You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη. Tα ΨΑΡΙΑ ως τροφή  των αρχαίων Ελλήνων και άλλα πλάσματα της θάλασσας . Μέρος Α (Α-Ο)

Γεωργία Παπαδάκη. Tα ΨΑΡΙΑ ως τροφή των αρχαίων Ελλήνων και άλλα πλάσματα της θάλασσας . Μέρος Α (Α-Ο)

Στη μνήμη του πατέρα μου

 

Σε προγενέστερο άρθρο μας1 αναφερθήκαμε στην αγάπη των αρχαίων για την ψαροφαγία ή μάλλον στο πάθος που έτρεφαν για τα ψάρια. Αυτό ίσχυε και για τους Αθηναίους, τους πολίτες της σπουδαιότερης πόλης των κλασικών χρόνων, όπως γίνεται φανερό βάσει των πολλών αποδείξεων που μάς προσφέρει κυρίως η Αττική κωμωδία, αλλά και σύμφωνα με μαρτυρίες που παρουσιάζουν και άλλα σωζόμενα κείμενα της αρχαίας γραμματείας. Τα φαγώσιμα θαλασσινά ήταν το σημείο αναφοράς τού καλοφαγά, θεωρούνταν σπουδαίες λιχουδιές, συνεπώς δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι τα ψάρια χρησίμευαν και ως ερωτικά δώρα, ως μέσον αποπλάνησης.

Τα ψάρια τα έτρωγαν ή βραστά (ἑφθά ← ἕψω= βράζω, εξού το μεταγενέστερο ἀφέψημα) ή τηγανητά (τηγανιστά/ταγηνιστά τήγανον/τάγηνον = τηγάνι) ή ψητά (ὀπτά ← ὀπτάω-ῶ =ψήνω) και στα κάρβουνα (ἐπὶ ἀνθράκων ). Οι κάτοικοι της Αττικής απολάμβαναν επίσης τα διάφορα μαλάκια (στρείδια, μύδια, χταπόδια, καλαμάρια κ. ά.), τα καρκινοειδή (αστακούς, καβούρια, καραβίδες) και τα αλίπαστα ψάρια (τάριχοι/ταρίχη ταριχεύω). Τα τελευταία τα αγόραζαν από τους εμπόρους παστών ⸺ ψάρια που κάνουν παστά είναι ο τόνος, το σκουμπρί, ο κολιός, η παλαμίδα, ο οξύρρυγχος κ. ά. ⸺  όλα προερχόμενα από την περιοχή της Μαύρης θάλασσας και της Προποντίδας, μέσω της οποίας μετανάστευαν τα κοπάδια των ψαριών.

Υπήρχε, ωστόσο, το πρόβλημα των ἰχθυοπωλῶν, οι οποίοι συχνά διακωμωδούνται στις κωμωδίες ως άνθρωποι άπληστοι, πανούργοι απατεώνες, που βάζουν ακριβές τιμές στο φρέσκο ψάρι και προσπαθούν να κοροϊδέψουν τον πολίτη- καταναλωτή∙2 και οι ποιητές τούς στολίζουν με κατάλληλα επίθετα: κλέφτες, καταραμένους, θηρία, αφανιστές ανθρώπων.

Μετά τις γενικές αυτές εισαγωγικές πληροφορίες, θα θέλαμε να επισημάνουμε το εντυπωσιακό στοιχείο, ότι πολλά ονόματα φυτών και ζώων  ⸺ τα περισσότερα είναι δυσετυμολόγητα και κάποια άλλα είναι υπολείμματα των γλωσσών που μιλούσαν πληθυσμοί εγκαταστημένοι στη χώρα πριν την έλευση των Ελλήνων⸺ έχουν επιβιώσει από τους αρχαίους χρόνους ώς τις μέρες μας είτε αυτούσια είτε λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένα, όπως φαίνεται στον παρακάτω αλφαβητικό κατάλογο που καταρτίσαμε, τον οποίο ελπίζω να τον βρείτε ενδιαφέροντα. Περιλαμβάνει ονομασίες ψαριών και άλλων πλασμάτων της θάλασσας από το γράμμα Α έως και το Ο. Θα ακολουθήσει το Β μέρος τού άρθρου με τις αρχαίες αλιευτικές μεθόδους και με τη δεύτερη ομάδα ονομάτων από το Π ώς το Χ.

 

Ἡ ἀθερίνη= η αθερίνα. Η λέξη θεωρείται προελληνικής προέλευσης. Κατά μία δε εκδοχή, συνδέεται με το ρήμα ἀθερίζω, που σημαίνει περιφρονώ∙ είναι δηλαδή περιφρονητέο ψάρι λόγω του μικρού του μεγέθους.

Ὁ ἀστακός (← ὀστακός ← ὀστοῦν). Στον Αθήναιο διαβάζουμε: Τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ο ὀστακὸν λέγουσι.

Ὁ ἀστήρ : η λέξη δηλώνει εκτός από το αστέρι, το ουράνιο σώμα που λάμπει στον ουρανό στη διάρκεια της νύχτας, και τον αστερία, το εχινόδερμο που θυμίζει αστέρι. Το θηλυκό αφήνει τα αυγά του στον βυθό, όπου γονιμοποιούνται από το αρσενικό. Η εξωτερική αυτή γονιμοποίηση που παρατηρείται και σε πολλά ψάρια, π.χ. στον κέφαλο, στο λαβράκι, στον σκορπιό κ. ά. ήταν γνωστή στον Αριστοτέλη. Πώς το γνώριζε;! Και νοερά εντάσσομαι στην παρέα των φανταστικών συμποσιαστών τού Αθήναιου (περ. 170-230 μ. Χ.) και μαζί με έναν από τους συνδαιτημόνες, τον Κύνουλκο, θαυμάζω και εγώ τον πολυθρύλητον Αριστοτέλη και απορώ πόθεν οἶδε τόσα λεπτομερή στοιχεία ⸺ ο Κύνουλκος παραθέτει ουκ ολίγα παραδείγματα ⸺ από τη ζωή των ψαριών και άλλων  εμβίων όντων!  Άλλη μία χαρακτηριστική περίπτωση των εντυπωσιακών γνώσεων του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου και άξια αναφοράς είναι αυτή του γουλιανού, ενός ψαριού τού γλυκού νερού που ενδημεί στη χώρα μας, στα ποτάμια και στις λίμνες της Αιτωλοακαρνανίας, και ανήκει στην οικογένεια των σιλουριδών (ὁ,ἡ γλάνις λέγεται ο γουλιανός στα αρχαία ελληνικά, η επιστημονική δε ονομασία του είναι  Σίλουρος ο γλάνις). Στο έργο του Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι Ζ, ο Αριστοτέλης περιγράφοντας τους γλάνεις αναφέρεται στη συνήθεια τού  αρσενικού να φυλάει τα αυγά έως ότου τα μικρά εκκολαφθούν∙ συνήθεια για την οποία δεν υπήρχε μαρτυρία για κανένα ευρωπαϊκό είδος στη σύγχρονη εποχή, μέχρις ότου αναγνωρίστηκε τον 19ο αιώνα μέσω του συγκεκριμένου ψαριού. Και τότε, προς τιμήν του ΄Ελληνα φιλοσόφου ονομάστηκε ο γουλιανός Silurus Aristoteles, δικαιώνοντας μετά πολλούς αιώνες την περιγραφή τού Αριστοτέλη.

Ἡ βελόνη : η λέξη έχει τη σημασία της βελόνας, του ραπτικού λεπτού οργάνου, αλλά και του ψαριού τού γνωστού με το όνομα ζαργάνα (κοινή ονομασία βελόνι, βελονίδα), λόγω του μακρού και λεπτού του σώματος. Παρά την υπάρχουσα διχογνωμία, έχει επικρατήσει να ταυτίζεται η βελόνη με τη ζαργάνα. Εξάλλου ακόμη και σήμερα η επιστημονική ονομασία είναι «Βελόνη η κοινή».

Ὁ βόαξ-κος, συνηρημένο βῶξ = η γόπα ή γώπα ή γούπα ή βώπα. Επιστημονική ονομασία Βόωψ η κοινή. Η λέξη γώπα/γόπα προέρχεται από το μεσαιωνικό βῶπα, που ανάγεται στο αρχαίο βῶξ / βόαξ , το οποίο έχει ετυμολογικά συνδεθεί με τη λέξη βοῶπις ()= αυτή που έχει μάτια μεγάλα∙ και τούτο, γιατί η γόπα έχει σχετικά μικρό κεφάλι με μεγάλα μάτια.

Ὁ γαλεός= ο γαλέος, επίσης προελληνική λέξη.

Ὁ γόγγρος= το μουγγρί  (← παραφθορά τού μεταγενέστερου γογγρίον, υποκοριστικό τού γόγγρος ) ⸺ μερικοί ψαράδες δίνουν την εξήγηση πως το λένε μουγγρί γιατί… μουγκρίζει, κάτι που φυσικά δεν ισχύει.

Μουγγρί

Ὁ δελφὶς-ῖνος = το δελφίνι. Το δεύτερο εξυπνότερο πλάσμα μετά τον άνθρωπο. Από αρχαιοτάτων χρόνων έχει καταγραφεί σε μύθους η σχέση του δελφινιού με τον άνθρωπο, και μάλιστα, καθώς το θηλαστικό αυτό διακρίνεται για τον αξιοθαύμαστο αλτρουισμό του, υπάρχουν πανάρχαιες ιστορίες σχετικά με διασώσεις ναυαγών.3

Ἡ δράκαινα: το θηλυκό τού δράκων. Είναι το πιο δηλητηριώδες ψάρι της θάλασσας. ΄Εχει ένα φαρμακερό ραχιαίο πτερύγιο με πέντε αγκάθια δηλητηριώδη και άλλα δύο στα μάγουλα. Το κέντρισμά του, ακόμη και όταν είναι νεκρό, προκαλεί δυνατούς πόνους και καμιά φορά σοβαρότερες επιπλοκές . Δικαίως ονομάστηκε δράκαινα.

Δράκαινα

Ἡ, ὁ ἔγχελυς = το χέλι (← ἐγχέλειον, υποκοριστικό τού ἔγχελυς ).4

Ὁ ἐρυθρῖνος = το λυ(ι)θρίνι (← ἐρυθρίνιον, υποκοριστικό τού ἐρυθρῖνος ← ἐρυθρός ). Το λυθρίνι είναι ερμαφρόδιτο∙ στην αρχή είναι θηλυκό και κατόπιν μεταβάλλεται σε αρσενικό. Η αναστροφή του φύλου, που είναι σπάνιο φαινόμενο στα Σπονδυλόζωα αλλά παρατηρείται και σε άλλα ψάρια, λ. χ. στη μαρίδα, αποτελεί ακόμη ένα παράδειγμα της ενδελεχούς έρευνας του Αριστοτέλη. Συγκεκριμένα, δεν διέφυγε της προσοχής του ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με τα λυθρίνια. Στο Περὶ ζῴων γενέσεως, λοιπόν, γράφει για την πιθανότητα να υπάρχει κάποιο ζώο που έχει μόνο το θηλυκό γένος και όχι το αρσενικό, οπότε συμπεραίνει ότι ενδέχεται να γεννάει από μόνο του. Και συμπληρώνει με επιφύλαξη, εφόσον, όπως λέει, δεν έχει διαπιστωθεί ακόμη αξιόπιστα, ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει σε ένα γένος ψαριών∙ «γιατί στους  καλούμενους ἐρυθρίνους ποτέ κανείς δεν έχει δει αρσενικό, ενώ τα θηλυκά είναι γεμάτα κυοφορούμενα αυγά»!

Ὁ ἐχῖνος : η λέξη αναφέρεται και στον σκαντζόχοιρο και στο μικρό θαλασσινό ζώο που καλύπτεται από αγκάθια, τον αχινό.

Ὁ θύννος = ο τόν(ν)ος. Είναι μεταναστευτικό ψάρι, όπως αναφέραμε προηγουμένως, και μετακινείται σχηματίζοντας κοπάδια, αποτελούμενα πάντα από τόνους του ίδιου μεγέθους.5 Ο ποιητής Ανάνιος (6ος αι. π. Χ.) σε ένα σωζόμενο απόσπασμά του γαστριμαργικού περιεχομένου γράφει πως ο

                    ἐκ θαλάσσης θύννος φαγητό δεν είναι άσχημο,

                    αλλά μαζί με σκορδαλιά όλα τα ψάρια ξεπερνάει.

Ἡ θρίσσ(ττ)α = η φρίσσα (με μετατροπή τού θ σε φ).

Ὁ κάραβος = η καραβίδα (← μεταγενέστερος τύπος καραβίς –ίδος τού κάραβος).

 

Ἡ καρίς-ίδος = η γαρίδα, το καρκινοειδές με το πολύ νόστιμο κρέας.

Ὁ καρχαρίας (← κάρχαρος = κοφτερός, κυρίως αυτός που έχει κοφτερά δόντια). ΄Εχει οξεία όσφρηση όπως ο σκύλος. Λέγεται επίσης κύων τῆς θαλάσσης και σκύλιον (τό)= σκυλόψαρο.

Ὁ κέφαλος (← κεφαλή, επειδή έχει μεγάλο, πλατύ κεφάλι). ΄Εχει νόστιμο κρέας, όπως παρατηρεί και ένας αρχαίος συγγραφέας, ο ιατρός Ικέσιος (1ος αι. π. Χ.): « Εξαιρετικοί είναι οἱ κέφαλοι και στη γεύση και στους πλούσιους χυμούς». Οι ωοθήκες του θηλυκού αποτελούν το γνωστό αυγοτάραχο. Περίφημο είναι το αυγοτάραχο που δίνει η θηλυκή κεφαλίνα, η «μπάφα» της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου- Αιτωλικού.

Τὸ κογχύλιον ( υποκοριστικό τού μεταγενέστερου τύπου κογχύλη (), του προερχόμενου από το κόγχη που σημαίνει επίσης κοχύλι)= το κοχύλι, ο κόχυλας. Πρόκειται για το γνωστό οστρακοφόρο μαλάκιο αλλά και το όστρακό του. Τα κοχύλια είναι διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων. Διατηρούνται άριστα σε απολιθωμένη κατάσταση και έχουν μεγάλη σημασία για τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Οι αρχαίοι γνώριζαν την ύπαρξη απολιθωμάτων αυτού του είδους σε περιοχές πολύ απομακρυσμένες από τη θάλασσα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον φιλόσοφο Ξενοφάνη6 και τον Στράβωνα, ο οποίος μιλάει για πλήθος  κόγχων καὶ ὀστρέων σε μεσόγειες περιοχές ευρισκόμενες δύο και τρεις χιλιάδες στάδια (370 και 550 χλμ.) μακριά από τη θάλασσα. Κοχύλια  χρησιμοποίησε ο άνθρωπος της παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής  ως κοσμήματα, ως εργαλεία και σκεύη. Από κάποιες φυλές χρησιμοποιήθηκαν και ως νομίσματα. Και δεν γίνεται να μη θυμηθώ το « ἄντρον κογχυλόστρωτον» του Παπαδιαμάντη και τον κόχυλα (την μπουρού) του Ελύτη: «Ἡ θάλασσα μᾶς είχε περάσει τ’ ἀκουστικά της, ἔτσι ποὺ ν’ ἀκοῦμε στὸ μῆκος κύματος τοῦ ἴδιου βουεροῦ πελαγίσιου κόχυλα». (Ο ΦΙΛΟΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ, από ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΕΨΙΛΟΝ).

 

Ὁ κολίας = ο κολιός. Άλλη μία λέξη προελληνικής καταγωγής.

Ὁ κτεὶς, κτενός : λεγόταν και για την (κ)χτένα, την τσατσάρα, και για το μικρό δίθυρο μαλάκιο, το (κ)χτένι (← μεταγενέστερο κτένιον, υποκοριστικό τού κτείς ).

Ὁ κυπρῖνος = το ψάρι του γλυκού νερού κυπρίνος.

Ὁ κωβιός = ο κοκωβιός ή γωβιός. Και στην ονομασία αυτού του μικρού ψαριού ανιχνεύονται προελληνικές ρίζες. Σε έναν χαριτωμένο μύθο του Αισώπου, πρωταγωνιστεί ένας κοκωβιός, ο οποίος, έχοντας μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, προσπάθησε να χωρίσει… τα δελφίνια και τις φάλαινες που πολεμούσαν μεταξύ τους, και τα μεγάλα θηλαστικά θιγμένα στον εγωισμό τους τού το αρνήθηκαν. Επιμύθιο: ΄Ετσι και μερικοί άνθρωποι που δεν είναι άξιοι για τίποτε, όταν βρεθούν σε αναταραχή, πιστεύουν ότι είναι κάποιοι.

Κοκωβιός

Ὁ λάβραξ -ακος = το λαβράκι (← μεταγενέστερο λαβράκιον, υποκοριστικό τού λάβραξ). Το αρχαίο ουσιαστικό παράγεται από το επίθετο λάβρος, που σημαίνει ορμητικός αλλά και λαίμαργος. Και πράγματι το λαβράκι είναι αδηφάγο ψάρι, καταβροχθίζει ό, τι συναντήσει.

Ἡ μαινίς-ίδος = η συγγενής με τη μαρίδα μένουλα (αντιδάνειο από το βενετικό menola ← λατινικό maenula, υποκοριστικό τού maena ← μαίνη, μεταγενέστερος τύπος τού μαινίς ).

Ὁ μελάνουρος = το μελανούρι, το ψάρι το οποίο στη βάση της ουράς περιβάλλεται από μία μαύρη ταινία.

Ὁ μορμύρος/μόρμυρος = η μουρμούρα.

Ὁ μῦς  (ή μύτιλος ή μυτίλος)  = εκτός από τον ποντικό δηλώνει και το δίθυρο μαλάκιο μύδι (← μεσαιωνικό μύδιον, υποκοριστικό τού μῦς ).

Ἡ νάρκη : Σημαίνει παράλυση, νέκρωση, αλλά και το ψάρι του γένους των σελαχίων, το γνωστό κοινώς ως μουδιάστρα. ΄Εχει σώμα πεπιεσμένο που σχηματίζει σαρκώδη δίσκο. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα ηλεκτροφόρα όργανα που φέρει στο κεφάλι, τα οποία παράγουν ηλεκτρική εκκένωση ⸺ μπορεί να φτάσει τα 50-70 βολτ ⸺ που παραλύει ή και φονεύει το θύμα του όταν το ακουμπήσει. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί: Ἡ τε νάρκη ναρκᾶν ποιοῦσα ὧν ἂν κρατήσειν μέλλῃ ἰχθυδίων, τῷ τρόπῳ ὃν ἔχει ἐν τῷ σώματι λαμβάνουσα, […]  η νάρκη προκαλεί παράλυση σε όποια μικρά ψάρια θελήσει να εξουδετερώσει, πιάνοντάς τα με τον τρόπο που έχει στο σώμα της […]. Και παρακάτω προσθέτει: ἡ δὲ νάρκη φανερά ἐστι καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποιοῦσα ναρκᾶν. Δηλαδή, η νάρκη έχει γίνει αντιληπτή να προκαλεί παράλυση και στους ανθρώπους.

                                                                                 Νάρκη

 

Ὁ ναυτίλος = το πανέμορφο μαλάκιο με το ελικοειδές κέλυφος. Θεωρείται ως ζωντανό απολίθωμα, γιατί παραμένει χωρίς εξέλιξη για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια∙ έχουν περιγραφεί 2.500 είδη απολιθωμένων Ναυτιλοειδών. Από το όστρακό του φτιάχνουν κομψοτεχνήματα.

 

Ὁ ξιφίας (← ξίφος, επειδή το ρύγχος του μοιάζει με ξίφος). Είναι επιθετικό ψάρι και κάνει μεγάλα πηδήματα έξω από το νερό. Ο Αριστοτέλης στο Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι επισημαίνει ότι ο ξιφίας ενίοτε πηδάει τόσο ψηλά όσο και το δελφίνι και ότι πολλές φορές επιτίθεται και χτυπάει και πλοία. Και πράγματι, έχουν βρεθεί σημάδια από τα ρύγχη τους ή και σπασμένα ρύγχη σε ύφαλα πλοίων.

Ὁ ὄρκυνος ή ὄρκυς-υνος : είδος μεγάλου τόνου, το κοινώς γνωστό ορκύνι ή ορτσίνι ⸺ όρκυνο το έλεγαν οι θαλασσινοί της Προποντίδας.

Ὁ ὀρφός/ὀρφώς = ο ροφός (με αλλαγή της θέσης των δύο πρώτων φθόγγων). Είναι λέξη προελληνική. Ο ροφός φωλιάζει σε τρύπες ανάμεσα στα βράχια, φωλεῖ, όπως γράφει ο Αριστοτέλης, δὲ καὶ […] ὀρφὸς […].

 Ροφός  

Τὸ ὄστρεον ή ὄστρειον = το στρείδι (← μεσαιωνικό ὀστρείδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ὄστρειον ). Το στρείδι μπορεί να αλλάξει φύλο πολλές φορές στη ζωή του. Μερικά είδη στρειδιών είναι μαργαριτοφόρα. Το πιο γνωστό είδος που σχηματίζει πολύ καλής ποιότητας μαργαριτάρια είναι το στρείδι Μελεαγρίνη η μαργαριτοφόρος. Ο Θεόφραστος7 στο Περὶ λίθων αναφερόμενος στο  μαργαριτάρι σημειώνει ότι: Γίνεται ἐν ὀστρέῳ τινὶ παραπλησίῳ ταῖς πίνναις, πλὴν ἐλάττονι, γίνεται μέσα σε ένα στρείδι παρόμοιο με τις πίννες, αλλά μικρότερο.

 

 

 

 

1)Βλ. κείμενό μας με θέμα τις λέξεις «Ψωνίζω – Ψάρι» (4/8/2018).

2)Βλ. το χαρακτηριστικό για το δόλιο σινάφι των ιχθυοπωλών απόσπασμα του κωμωδιογράφου Ξενάρχου στο άρθρο μας «ΑΘΗΝΑΙΟΣ, Δειπνοσοφιστῶν Γ, 76d-e και ΣΤ, 225c-d (12/12/2020).

3)Βλ. και άρθρο μας με θέμα τον ΟΜΗΡΙΚΟΝ ΄ΥΜΝΟΝ VII Εἰς Διόνυσον (στ. 32-59) και ημερομηνία 22/10/2022.

4) Βλ. σχ.1 στο παραπάνω κείμενο με τις λέξεις «Ψωνίζω ⸺ Ψάρι».

5)Βλ. και σχ. 2 του άρθρου μας με θέμα το ρήμα «Σαγηνεύω»(18/12/2021).

6)Βλ. άρθρο μας με θέμα «Αποσπάσματα του Ξενοφάνη» (3/1/2021).

7)Για τον Θεόφραστο βλ. άρθρο μας με θέμα τη λέξη «Κυλικείο» (18/6/2018).

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.