη, είναι άντρας, ο Μνησίλοχος∙ απειλούν να τον κάψουν και συγχρόνως ειδοποιούν τους Πρυτάνεις. Ο Ευριπίδης το μαθαίνει και σπεύδει να σώσει τον γέρο συγγενή του με διάφορα τεχνάσματα, ενώ στο μεταξύ έρχεται ένας Πρύτανης, συνοδευόμενος από έναν Σκύθη τοξότη, τον οποίο διατάζει να συλλάβει τον Μνησίλοχο, να τον δέσει και να τον φυλάει. Μετά τις αποτυχημένες προσπάθειές του να σώσει τον Μνησίλοχο, ο ποιητής κλείνει ειρήνη με τις γυναίκες, υποσχόμενος πως δεν θα τις κακολογήσει ξανά στα δράματά του, και βάζει σε εφαρμογή νέα απόπειρα διάσωσης του δεμένου ταλαίπωρου γέρου. Μεταμφιέζεται σε γριά μαστρωπό ακολουθούμενη από δύο όμορφες κοπελίτσες, μία αυλητρίδα και μία χορεύτρια, οι οποίες πλανεύουν τον απλοϊκό Σκύθη που θα ξεχάσει τον αιχμάλωτό του, και ο Ευριπίδης θα βρει την ευκαιρία να λύσει τον Μνησίλοχο και να φύγουν μαζί. Βάζει λοιπόν ο ποιητής τη χορευτριούλα να χορέψει μπροστά στον τοξότη, να σηκώσει το φορεματάκι της ψηλά και να κάτσει στα γόνατά του ⸺ ο διάλογος μεταξύ του πλανεμένου Σκύθη με τα σπασμένα ελληνικά του και την ξενική προφορά και του Ευριπίδη είναι απολαυστικότατος! (στ. 1183-1187):
ΤΟ. Ναίκι, ναὶ
κάτησο, κάτησο, ναίκι, ναίκι, τυγάτριον.
Οἴμ’ ὠς στέριπο τὸ τιττί’, ὤσπερ γογγυλί.
ΕΥ. Αὔλει σὺ θᾶττον∙ ἔτι δέδοικας τὸν Σκύθην;
ΤΟ. Καλὸ γε τὸ πυγή. Κλαῦσι, ἢν μὴ ’νδον μένῃς.
ΤΟ. Ναίσκε,1 ναι,
κάτητσε,2 κάτητσε, ναίσκε, ναίσκε, κολιτσάκι.3
(Πιάνει το στήθος της μικρής)
΄Ωχου! Τι σφιγτό4 το μπυζάκι,5 σα γογγυλί.6
ΕΥ. (Στην αυλητρίδα) Παίξε εσύ πιο γρήγορα∙
τι, σκιάζεσαι τον Σκύθη ακόμη;
ΤΟ. Ωραίο, αληθινά, το πισινό!7 (Μιλώντας στο πέος του)
Θα τις φάεις, αν δεν μένεις μέσα!
Καλλίπυγος Αφροδίτη
΄Οσο για το ρήμα λάμπω, ομόρριζά του είναι οι λέξεις: λαμπρός (→ το όνομα Λάμπρος), λαμπρότης, λαμπάς (→ λαμπάδα)= πυρσός, δάδα, λάμψις, λάμπα (αντιδάνειο από το ιταλικό lampa←lampas← λαμπάς), Λαμπρή, καλλι-λαμπέτης (= ο ωραία λάμπων), μία μεγαλοπρεπής σύνθετη λέξη με δεύτερο συνθετικό το λάμπω, με την οποία ο λυρικός ποιητής Ανακρέων προσφωνεί τον ήλιο κ. ά.
Ο ΄Ιων στη φερώνυμη τραγωδία τού Ευριπίδη αρχίζει την έξοχη μονωδία του με τούτα τα λόγια (στ. 82-85):
Ἅρματα μὲν τάδε λαμπρὰ τεθρίππων
ἥλιος ἤδη λάμπει κατὰ γῆν,
ἄστρα δὲ φεύγει πῦρ τόδ’ ἀπ’ αἰθέρος
εἰς νύχθ’ ἱεράν, […]
Νά, τα λαμπρά τα άρματα που τέσσερα τα σέρνουν άλογα∙
ο ήλιος κιόλας λάμπει8 πάνω σ’ ολόκληρη τη γη,
και τ’ άστρα καταφεύγουνε μπροστά σ’ ετούτη τη φωτιά
από τον ουρανό στην ιερή τη νύχτα, […]
Στους Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, δε, του Αισχύλου απαντά η λέξη λαμπὰς στο παρακάτω απόσπασμα το οποίο αναφέρεται στον Καπανέα, έναν από τους επτά στρατηγούς που ακολούθησαν τον ΄Αδραστο στην εκστρατεία κατά της Θήβας. Περιγράφοντας ο αγγελιαφόρος στον Ετεοκλή τον Αργείο ήρωα, δίνει και την εξής λεπτομέρεια (στ. 432-434):
Ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον,
φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χεροῖν ὡπλισμένη∙
χρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν∙ Π ρ ή σ ω π ό λ ι ν.
Κι έχει σημάδι (η ασπίδα του) άντρα γυμνό και πυροφόρο,
και καταλάμπει μες στα χέρια του πυρσός έτοιμος να χρησιμοποιηθεί∙
με γράμματα χρυσά, δε, λέει: « Τ η ν π ό λ η θ α τ η ν κ ά ψ ω».
Το όνομα, τέλος, πυγολαμπὶς, το αναφέρει ο Αριστοτέλης στο έργο του Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι, όπου μιλώντας για τα έντομα γράφει (523 b 22):
καὶ ταὐτὸ δὲ γένος ἐστὶ καὶ πτερωτὸν καὶ ἄπτερον, οἷον
μύρμηκές εἰσι καὶ πτερωτοὶ καὶ ἄπτεροι, καὶ αἱ καλούμεναι
πυγολαμπίδες.
Αλλά και το ίδιο γένος μπορεί να είναι και πτερωτό και άπτερο, όπως
είναι τα μυρμήγκια, και πτερωτά και άπτερα, και οι ονομαζόμενες
πυγολαμπίδες.
Περνάμε στη δεύτερη, επίσης ωραία και παραστατική μεταγενέστερη λέξη σεισοπυγίς (ἡ), η οποία σχηματίστηκε από το ρήμα σείω και το ουσιαστικό πυγή ως δεύτερο συνθετικό. Αναφέρεται στο μικρό πτηνό, το κοινώς γνωστό ως σουσουράδα. Οι σουσουράδες είναι χαριτωμένα, ζωηρά και ευκίνητα πτηνά, που τρέχουν και βαδίζουν γρήγορα σείοντας συνεχώς τις μακριές ουρές τους πάνω κάτω.
Από το ρήμα σείω παράγονται οι λέξεις: σεισμός, σεῖσις (→ (διά)σεισις), σειστός, ἄσειστος (→ (αδι)άσειστος), σεῖστρον, το αιγυπτιακό μουσικό όργανο με μεταλλικά κουδουνάκια που κροτούν κατά την ανακίνησή του κ. ά.
Στη ραψωδία Γ της Ιλιάδας μονομαχούν ο Πάρης και ο Μενέλαος. «Αφού αρματωθήκαν, προχωρούσαν ανάμεσα στους Τρώες και τους Αχαιούς, ματιές ο ένας ρίχνοντας στον άλλον άγριες, και βλέποντάς τους θάμπωσαν κι οι Τρώες που τα άλογα δαμάζουν κι οι Αχαιοί με τις περικνημίδες τις ωραίες.» Και ακολουθούν οι στίχοι 344-345:
καί ῥ’ ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ
σείοντ’ ἐγχείας ἀλλήλοισιν κοτέοντε.
Και στάθηκαν σιμά στον καταμετρημένο χώρο,
σείοντας τα δόρατα μ’ οργή ο ένας για τον άλλον.
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, είναι σεισμογενής χώρα, και η ιστορία των σεισμών στον ελλαδικό χώρο πηγαίνει πολύ πίσω στο παρελθόν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών. Μία από τις πιο γνωστές στην αρχαιότητα περιπτώσεις καταστροφικού σεισμού είναι αυτή της Ελίκης. Η Ελίκη ήταν σημαντική πόλη της Αχαΐας, νοτιοδυτικά του Αιγίου, και απείχε από τη θάλασσα περίπου 4 χιλιόμετρα. Καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 373 π. Χ. από ισχυρότατο σεισμό και από το παλιρροϊκό κύμα που ακολούθησε. Για πολλά χρόνια αμέτρητοι συγγραφείς και επιστήμονες, ιστορικοί και αρχαιολόγοι, αναζητούσαν την Ελίκη, που, όπως πίστευαν, βρισκόταν βυθισμένη στον Κορινθιακό κόλπο. Ωστόσο νεότερες έρευνες εντόπισαν την πόλη βυθισμένη σε μια αποξηραμένη εσωτερική λιμνοθάλασσα μέσα στο Αχαϊκό έδαφος, χωρίς ακόμη να είναι σαφές τι ακριβώς συνέβη στην αρχαία Ελίκη.
Ας δούμε πώς περιγράφει τον τρομερό σεισμό ο Διόδωρος Σικελιώτης (ΙΕ 48 2-4). Επισημαίνει ότι το μέγεθος της συμφοράς το επέτεινε η στιγμή κατά την οποία συνέβη∙
οὐ γὰρ ἡμέρας συνέβη γενέσθαι τὸν σεισμόν,
γιατί ο σεισμός δεν έτυχε να γίνει ημέρα,
και συνεχίζει: « οπότε θα υπήρχε η δυνατότητα εκείνοι που κινδύνευαν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, αλλά το κακό συνέβη νύχτα, και τα μεν σπίτια λόγω του μεγέθους του σεισμού κατέρρεαν και γίνονταν ένα, οι δε άνθρωποι μέσα στο σκοτάδι και εξαιτίας του απροσδόκητου και απίστευτου συμβάντος ήταν ανίκανοι να κάνουν οποιαδήποτε προσπάθεια για να σωθούν. Οι περισσότεροι εγκλωβισμένοι στα πεσμένα σπίτια αφανίστηκαν∙ και όταν ξημέρωσε, κάποιοι ορμούσαν έξω από τα σπίτια, κι εκεί που νόμισαν πως είχαν ξεφύγει από τον κίνδυνο, έπεσαν σε μεγαλύτερη και ακόμη πιο απίστευτη συμφορά. Γιατί από τη θάλασσα που ανασηκώθηκε σε μεγάλο ύψος και από το κύμα που ορθώθηκε ψηλά κατακλύστηκαν οι πάντες και αφανίστηκαν με τις πατρίδες τους. Αυτή η συμφορά έπληξε δύο πόλεις της Αχαΐας, την Ελίκη και τη Βούρα,9 από τις οποίες η Ελίκη, πριν από τον σεισμό, συνέβαινε να έχει τη σπουδαιότερη θέση μεταξύ των πόλεων της Αχαΐας».
Αλλάζουμε ατμόσφαιρα και, όπως έχουμε προαναφέρει, τελειώνουμε το κείμενό μας με το ρήμα πυγίζω. Εδώ θα το συναντήσουμε σε ένα ευτράπελο και σκαμπρόζικο απόσπασμα από το έργο Θησεὺς του κωμωδιογράφου Διφίλου,10 που διασώζει ο Αθήναιος (Δειπνοσοφιστῶν Ι, 451b-c):
Σύμφωνα λοιπόν με τον Αθήναιο, ο Δίφιλος λέει πως κάποτε τρία κορίτσια από τη Σάμο, ενώ τα ’πιναν στα Αδώνια,11 έπαιζαν με γρίφους, και τους τέθηκε ο εξής γρίφος: τι είναι το πιο δυνατό απ’ όλα; Το ένα κορίτσι είπε «το σίδερο» και ως απόδειξη αυτής της άποψης πρόβαλε το ότι με αυτό όλα και τα σκάβουν και τα κόβουν και το χρησιμοποιούν σε πολλά πράγματα. Το πρώτο κορίτσι, αφού κέρδισε την επιδοκιμασία, το ακολούθησε το δεύτερο να λέει ότι πολύ μεγαλύτερη δύναμη έχει ο σιδηρουργός, γιατί αυτός δουλεύοντας, και το δυνατό σίδερο λυγίζει και το μαλακώνει και το κάνει ό,τι θέλει. Παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
τὰν δὲ τρίταν ἀποφῆναι πέος ἰσχυρότατον πάντων, διδάσκειν δ’ ὅτι
καὶ τὸν χαλκέα στένοντα πυγίζουσι τούτῳ.
Και το τρίτο (κορίτσι) υποστήριξε σθεναρά ότι το πιο δυνατό απ’ όλα είναι
το πέος, με το επιχείρημα ότι και τον σιδηρουργό, ακόμη κι αν στενάζει,
μ’ αυτό τον πυγίζουν.
Το ρήμα πυγίζω, ως λάτρις της μονολεκτικής έκφρασης, το άφησα αμετάφραστο,
αφενός επειδή δεν υπάρχει αντίστοιχο στη νέα Ελληνική, αφετέρου επειδή τώρα
το έμαθες και εσύ αγαπητέ-ή αναγνώστη-στρια.
1)Ναίκι (στο πρωτότυπο): βαρβαρισμός αντί του ναίχι, άλλου τύπου τού ναι, όπως το οὐχὶ αντί του οὐ.
2)Κάτησο ( στο πρωτότυπο): βαρβαρισμός αντί του κάθησο.
3)Τυγάτριον ( » ): » » » θυγάτριον.
4)Στέριπο ( » ): » » » στέριφος= στερεός.
5)Τιττί’ ( » ): » » » τιτθίον= υποκοριστικό τού τιτθός= μαστός.
6)Γογγυλί ( » ): » » » γογγύλη= το γογγύλι.
7)Τὸ πυγή ( » ): » » » ἡ πυγή.
8)Το ρήμα εδώ μου θύμισε τους υπέροχους στίχους ενός άλλου μεγάλου και εξίσου αγαπημένου ποιητή της εποχής μας, του Ελύτη:
Στο χωριό τῆς γλώσσας μου τή Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα. (ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ)
και
Στὶς Κυκλάδες οἱ μικρὲς ἐκκλησίες ἀφθονοῦν καὶ λάμπουν ὅπως τὰ
βότσαλα. Ἀλλοῦ πουθενὰ χριστιανοὶ δὲν ἐφάνηκαν ποτὲ τόσο εἰδω-
λολάτρες. Καὶ εἶναι μὲ τὸ μέρος τους ὁ Θεός. (ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ)
9)Η Βούρα βρισκόταν κοντά και νότια της Ελίκης.
10)Ο Δίφιλος, ένας από τους διασημότερους ποιητές της Νέας Κωμωδίας, καταγόταν από τη Σινώπη και γεννήθηκε ανάμεσα στο 360-350 π. Χ. Γύρω στο 340 ήρθε στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε. Πέθανε στις αρχές τού 3ου αι. π. Χ. στη Σμύρνη. Από τα έργα του σώζονται οι τίτλοι περίπου εξήντα δραμάτων. Ο Δίφιλος υπήρξε το πρότυπο πολλών Λατίνων κωμωδιογράφων, ιδίως του Πλαύτου.
11)Για τον ΄Αδωνη και τα Αδώνια βλ. σχ. 5 και 6 του άρθρου μας με μεταφρασμένη Εταιρική επιστολή τού Αλκίφρονα (26/2/2022).
Υπέροχα, γλαφυρά, εμπεριστατωμένα!
Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια!
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια!