Γυάλινο σπίτι
Ανάσαινα τη θάλασσα και μου άρεσε που το λευκό μου φόρεμα σερνόταν στην άμμο. Πάντα μου άρεσε να αφήνω τα πράγματα να συμβαίνουν. Όταν συναντηθήκαμε κρατούσες μια τρίαινα, αυτό όμως δεν με σταμάτησε από το να σε ακολουθήσω.
Έφτιαξες ένα γυάλινο σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Δεν ξαφνιάστηκα, μου αρκούσε που από τη στέγη μετρούσα τα σύννεφα. Έβλεπα το νερό να γλείφει τα θεμέλια, βρύα σκαρφάλωναν τους διάφανους τοίχους. Είδα πως το γυαλί είχε ρωγμές. Από μέσα τους άκουγα το κρώξιμο των πουλιών. Με καθησύχασες. Όταν το πρώτο κύμα μπήκε στο δωμάτιο, δεν έδωσα σημασία. Είχα συνηθίσει άλλωστε να βρέχω τον ποδόγυρό μου. Έπειτα, η στάθμη άρχισε να ανεβαίνει. Μου είπες τότε πως θα έρθει η άμπωτη. Με τον καιρό το νερό ανέβηκε τόσο ψηλά που δεν μπορούσα πια να πατάω στο πάτωμα. Είχα δύο επιλογές, ή να βουλιάξω ή να στηρίζομαι πάνω στα έπιπλα για να μπορώ να βγάζω τον κεφάλι μου στον ορίζοντα. Κάποιες φορές μου έδειχνες πώς να παίρνω βαθιές αναπνοές και κοντραριζόμασταν ποιος θα αντέξει πιο πολύ κάτω από την επιφάνεια. Σε νίκησα, με νίκησες. Σε νίκησα ξανά. Με βούλιαξες.
Τις νύχτες πια ντύνεσαι μαύρο θαλασσοπούλι. Βουτάς στη σκοτεινή θάλασσα για να με βρεις. Μα όσο κι αν έχεις μάθει να κρατάς τον αέρα στα πνευμόνια σου, εγώ έβγαλα βράγχια.
Βιογραφικό_Γεωργία Βενετσανάκη