You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη. Τα ΨΑΡΙΑ ως τροφή των αρχαίων Ελλήνων και άλλα πλάσματα της θάλασσας. Μέρος Β (Π-Χ)

Γεωργία Παπαδάκη. Τα ΨΑΡΙΑ ως τροφή των αρχαίων Ελλήνων και άλλα πλάσματα της θάλασσας. Μέρος Β (Π-Χ)

 

Στη μνήμη τού πατέρα μου

 

Στην αρχαιότητα το ψάρεμα, το οποίο τροφοδοτούσε το τραπέζι των Ελλήνων με το αγαπημένο τους έδεσμα, ήταν ένα επάγγελμα που δεν το είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Δεν το θεωρούσαν άξιο για ελεύθερο άνθρωπο, και στους κλασικούς χρόνους ήταν διαδεδομένη η άποψη ότι το ψάρεμα ως απασχόληση δεν έχει παιδευτική αξία και δεν συμβάλλει στη σωματική άσκηση και βελτίωση του ανθρώπου, κυρίως του νέου, σε αντίθεση με το κυνήγι που το είχαν ως ευγενή ασχολία ⸺ αυτή είναι η αντίληψη του Πλάτωνα, την οποία εκθέτει στους Νόμους.

Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν διάφορους τρόπους αλίευσης, που μοιάζουν αρκετά με τους σημερινούς. Καταρχήν με το δίκτυον, το δίχτυ.  Στο χ της Οδύσσειας, μετά τον φόνο των μνηστήρων, ο Οδυσσέας τούς είδε να κείτονται σωριασμένοι μέσα στη σκόνη και στα αίματα

« σαν ψάρια που σε κόρφου ακρογιάλι

από την αφρισμένη θάλασσα τα βγάλαν οι ψαράδες

δικτύῳ πολυωπῷ∙ με το γεμάτο τρύπες δίχτυ∙ (στ. 384-386)

Τα δίχτυα αποτελούσαν τα κυριότερα σύνεργα αλιείας και ήταν διαφόρων ειδών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τὴν σαγήνην,1 μεγάλο δίχτυ που σύρεται, είδος τράτας. Συμπληρωματικά εδώ θα κάνουμε μνεία της πολλαχοῦ ἀπεσχισμένης σαγήνης ενός ταλαίπωρου ψαρά από μία Αλιευτική επιστολή τού γνωστού μας  Αλκίφρονα, που μας θυμίζει τον στίχο του δημοτικού μας τραγουδιού: «η τράτα μας η κουρελού, η χιλιομπαλωμένη». Άλλο δίχτυ είναι τὸ ἀμφίβληστρον ( ← ἀμφί + βάλλω). Κατά λέξη σημαίνει «αυτό που ρίχνεται ολόγυρα», δηλώνει δε το μικρό δίχτυ, τον πεζόβολο (← αρχ. πέζα = πόδι + –βόλος βάλλω= ρίχνω), που χρησιμεύει για ψάρεμα στα ρηχά νερά ⸺ ρίχνεται στη θάλασσα συνήθως από την παραλία. Χρησιμοποιούσαν, επίσης, τὸν γρῖπον (η λέξη είναι σε χρήση ώς τις μέρες μας), τεράστιο δίχτυ που έριχναν οι ψαράδες στο πέλαγος, στα βαθιά νερά, παρόμοιο και αυτό με την τράτα. Σε ένα επίγραμμα ανωνύμου ποιητή της Παλατινής Ανθολογίας (VI 23), ένας ψαράς αφιερώνει στον Ερμή, ανάμεσα σε άλλα αλιευτικά όργανα, γριπούς τε, και γρίπους.

Τα δίχτυα έφεραν, όπως και σήμερα, φελλούς,2 και μολύβδινα βάρη, μολυβήθρες, για να κρατείται το δίχτυ κάθετο∙ στα αρχαία ελληνικά η μολυβήθρα λεγόταν μολυβδίς-ίδος. Στην Πολιτεία τού Πλάτωνα (519 b), ο Σωκράτης παρομοιάζει τις κακές συνήθειες που έχει ο φαύλος άνθρωπος από την παιδική του ηλικία με μολυβδίδας, που έχουν προσκολληθεί πάνω του και τραβούν προς τα κάτω την όραση της ψυχής.

Το ψάρεμα με το αγκίστρι (← μεταγενέστερο ἀγκίστριον, υποκοριστικό τού αρχαίου ἄγκιστρον 3 ) γινόταν όπως και στις μέρες μας: με μία μακριά βέργα ⸺συνήθως ήταν ένα καλάμι (ὁ κάλαμος ) ⸺ και με ένα λεπτό νήμα από λινάρι ή τρίχες αλόγου, τὴν ὁρμιάν, (εξού αρμίδι-ορμίδι ή αρμίθι), δηλαδή τη σημερινή πετονιά, από το οποίο νήμα κρεμούσαν έναν φελλό, ένα μολυβένιο βαρίδι και το αγκίστρι. Είχαν σε χρήση και τὸ πολυάγκιστρον, το παραγάδι.

Άλλη μέθοδος ψαρέματος ήταν με τὴν ὑποχήν, την απόχη,4 και τὸν κύρτον, τον κιούρτο στη δημοτική. Πρόκειται για ένα καλάθι από ιτιά, όπου, όπως γίνεται και σήμερα, έμπαινε μέσα το ψάρι και λόγω των κοφτερών προεξοχών δεν μπορούσε να βγει. Ο Θεόκριτος5 στους Ἁλιεῖς του ονοματίζει τα αλιευτικά όργανα που έφτιαξαν μόνοι τους δύο ψαράδες και βρίσκονταν κοντά τους, καθώς αυτοί ήταν ξαπλωμένοι μέσα στην καλύβα τους: τοὶ καλαθίσκοι, τοὶ κάλαμοι, τἄγκιστρα,[…] ὁρμιαὶ κύρτοι τε […], μικρά καλάθια, καλάμια, αγκίστρια, […] πετονιές  και κιούρτοι[…].

Κιούρτος

΄Οσον αφορά στα δολώματα ⸺   δόλος ή τὸ δέλεαρ/δεῖλαρ, εξού δελεάζω ⸺ ήταν ποικίλα. Ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για σκουλήκια, δύσοσμα δολώματα όπως η κοπριά, παστά με δυνατή οσμή, ψητό χταπόδι κ. ά. Αντίθετα, επισημαίνει ότι, αν κάποιος δολώσει τον κιούρτο με σάπιο δόλωμα ⸺ ἐὰν μὲν σαπρῷ τις δελέατι δελεάσῃ τὸν κύρτον ⸺τα ψάρια αρνούνται να μπουν, ούτε πλησιάζουν καν.

Με ένα άλλο όργανο, τον τριόδοντα, την τρίαινα, το καμάκι, κτυπούσαν κήτη μα και ψάρια, όπως λαβράκια, τόνους, ξιφίες αλλά και χταπόδια κ. ά.

Αρχαία είναι και η μέθοδος της σύλληψης ψαριών ναρκώνοντάς τα με πλόμον/φλόμον 6(→ φλομώνω), μέθοδος που χρησιμοποιείται λαθραία και σήμερα ακόμη. Γράφει ο Αριστοτέλης: Ἀποθνήσκουσι δ’ οἱ ἰχθύες τῷ πλόμῳ∙ διὸ καὶ θηρεύουσιν οἱ μὲν ἄλλοι τοὺς ἐν τοῖς ποταμοῖς καὶ λίμναις πλομίζοντες […], δηλαδή: Πεθαίνουν τα ψάρια με τον φλόμο∙ γι’ αυτό και άλλοι μεν πιάνουν όσα ζουν στα ποτάμια και στις λίμνες δηλητηριάζοντάς τα με φλόμο […]

Ευφορβία η δενδροειδής ή φλόμος

Αφήσαμε για το τέλος το ψάρεμα με πυροφάνι (← πῦρ + μεταγενέστερο φανίον, υποκοριστικό του αρχαίου φανός = πυρσός). Οι αρχαίοι μιλούσαν για θήραν πυρευτικήν (= κυνήγι, ψάρεμα με πυρσό ), όπως μαρτυρείται στον Σοφιστή τού  Πλάτωνα, όπου ένας από τους συνομιλητές λέει: […]  τὸ μὲν νυκτερινόν, οἶμαι, πρὸς πυρὸς φῶς γιγνόμενον ὑπ’ αὐτῶν τῶν περὶ τὴν θήραν πυρευτικὴν ῥηθῆναι συμβέβηκεν. Σε μετάφραση: Το νυκτερινό μέρος του κυνηγιού που γίνεται με το φως της φωτιάς, νομίζω ότι από τους ίδιους τους ψαράδες συμβαίνει να λέγεται πυροφάνι.

 

Ακολουθεί το δεύτερο μέρος του καταλόγου των ψαριών και των άλλων θαλασσίων πλασμάτων (Π-Χ).

Ἡ πέρκη (←περκ-νός = αυτός που έχει χρώμα σκούρο)= η πέρκα, το ψάρι του γλυκού νερού. Είναι ψάρι ερμαφρόδιτο, του οποίου το σώμα έχει χρώμα γκριζοπράσινο με πέντε έως έξι σκούρες ταινίες κάθετες.

Ἡ πηλαμύς-ύδος = η παλαμίδα (← μεταγενέστερο παλαμίς-ίδος ← πηλαμύς ). Είναι ψάρι μεταναστευτικό, όπως ήδη έχουμε αναφέρει. Ο Αριστοτέλης λέει για την παλαμίδα: Αἱ πηλαμύδες καὶ οἱ θύννοι τίκτουσιν ἐν τῷ Πόντῳ, ἄλλοθι δ’ οὔ, οι παλαμίδες και οι τόνοι γεννούν στον Πόντο και πουθενά αλλού. Και ο Στράβων, μιλώντας για το Βυζάντιο, σημειώνει ότι στους κολπίσκους που σχηματίζονται μέσα στον κόλπο τον ονομαζόμενο Κέρας (τον μετέπειτα Κεράτιο κόλπο) «εισβάλλοντας η παλαμίδα πιάνεται εύκολα ⸺ ἐμπίπτουσα ἡ πηλαμὺς ἁλίσκεται ῥᾳδίως  ⸺ κ α ι ένεκα της αφθονίας της κ α ι ένεκα της ορμητικότητας του ρεύματος που την παρασέρνει κ α ι λόγω της στενότητας των κόλπων, ώστε μπορεί να πιάνεται και με τα χέρια. Γεννιέται δε το ζώο στα έλη της Μαιώτιδας λίμνης7 […] ». Η παλαμίδα διατηρημένη με αλάτι (αλίπαστο) είναι γνωστή ως λακέρδα.

Ἡ πίννα = το μεγάλο δίθυρο μαλάκιο, η πίν(ν)α. Ζει όρθιο, με το κάτω μυτερό άκρο του χωμένο στον βυθό και στερεωμένο με τον βύσσο, την τούφα από μεταξένιες ίνες που θεωρούνται ιδιαίτερα ανθεκτικές. Αἱ δὲ πίνναι ὀρθαὶ φύονται ἐκ τοῦ βυσσοῦ, διαβάζουμε στον Αριστοτέλη. Τα νήματα αυτά χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή αραχνοΰφαντων υφασμάτων, καλτσών και γαντιών στη Νότια Ιταλία και Σικελία. Αρκετά είδη πίνας συμβιώνουν με ένα καβουράκι ή μία μικρή γαρίδα, τον πιννοθήρα (πιννοφύλαξ ή πιννοτήρης στα αρχαία ελληνικά), που βρίσκει  προστασία μέσα στο όστρακό της και σε αντάλλαγμα την προειδοποιεί όταν εμφανιστεί κίνδυνος, και τότε η πίνα κλείνει απότομα τις θυρίδες της ⸺ […] ἐν ταῖς πίνναις οἱ καλούμενοι πιννοτῆραι8 (ἐμφύονται), μέσα στις πίνες  προσκολλώνται οι λεγόμενοι πιννοφύλακες, γράφει επίσης ο Αριστοτέλης. Και αλλού σημειώνει: Ἔχουσι δ’ ἐν αὑταῖς πιννοφύλακα, αἱ μὲν καρίδιον αἱ δὲ καρκίνιον∙ έχουν δε μέσα τους έναν πιννοφύλακα, άλλες γαριδούλα, άλλες καβουράκι.

Πί(ν)να

Ὁ πολύπους-ποδος  = ο οκτάπους ο κοινός, το χταπόδι (← μεταγενέστερο ὀκταπόδιον, υποκοριστικό τού αρχαίου ὀκτάπους-οδος = αυτός που έχει οκτώ πόδια. Το ὀκταπόδιον στους μεσαιωνικούς χρόνους αντικατέστησε τον αρχαίο όρο πολύπους). Το χταπόδι τρέφεται με οστρακόδερμα, καβούρια κ.λπ., και, αφού  καταναλώσει το σαρκώδες μέρος τους, βγάζει τα όστρακα και τα αφήνει έξω από το θαλάμι του. Σχετικά, παρατηρεί ο Αριστοτέλης: διὸ καὶ τοῖς ὀστράκοις οἱ θηρεύοντες γνωρίζουσι τὰς θαλάμας9 αὐτῶν, γι’ αυτό και οι ψαράδες από τα όστρακα αναγνωρίζουν τα θαλάμια τους ( απόλυτα σωστή παρατήρηση, επιβεβαιωμένη και από προσωπική πείρα).  Είναι γνωστό επίσης ότι μπορεί να αλλάξει το χρώμα του και να το προσαρμόσει στο περιβάλλον∙ […] τὸ χρῶμα μεταβάλλων καὶ ποιῶν ὅμοιον οἷς ἂν πλησιάζῃ λίθοις ⸺  διατύπωση και αυτή του Αριστοτέλη ⸺  δηλαδή, μεταβάλλει το χρώμα του και το κάνει όμοιο με όποια πέτρα πλησιάζει. Ο Αθήναιος, τέλος, διασώζει ένα απόσπασμα από το έργο τού ποιητή Φιλοξένου τού Λευκάδιου (5ος – 4ος αι. π. Χ.), το επιγραφόμενο Δεῖπνον, από το οποίο παραθέτουμε δύο πολύ ενδιαφέροντες στίχους:

Πουλύποδος πλεκτὴ δ’, ἂν πιλήσης κατὰ καιρόν,

ἑφθὴ τῆς ὀπτῆς, ἢν ᾖ μείζων, πολὺ κρείττων∙

Πλοκάμι10 χταποδιού, αν το χτυπήσεις όσο πρέπει,

βραστό είναι πολύ καλύτερο από ψητό, αν είναι πιο χοντρό.

Το χτύπημα, λοιπόν, το γούλιασμα του χταποδιού, είναι πανάρχαιο, όπως και ο τρόπος μαγειρέματός του, με βρασμό και ψήσιμο.

Ἡ πορφύρα.11

Πορφύρα

Ἡ ῥίνη : σημαίνει α) λίμα (εξού ρινίζω= τρίβω επιφάνεια με λίμα, λιμάρω, και ρίνισμα-ατα= τα λεπτά ψήγματα που πέφτουν από το λιμάρισμα μεταλλικού σώματος)∙ β) το ψάρι ρίνα, το οποίο έχει δέρμα τραχύ, που χρησιμοποιείται στο ξύσιμο και στη λείανση ξύλων. Πρόκειται για γνώση κληρονομημένη από την αρχαιότητα, όπως μαρτυρεί ο ακόλουθος στίχος από ένα απόσπασμα από την παρωδία Αττικός δείπνος τού ποιητή Μάτρωνος ( 4ος αι. π. Χ.), το οποίο επίσης διασώζει ο Αθήναιος. Μεταξύ των πολλών εδεσμάτων που περιγράφονται υπάρχει και η ρίνα, για την οποία προστίθεται ετούτη η πληροφορία: Ῥίνη δ’, ἣν φιλέουσι περισσῶς τέκτονες ἄνδρες, η ρίνα που περίσσια αγαπούν οι ξυλουργοί.

Ρίνα

Ἡ σάλπη = η σάλπα. Η λέξη είναι πιθανόν να προέρχεται από προελληνική γλώσσα.

Ὁ σαργός = επίσης προελληνικής προέλευσης λέξη.

Ὁ σαῦρος = το σαυρίδι (← μεταγενέστερο σαυρίδιον, υποκοριστικό τού σαῦρος).

Τὸ σέλαχος = το σε(α)λάχι (← σελάχιον, υποκοριστικό τού σέλαχος ).

Ἡ σηπία = η σουπιά. ΄Εχει δέκα πλοκάμια, και ο σκελετός της αποτελείται από ένα ασβεστολιθικό και πορώδες οστό, το σήπιον ή σηπίον των αρχαίων. Ως γνωστόν, αμύνεται εκτοξεύοντας μελάνι12 από τον μελανοφόρο σάκο. Με αυτόν τον τρόπο θολώνει το νερό (εξ αυτού, το μελάνι της σουπιάς στα αρχαία ελληνικά λέγεται () θολός) και κατορθώνει να διαφεύγει. Κατά τον Αριστοτέλη: Τῶν δὲ μαλακίων πανουργότατον μὲν ἡ σηπία, καὶ μόνῳ χρῆται τῷ θολῷ κρύψεως χάριν, καὶ οὐ μόνον φοβουμένη∙ σε μετάφραση: Από τα μαλάκια η σουπιά είναι το πιο πονηρό και το μόνο που χρησιμοποιεί το  μελάνι για απόκρυψη και όχι μόνο όταν φοβάται. Από το μελάνι της σουπιάς προέρχεται το χρώμα το γνωστό ως σέπια, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη ζωγραφική.

Ὁ σκάρος (← σκαίρω= χοροπηδώ, σκιρτώ). Είναι το μόνο ψάρι που μηρυκάζει. Το επισημαίνει και ο Αριστοτέλης: […] σκάρον, ὃς δὴ καὶ δοκεῖ μόνος ἰχθὺς μηρυκάζειν. Δηλαδή, [το ψάρι που ονομάζουν] σκάρο, ο οποίος μάλιστα φαίνεται πως είναι το μόνο ψάρι που μηρυκάζει.

Σκάρος

Ὁ σκόμβρος = το σκουμπρί (← μεσαιωνικό σκουμπρίν ← αμάρτυρος τύπος σκομβρίον, υποκοριστικό τού σκόμβρος ). Και στην αρχαία αυτή λέξη ανιχνεύεται ρίζα προελληνική. Το σκουμπρί είναι νοστιμότατο ψάρι, μεταναστευτικό ⸺ στο Αιγαίο κινείται από τον Εύξεινο προς νότον, προς την Προποντίδα, και τούμπαλιν ⸺ ζει σε πολυπληθή κοπάδια, και αποξηραμμένο είναι ο γνωστός μας τσίρος. Μοιάζει με τον κολιό, καθώς ανήκουν στην ίδια οικογένεια. ΄Ενας Αθηναίος κωμικός ποιητής τού 5ου αι. π. Χ., ο  Έρμιππος, σε ένα απόσπασμά του που βρίσκουμε στον Αθήναιο, απαριθμεί το χαρακτηριστικό προϊόν κάθε πόλης και περιοχής στο οποίο οφείλει τη φήμη της και μεταξύ των άλλων προβάλλει ἐκ δ’ Ἑλλησπόντου σκόμβρους καὶ πάντα ταρίχη, τα σκουμπριά απ’ τον Ελλήσποντο και όλα τα παστά, για τα οποία κάναμε λόγο στο Α μέρος του άρθρου.

Ὁ σκορπίος : δηλώνει κ α ι το αραχνοειδές αρθρόποδο με το δηλητηριώδες κεντρί κ α ι το ψάρι σκορπιός με τα ραχιαία, επίσης δηλητηριώδη, αγκάθια, που προκαλούν οδυνηρό τσίμπημα. Αυτός είναι και ο λόγος που του δόθηκε το όνομα του στεριανού σκορπιού.

Ἡ σμαρίς-ίδος = η μαρίδα. Ανήκει στην κατηγορία των μικρών ψαριών, τα οποία στην αρχαία Αθήνα τουλάχιστον τα περιφρονούσαν και τα θεωρούσαν φτωχικό φαγητό, για παρακατιανούς.

Ἡ σμύραινα ή μύραινα = η σμέρνα (← μεσαιωνικό σμέρινα ← σμύραινα ). Το σώμα της μοιάζει με του φιδιού και κολυμπάει με κινήσεις φιδιού. Είναι άγριο ψάρι και αμυνόμενη επιτίθεται στον άνθρωπο∙ το δάγκωμά της είναι οδυνηρό.13 Οι αρχαίοι το περιελάμβαναν στα έξοχα εδέσματα.

Σμέρνα

Ὁ σπόγγος = το σφουγγάρι (←μεταγενέστερο σφογγάριον/σπογγάριον, υποκοριστικό τού σπόγγος ). Το σφουγγάρι, ο Σπόγγος ο φαρμακευτικός, είναι είδος τού φύλου Σπόγγοι, των θαλάσσιων αυτών ζωικών οργανισμών, που εξαιτίας της ομοιότητάς τους με τα φυτά, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα δεν κατατάσσονταν στο ζωικό βασίλειο. Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό τού ζώου είναι ότι παρουσιάζει μεγάλη δυνατότητα αναγέννησης. Όταν δηλαδή κοπεί ένας σπόγγος σε μικρά κομμάτια, είναι δυνατόν το κάθε κομμάτι να αναπτυχθεί σε τέλειο άτομο∙  ἐὰν απορραγῇ, όπως λέει ο Αριστοτέλης, φύεται πάλιν ἐκ τοῦ καταλοίπου καὶ ἀναπληροῦται, Επίσης, μέσα στα κανάλια του σώματός του βρίσκουν συχνά καταφύγιο μικροί θαλάσσιοι οργανισμοί, καβουράκια, σκουλήκια κ. ά. ⸺ τρέφει δ’ ἐν ἑαυτῷ ζῷα, ἕλμινθάς τε καὶ ἕτερ’ ἄττα, διατηρεί δε μέσα του ζώα, σκουλήκια και διάφορα άλλα, συνεχίζει στην περιγραφή του ο Αριστοτέλης. Η βασική ιδιότητα του σφουγγαριού είναι ότι καθαρίζει∙ μα και σβήνει, χαλάει και τη ζωγραφιά της ανθρώπινης ευτυχίας στη μνημειώδη εικόνα που δημιούργησε με τους στίχους του ο  Αισχύλος, ο τιτάνας δραματουργός.14

 Ἡ συναγρίς (← σύν + ἄγρα = κυνήγι ) = η συναγρίδα.

Ὁ φάγρος = το φαγγρί (← μεσαιωνικό φαγγρίν ← φαγρίον, υποκοριστικό τού φάγρος ).

Ἡ φάλαινα, το θαλάσσιο θηλαστικό. Ο Αριστοτέλης σημειώνει: Δελφὶς δὲ καὶ φάλαινα καὶ τὰ ἄλλα κήτη, ὅσα μὴ ἔχει βράγχια ἀλλὰ φυσητῆρα, ζῳοτοκοῦσιν, δηλαδή, το δελφίνι και η φάλαινα και τα άλλα κήτη, όσα δεν έχουν βράγχια αλλά φυσητήρα, είναι ζωοτόκα.

Ἡ φώκη = το θαλάσσιο θηλαστικό η φώκια. Η πρώτη μαρτυρία για τη φώκια απαντά στον ΄Ομηρο. Για την ακρίβεια, στο δ της Οδύσσειας η Ειδοθέα, η κόρη τού Πρωτέα, του γέροντα θεού της θάλασσας, συναντά τον Μενέλαο στον Φάρο, ένα νησί μπροστά στην Αίγυπτο, όπου άραξε ο ήρωας το πλοίο του επιστρέφοντας από την Τροία. Όμως ο αέρας κόπηκε, και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Η Ειδοθέα λυπήθηκε τον απελπισμένο ήρωα και, καθώς ο μόνος που μπορούσε να τον βοηθήσει ήταν ο πατέρας της, ο οποίος όμως ήταν απρόθυμος να συνομιλεί με ξένους, τον συμβουλεύει τι να κάνει για να τον πιάσουν ενώ θα κοιμάται, γιατί ο Πρωτέας μεταμορφωνόταν σε ό, τι ήθελε. Τον ενημερώνει λοιπόν ότι, όταν ο ήλιος ανεβαίνει μεσούρανα, τότε ο γέροντας βγαίνει από τη θάλασσα και πηγαίνει να κοιμηθεί σε σπηλιές. Ακολουθούν οι παρακάτω στίχοι (στ. 404-406):

ἀμφὶ δὲ μιν φῶκαι νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης

ἁθρόαι εὕδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῦσαι,

πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν.

Κι ολόγυρά του πλήθος κοιμούνται φώκες, της όμορφης

Θαλασσογεννημένης15 τα παιδιά, που απ’ την αφρισμένη θάλασσα

αναδυθήκαν, αφήνοντας βαριά οσμή τού τρίσβαθου πελάγου.

Ἡ χάννη (και τούτη η λέξη προέρχεται από τα βάθη των αιώνων και το προελληνικό υπόστρωμα) = ο χάννος. Οι ψαράδες το θεωρούν πολύ κουτό ψάρι, γιατί κρατάει συνέχεια το στόμα του ανοικτό, και κατά μία άποψη πιθανώς να σχετίζεται ετυμολογικά με τα ρήματα χαίνω/χάσκω = ανοίγω το στόμα πολύ, χάσκω. Ο κωμωδιογράφος Επίχαρμος16 σε έναν στίχο του μιλάει για μεγαλοχάσμονας χάννας, για χάννους που χάσκουν με το στόμα ορθάνοιχτο.

Χάννος

Ἡ χελιδών-όνος : εκτός από το πανέμορφο μικρό πτηνό που φέρνει την άνοιξη, η λέξη δηλώνει και το ψάρι το γνωστό ως χελιδονόψαρο. Το χελιδονόψαρο κολυμπάει στην επιφάνεια του νερού και με τα μεγάλα σαν φτερούγες πτερύγια που έχει πετάει έξω από αυτό. Μερικά πετούν ψηλά και πέφτουν στα καταστρώματα των πλοίων. Κατά τον Αριστοτέλη: […] αἱ χελιδόνες αἱ θαλάσσιαι […] πέτονται μετέωροι, οὐχ ἁπτόμενοι τῆς θαλάττης∙ τὰ γὰρ πτερύγια ἔχουσι πλατέα καὶ μακρά. Δηλαδή, τα χελιδονόψαρα πετούν ψηλά, χωρίς να αγγίζουν τη θάλασσα, γιατί έχουν πτερύγια πλατιά και μακριά.

Χελιδονόψαρο

Ἡ χελώνη =η χελώνα της ξηράς και η θαλασσία. Ο Αριστοτέλης γνωρίζει φυσικά ότι «γεννούν και οι θαλάσσιες χελώνες στη στεριά αυγά ⸺ Τίκτουσι δὲ καὶ αἱ θαλάσσιαι χελῶναι ἐν τῇ γῇ ᾠὰ ⸺  μεγάλη μάλιστα ποσότητα που μπορούν να φτάσουν και τα εκατό, και ότι τα θάβουν ανοίγοντας λάκκο».

Ἡ χήμη ( ← χάσκω/χαίνω) = η αχηβάδα (α + χηβάδα ← μεσαιωνικό χημάδα ← χήμη ). Στο ανοικτό, χαῖνον, όστρακό του οφείλει το δίθυρο μαλάκιο την ονομασία του χήμη

 

 

 

 

1)Για το δίχτυ αυτό βλ. άρθρο μας με θέμα το ρήμα «Σαγηνεύω» ( 18/12/2021).

2)Για τον φελλό βλ. κείμενό μας που ασχολείται με αυτήν ακριβώς τη λέξη (20/1/2017).

3)Βλ. και σχ. 2 του κειμένου μας τού αφιερωμένου στο ποιητικό επίθετο Εὐάγκαλος (11/6/2022).

4)Ἡ ὑποχή: μεταγενέστερος όρος ετυμολογούμενος από το ρήμα ὑπέχω= βάζω από κάτω. Η λέξη «απόχη» σχηματίστηκε με αναβιβασμό του τόνου και επίδραση της πρόθεσης από.

5)Για τον ποιητή Θεόκριτο μιλήσαμε στο άρθρο μας με θέμα τη φράση «Φτύνω στον κόρφο» (7/2/2018).

6)Πρόκειται για το φυτό Ευφορβία η δενδροειδής, ο γαλακτώδης χυμός του οποίου είναι πολύ δηλητηριώδης.

7)Η Μαιώτις λίμνη είναι η σημερινή Αζοφική θάλασσα.

8) Ὁ πιννοτήρης (← πίννα + τηρέω-ῶ = επιτηρώ, φυλάσσω).

9)Ἡ θαλάμη: εξού ο αντίστοιχος σημερινός όρος για τη φωλιά του χταποδιού, «το θαλάμι».

10)Ἡ πλεκτὴ του πρωτοτύπου ή πλεκτάνη (← πλέκω= συστρέφω) = το πλοκάμι του χταποδιού, της σουπιάς, του καλαμαριού κ. ά.

11)Βλ. σχ. 5 του άρθρου μας με θέμα την ποιητική λέξη Ἁλικύμων (22/5/2021).

12) Για το μελάνι της σουπιάς κάναμε λόγο στο πρόσφατο κείμενό μας με θέμα τη φράση «Μαύρ(ος) σαν πίσσα» (7 Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους).

13)Βλ. και άρθρο μας με μεταφρασμένο απόσπασμα από τους Βατράχους τού Αριστοφάνη (19/3/2022).

14)Βλ. το άρθρο μας με θέμα τη λέξη «Σφουγγάρι» (17/4/2018).

15)Εδώ ο ποιητής εννοεί μία από τις Νηρηίδες, την Αμφιτρίτη, το όνομα της οποίας έγινε συνώνυμο της θάλασσας.

16)Για τον Επίχαρμο βλ. κείμενό μας με θέμα τις φράσεις « Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο ⸺ ΄Ερχομαι στα χέρια» (17/10/2020).

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.