ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καὶ μακάριος
ὁ δοῦλος ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δὲ πάλιν ὃν εὑρήσει
ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν, ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς,
ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς·
αλλά ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός·
διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.
Ιδού, (της Εκκλησίας) ο Νυμφίος1 το μεσονύχτι έρχεται· κι είναι καλότυχος
ο δούλος που άγρυπνο θε να τον βρει· όμως ανάξιος θα ’ναι αυτός
που αδρανή θα τονε βρει. Γι’ αυτό, ψυχή μου, πρόσεχε μη βυθιστείς
στον ύπνο κι έτσι παραδοθείς στον θάνατο κι έξω κλειστείς από τη
βασιλεία· μα σύνελθε κραυγάζοντας: ΄Αγιος, ΄Αγιος, ΄Αγιος είσαι Θεέ μας·
μέσω της Θεοτόκου ελέησέ μας.
Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον,
καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ·
λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς,
Φωτοδότα καὶ σῶσόν με.
Τον νυφικό σου θάλαμο, Σωτήρα μου, τον βλέπω στολισμένο,
όμως δεν έχω ένδυμα για να εισέλθω σε αυτόν·
λάμπρυνέ μου τη στολή της ψυχής μου,
Συ που χορηγείς το Φως, και σώσε με.
Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
Ὁ Νυμφίος, ὁ κάλλει ὡραῖος παρὰ πάντας ἀνθρώπους,
ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν
τοῦ νυμφῶνός σου, τὴν δυσείμονά μου μορφὴν
τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου,
καὶ στολὴν δόξης κοσμήσας τῆς σῆς ὡραιότητος,
δαιτυμόνα φαιδρόν ἀνάδειξον τῆς Βασιλείας σου,
ὡς εὔσπλαχνος.
Συ ο Νυμφίος, ο ωραιότερος στο κάλλος απ’ όλους τους ανθρώπους,
Συ που μας κάλεσες στην ευωχία την πνευματική του νυφικού σου
του θαλάμου, βγάλε από πάνω μου, απ’ την κακοντυμένη μου μορφή
τα ρούχα των πταισμάτων μου, των παθημάτων σου Συ κάνοντάς με
κοινωνό, και ύστερα, με της δικής σου ωραιότητας στολή λαμπρή
σαν με κοσμήσεις, συνδαιτημόνα ανάδειξέ με χαρούμενο της Βασιλείας σου,
ο εύσπλαχνος Εσύ.
Μ. ΤΡΙΤΗ
Ἡ ἁμαρτωλὸς ἔδραμε πρὸς τὸ μύρον πριάσασθαι, πολύτιμον μύρον,
τοῦ μυρίσαι τὸν Εὐεργέτην, καὶ τῷ μυρεψῷ ἐβόα· δός μοι τὸ μύρον,
ἵνα ἀλείψω κἀγὼ τὸν ἐξαλείψαντά μου πάσας τὰς ἁμαρτίας.
Η αμαρτωλή έτρεξε το μύρο ν’ αγοράσει, μύρο πολύτιμο,
τον Ευεργέτη για να τον μυρώσει, και έλεγε με δυνατή φωνή
στον άνθρωπο που έφτιαχνε τα μύρα: Δώσ’ μου το μύρο,
για να αλείψω και εγώ με τη σειρά μου Αυτόν που μου εξάλειψε
όλες τις αμαρτίες μου.
Ἥπλωσεν ἡ πόρνη τὰς τρίχας σοὶ τῷ Δεσπότῃ· ἥπλωσεν Ἰούδας
τὰς χεῖρας τοῖς παρανόμοις· ἡ μέν, λαβεῖν τὴν ἄφεσιν, ὁ δέ,
λαβεῖν ἀργύρια. Διό σοι βοῶμεν, τῷ πραθέντι καὶ ἐλευθερώσαντι
ἡμᾶς· Κύριε, δόξα σοι.
΄Απλωσε η πόρνη τα μαλλιά της σ’ εσένα τον Δεσπότη·
άπλωσε ο Ιούδας τα χέρια του στους παρανόμους· εκείνη μεν,
άφεση για να λάβει των αμαρτιών, εκείνος δε αργύρια για να λάβει.
Γι’ αυτό με δυνατή φωνή λέμε σ’ εσένα που πουλήθηκες
και ελευθέρωσες εμάς: Κύριε, δόξα σοι.
Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ
Ὁ λίμνας καὶ πηγὰς καὶ θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν
ἡμᾶς ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντίῳ ζωννύμενος, μαθητῶν
πόδας ἔνιψε, ταπεινούμενος, ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας,
καὶ ὑψῶν ἡμᾶς ἀπὸ βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Αυτός που δημιούργησε τις λίμνες, τις πηγές, τις θάλασσες,
την τέλεια ταπείνωση διδάσκοντάς μας, στη μέση ζώστηκε
το λέντιο2 και ένιψε των μαθητών τα πόδια, τον εαυτό του
ταπεινώνοντας από την υπερβολική του ευσπλαχνία
κι εμάς απ’ της κακίας τα βάραθρα ανυψώνοντας,
ο μόνος Συ φιλάνθρωπος.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ
Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου
ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας.
Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται
ὁ τῶν ἀγγέλων Βασιλεύς.
Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται
ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο
ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ.
Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας.
Λόγχῃ ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
Προσκυνοῦμεν σου τὰ πάθη, Χριστέ.
Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν Σου ἀνάστασιν.
Σήμερα, βρίσκεται κρεμασμένος πάνω στο ξύλο του σταυρού
Αυτός που κρέμασε τη γη μέσα από τα νερά.
Στεφάνι από αγκάθια έχει να περιτρέχει το κεφάλι του
ο των αγγέλων Βασιλιάς.
Με ψεύτικη πορφύρα3 περιβάλλεται
Αυτός που περιβάλλει με σύννεφα τον ουρανό.
Ράπισμα δέχτηκε
Αυτός που τον Αδάμ στον Ιορδάνη ελευθέρωσε.
Με καρφιά καρφώθηκε ο Νυμφίος της Εκκλησίας.
Με λόγχη τρυπήθηκε ο Υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμε τα πάθη σου, Χριστέ.
Δείξε μας και την ένδοξή Σου ανάσταση.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ,
καὶ ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.
Εσύ που είσαι η ζωή σε τάφο μέσα τέθηκες, Χριστέ,
και των αγγέλων οι στρατιές συνέχονταν από κατάπληξη,
δοξάζοντας τη συγκατάβασή σου (τη μακροθυμία σου).
Ὣ θαυμάτων ξένων! ὤ πραγμάτων καινῶν!
ὁ πνοῆς μοι χορηγὸς ἄπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσὶ τοῦ Ἰωσήφ.
Ω θαύματα παράδοξα! Ω πράγματα καινοφανή!
Αυτός που μου ’δωσε πνοή χωρίς πνοή φέρεται τώρα,
από του Ιωσήφ τα χέρια κηδευόμενος.
Ὡς ἡλίου δίσκον ἡ σελήνη, Σωτὴρ, ἀποκρύπτει, καὶ Σὲ
τάφος νῦν ἔκρυψεν, ἐκλιπόντα τῷ θανάτῳ σαρκικῶς.
Όπως η σελήνη τον δίσκο του ηλίου, Σωτήρα, αποκρύπτει,
έτσι κι Εσένα τώρα σε έκρυψε ο τάφος, έκλειψη με τον θάνατό σου
σωματική υφιστάμενος.
Κόκκος διφυής, ὁ φυσίζωος ἐν γῆς λαγόσι,
σπείρεται σὺν δάκρυσι σήμερον,
ἀλλ’ ἀναβλαστήσας, κόσμον χαροποιήσει.
Ο κόκκος ο δισυπόστατος, ο ζωοδότης, σπείρεται
σήμερα με δάκρυα μέσα στης γης τον κόλπο,
μα σαν ξαναβλαστήσει, τον κόσμο θα χαροποιήσει.
Θάνατον θανάτῳ σὺ θανατοῖς, Θεέ μου,
θείᾳ σου δυναστείᾳ.
Τον θάνατο με θάνατο τον θανατώνεις, Συ Θεέ μου,
μέσω της θείας σου της εξουσίας.
Ὣ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου το κάλλος;
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟΝ
Σήμερον ὁ ᾅδης στένων βοᾷ∙ κατελύθη μου ἡ ἐξουσία∙ ἐδεξάμην θνητὸν
ὥσπερ ἕνα τῶν θανόντων∙ τοῦτον δὲ κατέχειν ὅλως οὐκ ἰσχύω, ἀλλ’ ἀπολῶ
μετὰ τούτου ὧν ἐβασίλευον∙ ἐγὼ εἶχον τοὺς νεκροὺς ἀπ’ αἰῶνος, ἀλλὰ οὗτος
ἰδοὺ πάντας ἐγείρει. Δόξα, Κύριε, τῷ Σταυρῷ σου καὶ τῇ Ἀναστάσει σου.
Σήμερα ο άδης στενάζοντας κραυγάζει: καταλύθηκε η εξουσία μου∙
δέχτηκα μέσα μου θνητό σαν έναν από κείνους που πεθαίνουν∙
όμως αυτόν δεν έχω διόλου τη δύναμη να τον κρατώ, αλλά μαζί του
θε να χάσω κι αυτούς που πάνω τους βασίλευα∙ εγώ τους είχα τους νεκρούς
στην εξουσία μου από αρχής, μα, νά, αυτός όλους τους ανασταίνει.
Δόξα, Κύριε, στον Σταυρό και στην Ανάστασή σου.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Χθὲς συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον
ἀναστάντι σοι∙ συνεσταυρούμην σοι χθες∙
αὐτός με συνδόξασον, Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.
Χθες μαζί μ’ εσένα, Χριστέ, ενταφιαζόμουν, σήμερα μαζί μ’ εσένα
που αναστήθηκες εγείρομαι∙ μαζί μ’ εσένα σταυρωνόμουν χθες∙
μαζί μ’ εσένα δόξασέ με, Σωτήρα εσύ, στη βασιλεία σου.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
1)Νυμφίος= γαμπρός
2)Λέντιον= είδος ποδιάς με την οποία ζώνεται κάποιος για εργασία.
3)Πορφύρα= το κοχύλι από το οποίο έβγαζαν την ομώνυμη κόκκινη χρωστική ουσία. Κατ’ επέκταση, το ύφασμα το βαμμένο με πορφύρα, κυρίως το πορφυροβαφές ένδυμα των βασιλέων, το οποίο υπονοείται εδώ.