ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ
Όταν ο χρόνος φεγγάρι που στάζει
κάθεται στην αυλή της και ράβει,
αγάπα με λέει.
Μέσα από το σκοτάδι βγαίνουν χιλιάδες γυναίκες
που κατοικούν σε κουκλόσπιτα
φορούν φουστάνια φλοράλ,
μια Τετάρτη στέκονται στην κουζίνα
ξεχνούν τι θέλουν να κάνουν,
αγάπα με λένε.
Έπειτα τρώνε κεράσια.
Εκείνη φτύνει το κουκούτσι
για μένα ο άντρας μου είμαι εγώ, λέει.
ΚΟΥΚΚΙΔΑ
Σε θέλω σαν λεωφορείο παλιό
μ’ όλο το χνότο σου πάνω μου,
τα μέρη της πόλης αγκίστρια
πιάνομαι κόκκινο ψάρι,
κάτω απ’ το βαμβάκι του ουρανού
φεύγεις ή έρχεσαι
σα να μην έφυγες ποτέ
σα να μην ήρθες
και τότε κουκκίδα εγώ στο τυχαίο χαρτί
που νοητές γραμμές διασταυρώνονται.