Η ΒΡΟΧΗ
Η κόκκινη βροχή ήταν γυναίκα
άνδρες κορμοί στον παγωμένο κήπο
κλαδιά τα χέρια τους που δέονταν,
εκείνη έπεφτε
κι η φλούδα τους μαλάκωνε
έπαιρνε χρώμα ανθρώπου
σαν έμβρυα κουλουριάζονταν
φολίδες μοναξιάς
μικρές γυμνές φωτιές στον χρόνο που δεν άρχιζε
στον τόπο που δεν ήταν,
ώσπου η βροχή σταμάτησε.
ΤΟ ΔΑΣΟΣ
Το αγόρι πέθανε εννιά χρονών απ’ τον λιμό που χτύπησε το χωριό. Τα υπόλοιπα αδέρφια επέζησαν. Τον Οκτώβριο το ξύλο ήταν ακόμη στεγνό. Τα τρία αδέρφια, ο Π., ο Σ. και ο Τ. πήγαν στο δάσος. Όπως προχωρούσαν κοίταξαν προς τα πάνω, ο ουρανός έσπαγε σε μπλε καθρέφτες που ξεπρόβαλλαν μέσα απ’ τις φυλλωσιές. Στη βάση ενός πεύκου είδαν μια κούνια μ’ ένα μικρό ελάφι. Τα μεγάλα και υγρά μάτια του εκλιπαρούσαν να το πάρουν μαζί. Άρχισε να κλαίει. Όταν το κλάμα δυνάμωσε, ξέσπασε δυνατή βροχή. Ένα σμήνος μαυροπούλια κατέβηκε και βούτηξε ανάμεσα στα δέντρα. Τα αδέρφια φοβισμένα άρχισαν να τρέχουν. Τα μαυροπούλια τους τραυμάτισαν τα μάτια. Μόλις που διέκριναν μορφές. Το ελάφι είχε μεταμορφωθεί σε μικρό αγόρι. Ο Π. το αγκάλιασε και είπε: «Η απουσία σου έδωσε μάτια στην ψυχή μου». Ο Σ. είπε: «Θα σε βρω αλλιώς, στον χώρο που δεν είναι χώρος, στον χρόνο που δεν είναι χρόνος, θα σε χάσω ολότελα και θα σε βρω οριστικά μες στην αγάπη». Ο Τ. δεν είπε τίποτα, μόνο άφησε το λίγο χώμα που είχε πιάσει να πέσει απ’ τα χέρια του.