Η βάπτιση του πρωτότοκου
Έπρεπε να πάρει το ειδικό εργαλείο για τα λέπια. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να αγγίξει το ψάρι. Δεν ήταν μόνο η μυρωδιά που δεν ξεκολλούσε από τα δάχτυλά της, ήταν κι αυτός ο κόσμος που είχε μαζευτεί. Και ιδού ο Φαγκρής ο νεότερος! Ένα βουητό στα αφτιά της, επευφημούσε την παρουσίαση του πρωτότοκου. Ποιος τους είχε καλέσει; Εκτός από την περιέργεια, σε ποιον μοιάζει καλέ ο εκλεκτός, μα ίδιος εσύ είσαι τυχερέ πατέρα, να σου και τα φτυσίματα για το κακό το μάτι. Το μάτι αυτό το γαλάζιο που γυάλιζε επίμονα, και όλο μεγάλωνε. Κι όλο μεγάλωνε. Πώς θα το ξερίζωνε χωρίς να το αγγίξει με τα ακροδάχτυλά της;
Αύριο θα πάρω το ειδικό εργαλείο να βγάλω τα λέπια, επέμεινε. Σήμερα θα φάμε ψάρια.
Απόδραση
Ήρθε ένα βράδυ που άνοιξε με ορμή την πόρτα. Ένα κομμάτι ρέλι του ουρανού κρεμόταν προκλητικά έξω από το παράθυρο, πάνω από την άλλη πλευρά, εκεί που εκείνος κοιμόταν. Άρχισε να περπατά τον σκοτεινό δρόμο που σχημάτιζε η συστάδα από τα κυπαρίσσια. Ήταν ακοίμητοι οι φρουροί της, ατσάλινοι, ευθυτενείς. Αποφάσισε να μην κοιτάξει, να στρέψει το πρόσωπό της ίσια, μπροστά, όπως είχε διαβάσει ότι κάνει κάποιος όταν συναντά αλαφιασμένη αγέλη σκύλων. Απόψε θα ξήλωνε το κουβάρι της ζωής της. Δεν είχε και τόση σημασία αν θα τα κατάφερνε ή θα την κατασπάραζαν. Έτσι κι αλλιώς το φεγγάρι της είχε πια ξεφτίσει.
Βιογραφικό