Από το αρχαίο μας παρελθόν έρχεται και η έκφραση βαθὺ γῆρας με τον μορφολογικά διαφοροποιημένο τύπο «βαθιά γεράματα», χρησιμοποιούμενη με την ίδια πονετική τρυφερότητα, όπως θα δούμε σ’ ένα αισθαντικό επίγραμμα του Λεωνίδα του Ταραντίνου 1 από την Παλατινή Ανθολογία.
Και κατά πρώτον το επίθετο βαθὺς-εῖα (σημ.–ιά) –ὺ και τα ενδιαφέροντα ομόρριζά του: βάθος· βαθύνω (→ βαθαίνω)· βαθύτης· βυθίζω· βάπτω = η αρχική σημασία του είναι «βυθίζω στο νερό» και το «βάφω» είναι ο μεσαιωνικός τύπος τού ρήματος ⸺ η ρίζα βαφ-, εξού βαφή, είναι συγγενής τού βαθ-· βαπτίζω= βυθίζω στο νερό· βυθός· βόθρος= λάκκος· ἄβυσσος –ον, επίθετο σχηματισμένο από το στερητικό α + βυσσός, αρχαιότερος τύπος τού βυθός (κατά λέξη σήμαινε «χωρίς βυθό» και συνήθως δήλωνε τον απέραντο, τον αχανή, ενώ πολύ αργότερα οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην Π. Διαθήκη τη λέξη με τη σημασία τού υδάτινου βυθού)· το νεότερο αβυσσαλέος· το μεσαιωνικό βυσσοδομῶ (← βυσσοδομεύω ←βυσσός+δομῶ-δέμω= οικοδομώ). Το βυσσοδομεύω είχε την έννοια τού «οικοδομώ κάτι σε βάθος» και εξ αυτού, σκέφτομαι στο βάθος της ψυχής μου, μηχανεύομαι εναντίον κάποιου· ὑποβρύχιος – ον (← ὑπό +βρύχιος= βαθύς← ὑπό+ βρὺξ= βυθός)= ο υπό την επιφάνεια της θάλασσσας ευρισκόμενος κ. ά.
Με πρώτο συνθετικό το επίθετο βαθύς τόσο η αρχαία, όσο και η νέα ελληνική γλώσσα σχημάτισε πολλές σύνθετες λέξεις, όπως: βαθύνους-ουν= αυτός που στοχάζεται βαθιά ⸺ βλ. και παρακάτω τα περί μεταφορικής σημασίας τού ουσιαστικού βάθος· βαθύκολπος, συνήθως για γυναίκες, αυτή που φοράει ιμάτιο το οποίο σχηματίζει βαθιές πτυχές· βαθυκτέανος= αυτός που έχει μεγάλα κτήματα· βαθύπλουτος· βαθύσκιος= αυτός που βρίσκεται σε βαθιά σκιά· βαθύρριζος= αυτός που έχει βαθιές ρίζες· βαθυγάλανος· βαθύγνωμος· βαθυσκάφος· βαθυστάλακτος· βαθυστόχαστος· βαθύφωνος κ. ά.
Ο Αρριανός στο έργο του Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις διηγείται ότι, όταν ο μέγας στρατηλάτης έφθασε στη Βακτρία καταδιώκοντας τον σατράπη τής Βακτριανής Βήσσο που είχε φονεύσει τον Δαρείο, πέτυχε τη διάβαση του ποταμού ΄Ωξου, από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ασίας, όμως στην προσπάθειά του να τον διαβεί συνάντησε μεγάλες δυσκολίες ( Γ ΧΧΙΧ 3):
τὸ μὲν γὰρ εὖρος ἦν ἐς ἓξ μάλιστα σταδίους, βάθος δὲ οὐ πρὸς λόγον
τοῦ εὔρους, ἀλλὰ πολὺ δή τι βαθύτερος καὶ ψαμμώδης καὶ ῥεῦμα ὀξύ, […]
γιατί το μεν πλάτος του ήταν περίπου έως έξι στάδια,2 το δε βάθος
δεν ήταν ανάλογο με το πλάτος, αλλά ήταν πολύ βαθύτερος και
αμμώδης και είχε ρεύμα ορμητικό […]
Και ο Πλάτων στον Τίμαιον γράφει περί της γης (ΧVI D-E) ὕψη τε καὶ βάθη παντοδαπὰ ἐχούσης […], δηλαδή ότι έχει κάθε είδους ύψη και βάθη.
Το ουσιαστικό βάθος είχε και μεταφορική σημασία, δηλώνοντας επί πνευματικών, διανοητικών ιδιοτήτων τον συνετό, τον βαθυστόχαστο, σημασία που διατηρείται ώς σήμερα στα αντίστοιχα σύνθετα επίθετα.
Πάλι ο Πλάτων σε έναν άλλον διάλογό του, τον Θεαίτητον, παρουσιάζει τον Σωκράτη να χαρακτηρίζει τον Παρμενίδη3 όπως ο ΄Ομηρος τον Πρίαμο, σεβάσμιο και επιβλητικό, με την ακόλουθη αιτιολόγηση (183 Ε):
Συμπροσέμειξα γὰρ δὴ τῷ ἀνδρὶ πάνυ νέος πάνυ πρεσβύτῃ, καί μοι ἐφάνη
βάθος τι ἔχειν παντάπασι γενναῖον.
Γιατί συναναστράφηκα αυτόν τον άνδρα, όταν εγώ ήμουν πολύ νέος
και αυτός πολύ γέρος, και μου φάνηκε ότι έχει βάθος εξαιρετικά
σπουδαίο.
Παρμενίδης
΄Οσο για το επίθετο βαθύς, οι διάφορες χρήσεις του έχουν επιβιώσει και στα νέα ελληνικά. ΄Ηδη στον ΄Ομηρο, στη ραψωδία Η της Ιλιάδας, ο Νέστορας προτείνει να κτίσουν γρήγορα τείχη με ψηλούς πύργους για προφύλαξη των πλοίων και του στρατού και στη συνέχεια λέει (στ. 341-343):
ἔκτοσθεν δὲ βαθεῖαν ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον,
ἥ χ’ ἵππον καὶ λαὸν ἐρυκάκοι ἀμφὶς ἐοῦσα,
μη ποτ’ ἐπιβρίσῃ πόλεμος Τρώων ἀγερώχων».
κι απέξω ας σκάψουμε κοντά τάφρο βαθιά,
που όντας ολοτρίγυρα [απ’ το στρατόπεδο] θ’ αναχαιτίσει
και τ’ άλογα και το στρατό, εάν κάποια στιγμή
πλακώσει ο πόλεμος των αλαζόνων Τρώων.
Στην πραγματεία τού Πλουτάρχου Ὑγιεινὰ παραγγέλματα γίνεται λόγος για την περίπτωση ενός Ρωμαίου ιατροφιλόσοφου, του Νίγρου, ο οποίος, όταν κάποτε στη Γαλατία δίδασκε τη ρητορική ως σοφιστής, είχε καταπιεί αγκάθι από ψάρι που σφηνώθηκε στον λαιμό του. Επέμεινε ωστόσο να τελειώσει τη διάλεξη που έδινε ⸺ παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο (131 Α-Β):
μεγάλης δὲ φλεγμονῆς καὶ σκληρᾶς γενομένης, τὸν πόνον οὐ φέρων
ἀνεδέξατο τομὴ ἔξωθεν βαθεῖαν.
Όμως επειδή η φλεγμονή έγινε μεγάλη και σκληρή, μην αντέχοντας
τον πόνον υποβλήθηκε σε βαθιά τομή εξωτερικά.
Το αγκάθι βγήκε, το τραύμα όμως μολύνθηκε και ο Νίγρος πέθανε.
Στο δοκίμιο Λούκιος ἤ ὄνος, που θεωρείται νόθο έργο τού Λουκιανού, και έχει θέμα τη μεταμόρφωση ενός αδιάντροπου νέου σε γάιδαρο και τις περιπέτειές του, διαβάζουμε σε κάποιο σημείο (34):
Ἐπεὶ δὲ νὺξ βαθεῖα, ἄγγελός τις ἀπὸ τῆς κώμης ἧκεν εἰς τὸν ἀγρὸν
καὶ τὴν ἔπαυλιν,[…]
Όταν ήταν νύχτα βαθιά, ήρθε ένας αγγελιοφόρος από το χωριό στο
χωράφι και στην αγροικία, [με την είδηση…]
Και σε ένα προγενέστερο άρθρο μας με θέμα τη φράση «Πρώτος ύπνος» (3/6/2023) αναφερθήκαμε και στη φράση βαθύς ὕπνος που επίσης έχει διασωθεί ώς τις μέρες μας.
Ας δούμε τώρα τρία σύνθετα επίθετα με πρώτο συνθετικό το βαθύς που χρησιμοποιούμε και σήμερα: Βαθύσκιος, βαθύρριζος, βαθύπλουτος.
Το πρώτο επίθετο θα μας οδηγήσει στον μύθο τον αναφερόμενο στη σχέση Απόλλωνα-Ερμή, μύθο όπως τον εξιστορεί ο Ὁμηρικός Ὕμνος στον Ἑρμή ⸺ έχουμε ξαναμιλήσει σχετικά. Ο Ερμής, ο προστάτης των κλεφτών, νεογέννητος σε μια σπηλιά τής Κυλλήνης, πηγαίνει στην Πιερία και κλέβει πενήντα βόδια από την αγέλη τού Απόλλωνα και επιστρέφει στην Κυλλήνη προσποιούμενος στη σπηλιά το αθώο νήπιο. Ο Απόλλων, αναζητώντας τα βόδια του, έρχεται στην Πύλο όπου ο Ερμής είχε οδηγήσει κάποια από τα κλεμμένα ζωντανά και, για να μην τον πιάσουν, τους είχε φορέσει υποδήματα. Ο Απόλλων μονολογεί βλέποντας τα περίεργα ίχνη και ⸺ ακολουθούν οι παρακάτω στίχοι (227-230):
Ὣς εἰπὼν ἤϊξεν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων,
Κυλλήνης δ’ ἀφίκανεν ὄρος καταείμενον ὕλῃ
πέτρης εἰς κευθμῶνα βαθύσκιον, ἔνθα τε νύμφη
ἀμβροσίη ἐλόχευσε Διὸς παῖδα Κρονίωνος.
΄Ετσι σαν μίλησε ο άναξ γιος τού Δία, ο Απόλλωνας,
όρμησε και στο βουνό το κατασκέπαστο με δάση έφθασε,
στου βράχου τη βαθύσκιωτη κρυψώνα, όπου η νύμφη
η αθάνατη 4 το τέκνο γέννησε του Δία, που ’ταν παιδί τού Κρόνου.
Ο μικρός Ερμής κλέβει τα βόδια τού Απόλλωνα
Από την πρώτη πανουργία τού δολίου Ερμή θα μεταφερθούμε τώρα στο φρικτό τέλος τού Ηρακλή μέσω του δράματος του Σοφοκλή Τραχίνιαι.
Ο Ηρακλής έχει ερωτευτεί μία νέα και όμορφη βασιλοκόρη, και η γυναίκα του, η Δηιάνειρα, για να ξανακερδίσει την αγάπη του, καταφεύγει στη χρήση ενός μαγικού ερωτικού, υποτίθεται, φίλτρου. Του στέλνει λοιπόν έναν χιτώνα εμποτισμένο στο αίμα του Κενταύρου Νέσσου, μη γνωρίζοντας ότι το αίμα αυτό είχε μολυνθεί από το φοβερό δηλητήριο της Λερναίας ΄Υδρας. Μόλις ο Ηρακλής έριξε πάνω του τον χιτώνα, φοβεροί πόνοι και σπασμοί τον κατέλαβαν, και το δηλητήριο του κατέτρωγε τις σάρκες. Ο ετοιμοθάνατος τότε ήρωας ζητάει από τους συνοδούς του και τον γιο του, τον ΄Υλλο, να τον θανατώσουν για να απαλλαγεί από τα βάσανα. Ζητάει λοιπόν από τον ΄Υλλο να τον μεταφέρει στην ψηλότερη κορυφή τής Οίτης 5 και συνεχίζει (στ. 1193-1199):
Ἐνταῦθά νυν χρὴ τοὐμὸν ἐξάραντά σε
σῶμ’ αὐτόχειρα καὶ ξὺν οἷς χρῄζεις φίλων,
πολλὴν μὲν ὕλην τῆς βαθυρρίζου δρυὸς
κείραντα, πολλὸν δ’ ἄρσεν’ ἐκτεμόνθ’ ὁμοῦ
ἄγριον ἔλαιον, σῶμα τοὐμὸν ἐμβαλεῖν,
καὶ πευκίνης λαβόντα λαμπάδος σέλας
πρῆσαι. […]
Εκεί λοιπόν πρέπει το σώμα μου να τ’ ανεβάσεις
με τα ίδια σου τα χέρια και μ’ όσους φίλους θες,
κι αφού πολλή ξυλεία κόψεις από βαθύρριζη βαλανιδιά
και μαζί κόψεις και ρίξεις κάτω πολλές αγριελιές γερές,
το σώμα μου να βάλεις πάνω τους
και από πεύκο παίρνοντας δαδί, με της φωτιάς τη φλόγα
να με κάψεις. […]
Ερείπια του αρχαίου ναού στη θέση Πυρά τού Ηρακλέους στην Οίτη
Και δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία μου να σας γνωρίσω το εξαιρετικό σωζόμενο απόσπασμα από ένα χορικό τού απολεσθέντος δράματος του Ευριπίδη Κρεσφόντης που υμνεί την ειρήνη (Στοβαίος 4. 14.10):
Εἰρήνα βαθύπλουτε καὶ
καλλίστα μακάρων θεῶν,
ζῆλός μοι σέθεν ὡς χρονίζεις.
δέδοικα δὲ μὴ πρὶν πόνοις
ὑπερβάλῃ με γῆρας,
πρὶν σὰν χαρίεσσαν προσιδεῖν ὥραν
καὶ καλλιχόρους ἀοιδὰς
φιλοστεφάνους τε κώμους.
ἴθι μοι, πότνα, πόλιν.
τὰν δ’ ἐχθρὰν Στάσιν εἶργ’ ἀπ’ οἴ-
κων τὰν μαινομέναν τ’ Ἔριν
θηκτῷ τερπομέναν σιδάρῳ.
Βαθύπλουτη Ειρήνη
κι η ωραιότερη απ’ τους μακάριους θεούς,
μέσα μου πόθο έχω για σένα που καθυστερείς.
Και φοβάμαι μήπως πρωτύτερα τα γηρατειά
με καταβάλουν με τα βάσανα,
πριν τη γεμάτη χάρες νιότη σου να δω
και τα τραγούδια με τους όμορφους χορούς,
μα και τα γλέντια που τα στεφάνια αγαπούν.
΄Ελα χαροποιώντας με, δέσποινα, στην πόλη.
Κι από τα σπίτια διώξε τη μισητή Διχόνοια
και τη μαινόμενη Αμάχη
που χαίρεται με το ακονισμένο ξίφος.
Η θεά Ειρήνη κρατά στην αγκαλιά της τον Πλούτο ως βρέφος. Ρωμαϊκό αντίγραφο του αγάλματος του Κηφισόδοτου, του πατέρα τού Πραξιτέλη
Και ήρθε η ώρα του αμείλικτου γήρατος με τα παράγωγα και τα ομόρριζά του: γηράσκω (→ αόριστος ἐγήρασα → μεσαιωνικό (ἐ)γέρασα → γερνώ) και γηράω-ῶ (→ μεταγεν. γήραμα με τον πληθυντικό γηράματα→ γεράματα), γηρατειά, γέρων (→ γέρος, γέροντας), γραῖα (→ γριά ), γερουσία, γεροντικός, γηροκομέω-ῶ (← γηρο-← γῆρας + κομέω-ῶ = φροντίζω), γεροκομώ, γηραιός, γηραλέος κ. α.
Για το γῆρας γνωρίζουμε τη φράση τού Ευριπίδη Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον, και για το γηράσκω τα λόγια του Σόλωνος Γηράσκω αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος. Η λέξη γῆρας έχουμε πει σε παλαιότερο άρθρο μας ότι σήμαινε για τους αρχαίους και το δέρμα τού φιδιού που αποβάλλεται την άνοιξη, το κοινώς λεγόμενο «πουκάμισο».
Ο Αριστοτέλης, μιλώντας για τα φίδια στο Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι μεταξύ των άλλων σημειώνει (Η 600b 30):
Ἐν νυκτὶ δὲ σχεδὸν καὶ ἡμέρᾳ πᾶν ἀποδύεται τὸ γῆρας, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς
ἀρξάμενον μέχρι τῆς κέρκου.
Σχεδόν στη διάρκεια μιας νύχτας και μιας ημέρας αποβάλλει [το φίδι]
από το σώμα του ολόκληρο το πουκάμισο, αρχίζοντας από το κεφάλι
και φθάνοντας μέχρι την ουρά.
Σε ένα εἰδύλλιο τού σημαντικότερου ποιητή των ελληνιστικών χρόνων, του Θεόκριτου, το επιγραφόμενο από τους δύο συνομιλητές Αἰσχίνας καὶ Θυώνιχος, συναντούμε το επίθετο γηραλέος στα παρακάτω λόγια τού τελευταίου, με τα οποία ο Θεόκριτος κλείνει την ποιητική του σύνθεση (στ. 68-70):
[…] ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα
πάντες γηραλέοι, καὶ ἐπισχερὼ ἐς γένυν ἕρπει
λευκαίνων ὁ χρόνος· ποιεῖν τι δεῖ ἇς γόνυ χλωρόν.
[…] απ’ τους κροτάφους αρχίζουμε όλοι
γέροι να γινόμαστε, κι ο χρόνος έρπει σιγά-σιγά στα γένια μας
λευκαίνοντάς τα· πρέπει κάτι να κάνουμε όσο τα γόνατα είναι γερά.
Για το ρήμα γηροκομῶ επέλεξα ένα μικρό απόσπασμα από τον διάλογο του Λουκιανού Τόξαρις ἤ φιλία, διάλογο ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, τον Σκύθη Τόξαρι και τον ΄Ελληνα Μνήσιππο με θέμα τη φιλία. Αντιπαραθέτουν μεταξύ τους περιπτώσεις ένδειξης φιλίας, και μία από τις ιστορίες που αφηγείται ο ΄Ελληνας είναι η φιλία ανάμεσα στον Ευδαμίδα τον Κορίνθιο, που ήταν πολύ φτωχός, και τον επίσης Κορίνθιο Αρεταίο και τον Χαρίξενο τον Σικυώνιο, οι οποίοι ήταν πλούσιοι. Όταν ο Ευδαμίδας πέθανε, άφησε διαθήκη στην οποία έγραφε (22):
«Ἀπολείπω Ἀρεταίῳ μὲν τὴν μητέρα μου τρέφειν καὶ γηροκομεῖν,
Χαριξένῳ δὲ τὴν θυγατέρα μου ἐκδοῦναι μετὰ προικὸς ὁπόσην
ἂν πλείστην ἐπιδοῦναι παρ’ αὑτοῦ δύνηται»− […]
«Αφήνω στον μεν Αρεταίο τη μητέρα μου να τη θρέφει και
να τη γεροκομεί, στον δε Χαρίξενο την κόρη μου να την παντρέψει
με όση προίκα μεγαλύτερη μπορεί να της δώσει» − […]
Και τελειώνουμε με το συγκινητικό επίγραμμα του Λεωνίδα του Ταραντίνου
με θέμα την επιτάφια επιγραφή μιας γυναίκας που πέθανε στον τοκετό (Π. Α. VII 163):
− Τις τίνος εὖσα, γύναι, Παρίην ὑπὸ κίονα κεῖσαι;
−Πρηξὼ Καλλιτέλους. − Καὶ ποδαπή; − Σαμίη.
−Τὶς δέ σε καὶ κτερέϊξε; −Θεόκριτος, ᾧ με γονῆες
ἐξέδοσαν. –Θνήσκεις δ’ ἐκ τίνος; −Ἐκ τοκετοῦ.
−Εὖσα πόσων ἐτέων; − Δύο κεἴκοσιν. −Ἦ ῥὰ γ’ ἄτεκνος;
−Οὐκ, ἀλλὰ τριετῆ Καλλιτέλην ἔλιπον.
−Ζώοι σοι κεῖνός γε καὶ ἐς βαθὺ γῆρας ἵκοιτο.
−Καὶ σοί, ξεῖνε, πόροι πάντα Τύχη τὰ καλά.
−Ποια και τίνος όντας γυναίκα κάτω από τον κίονα κείτεσαι τον Παριανό;6
−Του Καλλιτέλη η Πρηξώ. –Και από πού; −Από τη Σάμο.
−Και ποιος σ’ έθαψε με τιμές; −Ο Θεόκριτος στον οποίο οι γονείς μου
μ’ έδωσαν. –Και πέθανες από τι; −Στη γέννα.
−Πόσων ετών ήσουνα; − Είκοσι δύο. –Μήπως άτεκνη;
−Όχι, μα πίσω τριών χρονών τον Καλλιτέλη άφησα.
−Να σου ζήσει τουλάχιστον εκείνος και σε βαθιά γεράματα να φθάσει.
−Και σένα, ξένε, όλα τα καλά η Τύχη να σου δίνει.
Η επιτύμβια στήλη τής Φιλονόης (περ. 370-360 π. Χ.). Η νεκρή Φιλονόη καθιστή έχει μπροστά της την παραμάνα με το παιδί της Φιλονόης που άφησε πίσω της πεθαίνοντας.
(Στη χαρακτηριστική εικόνα το έργο τού Γύζη “Παππούς και εγγονός”)
1)Για τον αξιόλογο ποιητή Λεωνίδα τον Ταραντίνο βλ. το άρθρο μας με τη μετάφραση του θαυμάσιου επιγράμματός του για τον ψαρά Θήρη: https://www.periou.gr/%ce%bb%ce%b5%cf%89%ce%bd%ce%af%ce%b4%ce%b1%cf%82-%e1%bd%81-%cf%84%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%bd%cf%84%e1%bf%96%ce%bd%ce%bf%cf%821-%cf%80%ce%b1%ce%bb%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%bd%e1%bd%b4-%e1%bc%80%ce%bd%ce%b8/
2)1.200 περίπου μέτρα.
3)Ο Παρμενίδης ( δεύτερο μισό του 6ου και πρώτο μισό τού 5ου αι. π. Χ.) ήταν φιλόσοφος από την Ελέα τής Κάτω Ιταλίας και ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της Ελεατικής σχολής. Πρώτος αυτός υποστήριξε ότι η γη είναι σφαιρική και βρίσκεται στο μέσον τής οικουμένης. Τις απόψεις του ο Παρμενίδης τις παρουσίασε στο ποίημά του Περὶ φύσεως, από το οποίο σώθηκαν σημαντικά τμήματα. Στο πρώτο μέρος τού ποιήματος εκθέτει την έννοια του ΄Οντος, του Είναι, και στο δεύτερο την έννοια του μη ΄Οντος, του Μη Είναι, δηλαδή τον κόσμο των φαινομένων. Αρνιόταν να δώσει πίστη σ’ αυτά που έβλεπε, καθώς θεωρούσε ότι οι αλλαγές είναι απατηλά φαινόμενα, και συνεπώς οι αισθήσεις μάς δίνουν μια λαθεμένη εικόνα του κόσμου, μιαν εικόνα που δεν ταιριάζει με τη λογική μας. Κατά τη δική του λογική τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει. Και ενώ ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος της αέναης αλλαγής, ο νεότερός του Παρμενίδης βρίσκεται στον αντίθετο πόλο τής φιλοσοφίας, υποστηρίζοντας την απόλυτη ακινησία, το αιώνιο και απαράλλακτο Ον, που αποτελεί την ουσία των όντων. Με τις σκέψεις αυτές ο Παρμενίδης έθεσε τις βάσεις της υψηλής μεταφυσικής θεωρίας, οδηγώντας στο απόγειό της την αφηρημένη σκέψη. Η θεωρία του ήταν πολύ τολμηρή για την εποχή του, τη στιγμή που γύρω του η φύση τού έδινε χιλιάδες παραδείγματα μεταβολών, τις οποίες όλοι διαπίστωναν με τα ίδια τους τα μάτια.
4)Μητέρα τού Ερμή ήταν η Μαία, θυγατέρα τού ΄Ατλαντα.
5)Το 1919, μετά από ανασκαφική έρευνα σε μία ράχη τής Οίτης (υψόμ. 1.800μ.), στα όρια των νομών Φθιώτιδας και Φωκίδας, εντοπίστηκε η «Πυρά τού Ηρακλέους». ΄Ηρθαν στο φως λείψανα ενός δωρικού ναού τού 3ου αι. π. Χ. και ενός αρχαιότερου κάτω από αυτόν, του 6ου αι., ενός βωμού και μίας στοάς. Βρέθηκαν επίσης εκτεταμένα υπολείμματα θυσιών και μεταξύ άλλων και δύο χάλκινα αγαλματίδια Ηρακλή.
6)Εννοεί πως ο κίονας ήταν από μάρμαρο της Πάρου.
Εκλεκτή, τής Αρχαιολογίας ΚοrFa, να μού επιτρέψεις μίαν επίτασι :
Μητριαρχίας λεξιλόγιον είναι, τουτέστιν εκ Γυναικός τα ΚΡΕΙΤΩ…
Το λεξιλόγιο αυτό που φέρεις εις όψι ΑΝΔΡΩΝ,
μίαν προέλευσι μόνον έχει ====
ΑΙΔΟΙΟΝ ΣΥΜΠΑΝ…
ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΕΩΡΓΙΑ,
ΜΕ ΔΙΔΑΞΕΣ ΠΩΣ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΩ
ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΑ ΕΙΔΩΛΙΑ
ΕΙΣ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ,
ΤΩΙ ΚΑΙΡΩΙ ΕΚΕΙΝΩΙ
Ι.Γ.Ν.