You are currently viewing Γεωργία Πολυκανδριώτη: ένα αφήγημα

Γεωργία Πολυκανδριώτη: ένα αφήγημα

ΘΑΛΑΣΣΟΚΟΡΑΚΕΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο ψηλοί γονείς, κατάλευκοι, με φτερούγες αγγέλου αντί για χέρια. Γέννησαν ένα αγοράκι που ήταν ολόιδιο με αυτούς. Καθημερινά πετούσαν από πόλη σε πόλη. Πετούσαν απ’ την παιδική τους ηλικία στην ενήλικη ζωή και πάλι πίσω. Ανθίζανε λουλούδια μες στα βάζα και ο ουρανός ήταν ανάλαφρος. Ώσπου γεννήσαν κι ένα κοριτσάκι. Αυτό ήταν μελαχρινό, είχε χέρια ανθρώπου και ήταν κοντό. Δεν του άρεσαν τα ταξίδια. Μέσα στο στήθος του είχε μια βεντάλια με θαλασσοκόρακες που κάθε απόγευμα την άνοιγε και πλημμύριζαν το δωμάτιο. Οι γονείς και ο αδερφός της έπαψαν να της μιλάν, την έντυσαν με τη βία στα λευκά και την τάιζαν πολύ για να ψηλώσει. Όμως εκείνη με τ’ ανθρώπινα χέρια της μετέφερε κόκκους άμμου από την παραλία των θαλασσοκοράκων στο μαξιλάρι της. Οι κόκκοι έγιναν παιδιά, πονούσαν, αρρώσταιναν, μάτωναν, γελούσαν, έπαιζαν τυφλόμυγα. Τα χέρια τους γεμίζαν τα δικά της. Ήταν παιδιά με ένα μάτι. Όταν κοίταξαν τους γονείς και τον αδερφό εκείνοι πέτρωσαν. Άρχισαν να κρώζουν. Οι φτερούγες τους έπεσαν και στην θέση τους δεν φύτρωσε τίποτα. Γκρεμίστηκε εντός τους κάθε θεός. Οι γονείς της στοίχειωσαν το σπίτι. Δεν πέθαναν ποτέ γιατί δεν έζησαν ποτέ. Εκείνη γέρασε ευτυχισμένη, μαζί και τα παιδιά της.

Τέλος παραμυθιού.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.