O κόσμος της Χριστίνας*
Σερνόταν στα τέσσερα. Ήταν μεγαλόσωμη και έπιανε μεγάλη έκταση .
Με τα μακριά της νύχια γρατζουνούσε τα λεπτά φυλλαράκια μου και τα ακρωτηρίαζε, αφαιρώντας μικρά κομμάτια τους. Τα μακριά της πόδια καθώς μετακινούνταν πολύ αργά πάνω μου παρέσερναν το φρέσκο τριφύλλι μου και το ξερίζωναν από την ρίζα του ανεπανόρθωτα. Ήμουν πολύ θυμωμένο μαζί της.
Θα μπορούσε να περπατά ανάλαφρα στις δύο πατούσες της και να πληγώνει ελάχιστα την πράσινη επιφάνεια μου.
Αυτή επέμενε να σέρνεται σαν φίδι και να βογκά σε κάθε μικρή απόσταση που διένυε. Έβαζε δύναμη μόνο στα χέρια της και αυτό έκανε το έργο της ακόμη πιο δύσκολο και έμενα να υποφέρω όλο και περισσότερο με σημαντικές πληγές στο τρυφερό σώμα μου.
Όταν επιτέλους έφτασε μετά από όταν πολλές ώρες στην εξώπορτα του σπιτιού της και ήμουν έτοιμο να την διαολοστείλω είδα κάτι που πάγωσε το βλέμμα μου.
Ένα αναπηρικό καροτσάκι την περίμενε υπομονετικά στην είσοδο του σπιτιού της.