Η Μύρτις και η Αυγή προσφέρουν σπάνιες ματιές στην αρχαία γυναικεία φύση: η Αυγή από την νεολιθική εποχή και η Μύρτις από την κλασική Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Οι αναπλάσεις τους, από την ομάδα του ενθουσιώδη επιστήμονα και φιλότεχνου Μανώλη Παπαγρηγοράκη, που ανέλαβε το δύσκολο έργο να επαναφέρει στη ζωή αυτές τις αρχαίες μορφές στηριγμένοι στα σκελετικά κατάλοιπα, αποτελεί απόδειξη της συναρπαστικής σύγκλισης της επιστήμης, της τέχνης και της ιστορίας και μια συμπτωματική ευθυγράμμιση στην άποψη του Arthur Marwick (2001) ότι, η ουσία της ιστορίας έγκειται στα αποδεικτικά στοιχεία και όχι στις εικασίες.
Το 2010, αναπλάστηκε το πρόσωπο της Μύρτιδος με τη χρήση προηγμένης ψηφιακής τεχνολογίας. Αυτό το επιστημονικό εγχείρημα, πυροδότησε έναν καταιγισμό καλλιτεχνικών αντιδράσεων στη λογοτεχνία, το θέατρο, τις εικαστικές τέχνες και τα ψηφιακά μέσα. Σύντομα η Μύρτις έγινε πολιτιστικό σύμβολο με την εικόνα της να έχει απαθανατιστεί σε γραμματόσημα, νομίσματα και κινούμενα σχέδια. Το πιο σημαντικό είναι ότι αναδείχθηκε σε εμβληματική μορφή στον αγώνα κατά της φτώχειας και των παιδικών ασθενειών, αναδεικνύοντας τον βαθύ αντίκτυπο που μπορεί να έχουν οι ιστορικές αναπαραστάσεις στα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα.
Η διαδικασία ανάπλασης της Μύρτιδος και της Αυγής είναι συναρπαστική, καθώς περιλαμβάνει τη συναρμολόγηση αποσπασματικών δεδομένων. Για την Μύρτιδα, ο Θουκυδίδης παρέχει το ιστορικό πλαίσιο, αλλά για την Αυγή υπάρχουν μόνο τα αρχαιολογικά ευρήματα. Η ιστορική ανάπλαση αναδιαμορφώνει την κατανόηση του παρελθόντος, λέει ο John Tosh (2008). Ωστόσο, τα κενά επιτρέπουν την προσωπική ερμηνεία, θα συμπληρώναμε, δίνοντας στους καλλιτέχνες το περιθώριο να επαναπροσδιορίσουν το παρελθόν -όχι για να αμφισβητήσουν την καθιερωμένη ιστορία, αλλά για να διεγείρουν τη συλλογική φαντασία και να ενθαρρύνουν εναλλακτικές αναγνώσεις.
Τα κλασικά ιδεώδη από την εποχή της Μύρτιδος ενέπνευσαν την Αναγέννηση και τον γαλλικό νεοκλασικισμό του 19ου αιώνα. Στον 20ό αιώνα, ο Picasso, ο Giorgio de Chirico, ο Paul Delvaux, o Salvador Dali, ο Yves Klein, o Roy Lichtenstein αναβίωσαν κλασικά θέματα, επεκτείνοντας την κληρονομιά αυτή στη σύγχρονη τέχνη. Η κλασική κληρονομιά μεταφέρθηκε στην δεκαετία του 1980 τότε που αναδύθηκε ο μεταμοντέρνος κλασικισμός των Alberto Abate, Carlo Maria Mariani, Stephen McKenna, Anne και Pattrick Poirier, Kehinde Wiley και των σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών Αχιλλέα Δρούγκα, Άγγελου, Μιχάλη Μακρουλάκη, Χρίστου Καρά, Πασχάλη Αγγελίδη, Αλέξανδρου Παπακωνσταντίνου.
Παρόμοια, ο νεολιθικός πολιτισμός που εκπροσωπείται από την Αυγή, άφησε ένα μόνιμο αποτύπωμα στην μοντέρνα τέχνη, ιδίως στην αφηρημένη γλυπτική. Τα νεολιθικά ειδώλια, με τις λιτές και αφαιρετικές σχηματοποιήσεις τους, έγιναν αναφορές στην ανάπτυξη της αφαιρετικής τέχνης. Η γεωμετρική αναγωγή και η σχηματική απόδοση του ανθρώπινου σώματος, η γοητεία της εκφραστικής λιτότητας και η κομψή ευαισθησία τους, καθοδήγησαν τις προσπάθειες των Modigliani, Brâncuși και Moore να προσδώσουν οικουμενικές διαστάσεις στην Αφαίρεση, δημιουργώντας συνθέσεις ισορροπημένης λιτότητας και αρμονικής πνευματικότητας.
Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες συνεχίζουν να εμπνέονται από τις αρχαίες παραδόσεις. Ο Damien Hirst (γ.1965) στο Wreck of the Unbelievable (2017) επινόησε ένα φανταστικό ναυάγιο με γλυπτά παρόμοια με ελληνορωμαϊκά αγάλματα εγκλωβισμένα στη θαλάσσια ζωή, αναμειγνύοντας τον μύθο, την τέχνη και τα ερωτήματα της αυθεντικότητας. Ο διανοητικός Cy Twombly (1928-2011), στο Fifty Days at Iliam (1978) έδωσε μια σύγχρονη εκδοχή της Ιλιάδας του Ομήρου. Με το γνωστό ύφος του, τη χειρονομιακή αφαίρεση και το μουτζουρωμένο κείμενο δημιούργησε μια σύγχρονη μνημειακή οπτική γλώσσα της ελληνικής μυθολογίας και της λυρικής ποίησης. Ο Yinka Shonibare (γ.1962) στη Medusa (2008) αμφισβήτησε τις ευρωκεντρικές αφηγήσεις συγχωνεύοντας αφρικανικά και ευρωπαϊκά πολιτισμικά στοιχεία στην δυτική εκδοχή της ιστορίας. Ο Jeff Koons (γ.1955) στη σειρά Antiquity (2008-2013) επανερμήνευσε την ελληνορωμαϊκή γλυπτική μέσα από τη βιομηχανοποιημένη, υπερ-γυαλισμένη αισθητική, σχολιάζοντας τον σύγχρονο καταναλωτισμό, την αισθητική του κιτς και τη διαρκή γοητεία των κλασικών ιδανικών. Η Marina Abramović (γ.1946) στο The Lovers: The Great Wall Walk (1988) επανερμήνευσε τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, ερευνώντας θέματα αγάπης και απώλειας σ’ ένα σύγχρονο πλαίσιο performance art. Ομοίως, ο γλύπτης Takis (1925-2019) εμπνεύστηκε από τα κυκλαδικά ειδώλια στη δεκαετία του 1950, ενσωματώνοντας τη μυθολογία, την επιστήμη και την τεχνολογία στην κινητική γλυπτική του (Κολοκοτρώνης 2024). Τα μεγαλεπήβολα 39 Φωτεινά Σινιάλα – Βίδα του Αρχιμήδη (Signaux Lumineux-Vis d’Archimède, Esplanade – Bassin της Défense 1987) αντανακλούν αυτή τη συγχώνευση αρχαίων προτύπων και σύγχρονης καινοτομίας. Τα ΤηλεΦώτα (Télélumieres 1961) επίσης, είναι οι σύγχρονες εκδοχές των κυκλαδικών ειδωλίων με υψωμένα χέρια (https://takisfoundation.org/el/chronologio/).
Η έκθεση «Από την Αυγή στη Μύρτιδα και από τη Μύρτιδα στο σήμερα: τα ρούχα αφηγούνται» που πραγματοποιείται στο Μουσείο της Ελληνικής Συλλογής Ενδυμάτων «Βικτώρια Γ. Καρέλια» φέρνει κοντά τις αναπλασμένες μορφές της Μύρτιδος και της Αυγής. Αυτή η διεπιστημονική έκθεση συνδυάζει τη μόδα, τις εικαστικές τέχνες και τη μουσική, δημιουργώντας έναν χώρο όπου ο αρχαίος και ο σύγχρονος κόσμος συγκλίνουν. Οι είκοσι ένας καλλιτέχνες που συμμετέχουν προσεγγίζουν αυτές τις μορφές της αρχαιότητας από διαφορετικές οπτικές: τη συναισθηματική, τη συμβολική και την ιστορική. Στα δύο κορίτσια από το παρελθόν αντανακλάται η σύγχρονη ελληνική ευαισθησία που ο τίτλος και μόνον κάθε έργου είναι αποκαλυπτικός.
Ο Πασχάλης Αγγελίδης, ζωγράφος γνωστός για την «ψυχολογική σκηνογραφία των έργων του» (Κολοκοτρώνης 2024), εξερευνά τη συλλογική μνήμη της εποχής που εκπροσωπούν η Μύρτις και η Αυγή στο Μνήμες. Το έργο του, που αποτελείται από δύο ζωγραφισμένους κίονες, περικλείει στρώματα ταυτότητας και μνήμης, λειτουργώντας ως μεταφορικό αρχείο του παρελθόντος. Ο Αγγελίδης αναμειγνύοντας την πραγματικότητα, το όνειρο και τη φαντασία, δημιουργεί μια εννοιολογική διαστρωμάτωση και μια ιδιόμορφη σύμπραξη του αρχαίου κόσμου με το παρόν. Οι ζωγραφισμένοι κίονες ως πυλώνες του χρόνου, στέκονται σιωπηλοί μάρτυρες των ζωών, των συναισθημάτων και των ιστοριών της Μύρτιδος και της Αυγής, συμβολίζοντας τον διαρκή αντίκτυπο της ζωής τους και της εποχής που αντιπροσωπεύουν.
Η Όλγα-Μαρία Αγγελίδη στην Ιφιγένεια συγκρίνει τη Μύρτιδα και την Αυγή με τη μυθολογική μορφή της Ιφιγένειας αναδεικνύοντας τις έννοιες της αθωότητας, της θυσίας και της τραγωδίας και τις συνδέει με άλλες νεαρές γυναίκες που χάθηκαν στην ιστορία.
Η Αγγελική Aντωνέα στο Κορίτσι του Χρόνου αναδεικνύει τη Μύρτιδα ως μια διαχρονική μορφή, που υπερβαίνει τη εποχή της ώστε η εμπειρία της να γίνει μια καθολική εμπειρία στο πέρασμα του χρόνου.
Η deepfake Μύρτις του Στέλιου Γαβαλά, διαπλέκει ευφυώς το παρελθόν με τον σύγχρονο κόσμο, δημιουργώντας μια συναρπαστική αφήγηση για την θνησιμότητα, την ανθεκτικότητα και την αναπόφευκτη επιρροή της ιστορίας στο παρόν (Κολοκοτρώνης 2024). Ο Γαβαλάς εμπνευσμένος από το αμυγδαλωτό μάτι του Διός ή Ποσειδώνα του Αρτεμισίου (460 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) μετέτρεψε την ίριδα του ματιού της Μύρτιδος σε οθόνη προβολής βίντεο και ταυτόχρονα, διασύνδεσης των εποχών. Στη βιντεοπροβολή, το μεγαλείο της Ακρόπολης αντιπαραβάλλεται με τη ζοφερή πραγματικότητα του θανάτου της Μύρτιδος από την πανδημία τυφοειδούς πυρετού που σάρωσε την Αθήνα το 430 π.Χ. Αυτός ο ανατριχιαστικός προβληματισμός για τον αρχαίο πόνο είναι ένα παραλληλισμός με την πρόσφατη εμπειρία μας των επιπτώσεων από την πανδημία του Covid-19. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία deepfake, ο Γαβαλάς εισάγει ένα στοιχείο τεχνητής νοημοσύνης για να αναβιώσει το αρχαίο, καθιστώντας το παρελθόν όχι απλώς μια ανάμνηση αλλά μια ενεργή δύναμη στη διαμόρφωση της σύγχρονης αντίληψης. Το deepfake γίνεται κάτι περισσότερο από ένα απλό ψηφιακό εργαλείο – είναι ένα δομικό και θεματικό στοιχείο στο έργο τέχνης, όπου ο θάνατος, η βιωμένη εμπειρία και η συλλογική μνήμη συγκλίνουν μέσα στο βλέμμα της Μύρτιδος. Στην ενσωμάτωση, αποτυπώνεται η κυκλική φύση της ιστορίας και υπογραμμίζεται η σημασία της αρχαίας παράδοσης στον σύγχρονο κόσμο μας.
Στη Μινιμαλιστική φόρμα και το συμβολισμό εστιάζει η Μύρτις του Κωστή Γεωργίου, μια αφηρημένη κατακόκκινη μορφή που αναδύεται από μια κυλινδρική μεταλλική βάση. Χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά, το μακρόστενο ρευστό σώμα της γεμάτο ζωτικότητα με το έντονο κόκκινο χρώμα, αναδεικνύει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης παρά τις ιδιαιτερότητες της ατομικότητας της Μύρτιδος. Και αυτό, σε αντίθεση με την ανάπλαση, την καθιστά μια διαχρονική μορφή επιτρέποντας στον θεατή να προβάλει τις δικές του φαντασιακές αναπλάσεις της μορφής.
Πιο δραματικό το έργο Κραυγή του Μιχάλη Δουλγερίδη, εκτονώνει μια ισχυρή συναισθηματική αντίδραση, ενδεχομένως στον πόνο ή την τραγωδία που συνδέεται με τον θάνατο της Μύρτιδος. Η δραματικότητα της κραυγής περικλείει τη συλλογική θλίψη και την ενσυναίσθηση των ανθρώπων όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Οι Τέσσερις Φυλές της Μύρτιδος – οι Τέσσερις Φίλες της Μύρτιδος του Νίκου Ζήβα, αναφέρεται στην κοινότητα και τη διασύνδεση. Κάνοντας παραλληλισμούς μεταξύ της Μύρτιδος και άλλων ανθρώπων στην ιστορία, ο Ζήβας διερευνά πώς η ιστορία της αντηχεί σε όλες τις γενιές, συνδέοντάς την με διάφορες αφηγήσεις και ταυτότητες στο πέρασμα του χρόνου. Το έργο είναι ένας ανοικτός προβληματισμός για το πώς η Μύρτις, ως ιστορική φιγούρα, δεν είναι απομονωμένη αλλά μέρος μιας ευρύτερης ανθρώπινης εμπειρίας που εκτείνεται σε αιώνες, ενισχύοντας την ιδέα της κοινής μνήμης και της συλλογικής ταυτότητας.
Στο Θα σου πω Μύρτις ο Ανδρέας Καλακαλλάς, υιοθετεί μια αφηγηματική προσέγγιση, όπως υποδηλώνει ο τίτλος, με στόχο να προκαλέσει ένα διάλογο για να δώσει φωνή στην ίδια την Μύρτιδα. Η Μύρτιδα παρουσιάζεται ως μια ζωντανή, ομιλούσα παρουσία από το παρελθόν. Εμμέσως ο Καλακαλλάς αποκαλύπτει τις συναισθηματικές και προσωπικές διαστάσεις της ζωής της καθώς μέσα από την αφηγηματική δράση θα επικοινωνήσει με τον σύγχρονο κόσμο.
Η Αμαλία Καρκούλια στο Χωρίς τα Χέρια μου, τονίζει την αδυναμία της Μύρτιδος να αλληλοεπιδράσει με τον κόσμο, συμβολίζοντας την ευθραυστότητα της ζωής και τις αφηγήσεις που παραμένουν ανολοκλήρωτες.
Η Ήλιακή Μύρτις του Τάκη Κοζόκου εκπέμπει την ακτινοβόλο, ζωογόνο ενέργεια, μια πιο αισιόδοξη και φωτισμένη ερμηνεία της Μύρτιδος. Συνδέοντάς την με τη ζεστασιά και το φως, προσφέρει μια αναζωογονητική ερμηνεία της κληρονομιάς της. Ο Κοζόκος, γνωστός για την ποιητική του προσέγγιση στην τέχνη, διερευνά τον γόνιμο μετασχηματισμό του παλιού στο μέλλον. Στο συγκεκριμένο έργο η Μύρτιδα, όπως ένα άβαταρ, υπάρχει σε ένα ρευστό χώρο μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Εντάσσοντάς την στην κοσμική και την ψηφιακή συνείδηση, η αναπλασμένη μορφή και η ιστορία της είναι σαν να υπάρχουν πέρα από τον χρόνο.
Η Σπουδή για μια παιδική χορωδία – Celestina του Fernando de Rojas του Γιάννη Μετζικώφ, ενώνει την οικουμενικότητα των παιδικών εμπειριών που ξεπερνούν το χρόνο με τη Μύρτιδα σε μια κοινή αφήγηση των νεαρών ζωών που χάθηκαν, αλλά των οποίων οι ιστορίες εξακολουθούν να αντηχούν στους αιώνες.
To Φύλλο της Πένη Μαναβή με τις πολυεπίπεδες πινελιές κίτρινων, πράσινων, πορτοκαλί και λευκών που δημιουργούν τις υφές και τα σχέδια των φύλλων που είναι διάσπαρτα σε ένα πυκνό δάσος ή σε μια χαμηλή βλάστηση είναι μια ουσιαστική μεταφορά για τη ζωή και το πέρασμα του χρόνου της Μύρτιδος και της Αυγής. Όλα βρίσκονται παγιδευμένα σε μια δίνη ενέργειας, σε μια αχρονική μεταβολή ευθραυστότητας και ανθεκτικότητας όπως η Φύση και η ανθρωπότητα.
Ο Αλέξανδρος Παπακωνσταντίνου, πρωτοπόρος τόσο στην αναλογική όσο και στην ψηφιακή ζωγραφική και εμπνευστής των «τροπισμών της παρουσίας» (Κολοκοτρώνης 2024), στο έργο με τίτλο Μύρτις και Αυγή, μαζί ανά τους Αιώνες, πραγματεύεται το θέμα της υπέρβασης του χρόνου και των συνόρων στο έργο. Μια φανταστική συνάντηση μεταξύ των δύο γυναικών από εξαιρετικά διαφορετικές περιόδους, αναδεικνύει την καθολικότητα και τη συνέχεια της ανθρώπινης εμπειρίας. Υπό τον πρίσμα της τεχνητής νοημοσύνης, ο Παπακωνσταντίνου δείχνει πώς η τεχνολογία μπορεί να γεφυρώσει ιστορικά χάσματα, κατασκευάζοντας νέες εκδοχές της πραγματικότητας που προσφέρουν αληθοφανείς επαναπροσδιορισμούς του παρελθόντος. Επίσης, ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να διευρύνει τα όρια της ιστορικής αφήγησης, επιτρέποντας νέες, διασυνδεδεμένες οπτικές ιστορίες που εναρμονίζουν το παρελθόν με τις σύγχρονες εικονικές πραγματικότητες.
Το μαρμάρινο στεφάνι της, του Γιώργου Παπασωτηρίου, παραπέμπει στον ταφικό συμβολισμό, μια παραδοσιακή προσφορά προς τιμήν των νεκρών με ιδιαίτερη έμφαση στη μνήμη και την κληρονομιά της Μύρτιδος. Καθώς είναι μαρμάρινο, δημιουργεί μια αίσθηση μονιμότητας και ευλάβειας για τη σημασία της μέσα στην ιστορία.
Ο Βαγγέλης Ρήνας στην Κοκάλινη Χτένα της Μύρτιδος προτείνει μια απτή σύνδεση με την καθημερινότητα της Μύρτιδος. Φανταζόμενος ένα προσωπικό αντικείμενο που σχετίζεται με τον καλλωπισμό της, η Μύρτις είναι ένα προσγειωμένο κορίτσι στις μικρές, οικείες συνήθειες της στην αρχαία Αθήνα.
Στις Ικέτιδες, η Βασιλικής Σαρρή πραγματεύεται τις φυσικές δυνάμεις που διαμορφώνουν το πέρασμα του χρόνου, διατηρώντας ή διαβρώνοντας την ιστορία της Μύρτιδος. Ο τίτλος δημιουργεί την αίσθηση ότι οι ισχυρές, στοιχειώδεις δυνάμεις που δρουν πάνω στα απομεινάρια του παρελθόντος, επηρεάζουν τη μνήμη και την ιστορία διατηρώντας τες ζωντανές ή εξασθενημένες.
Η Μύρτις του Γιώργου Σταματόπουλου, ενός αντί-σταρ της σύγχρονης τέχνης (Κολοκοτρώνης 2022), είναι μια επιτύμβια μαρμάρινη στήλη διπλής όψης, με εικονολογικά και εννοιολογικά στοιχεία που σχηματίζουν την ταυτότητα της Μύρτιδος σε συνδυασμό με μηχανικά στοιχεία από τη σύγχρονη τεχνολογία όπως ρουλεμάν, γρανάζια, αλυσίδες και βίδες. Αυτά τα στοιχεία, φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους, δημιουργούν μια κωδικοποιημένη αφήγηση που επιτρέπει στον θεατή να συνδέσει το μακρινό παρελθόν με το παρόν και να κατασκευάσει τη δική του θέση για την επίδραση της στο σύγχρονο παρόν.
Ο Στέφανος Σουβαντζόγλου στην Αναβίωση της Ψυχής, εστιάζει στην συμβολική ανάσταση της Μύρτιδος υπονοώντας ότι η ιστορία της, αν και συνδέεται σωματικά με το θάνατό της, υπερβαίνει τη θνητότητα. Μέσω της ανάπλασης της, η ουσία της Μύρτιδος αναβιώνει και η κληρονομιά της συνεχίζει να ζει. Αυτή η συμβολική αναγέννηση δεν αφορά μόνο την αποκατάσταση της εικόνας της, αλλά και την αναζωπύρωση του πνεύματος της εποχής της, επιτρέποντας στην ιστορία της να μιλήσει πέρα από τους αιώνες και να έχει απήχηση στο σύγχρονο κοινό.
Τα Νεκρικά λουλούδια για τη Μύρτιδα του Κώστα Σπυριούνη, είναι άμεση αναφορά στο πένθος, με τα λουλούδια να συμβολίζουν τη θλίψη και την απώλεια τόσο της Μύρτιδας όσο και τις πρόωρες απώλειες άλλων, αντανακλώντας την κοινή ανθρώπινη εμπειρία της θλίψης και της μνήμης. Το έργο αναδεικνύει τη θλίψη που περιβάλλει τον πρόωρο θάνατο της Μύρτιδος, λειτουργώντας ως φόρος τιμής όχι μόνο στη ζωή της, αλλά και στις αμέτρητες ζωές που χάθηκαν στο διάβα της ιστορίας.
Στο Ένα φτερούγισμα στον Χρόνο, ο Νίκος Φόρτωμας και μόνον στη λέξη «φτερούγισμα» παραπέμπει στο φευγαλέο, τη βραχύτητα και την παροδικότητα της ζωής. Χρησιμοποιώντας τη μεταφορά του φτερουγίσματος, ο Φόρτωμας συνδέει τις φευγαλέες στιγμές της ύπαρξης της Μύρτιδος με τη φύση της μνήμης και τον ιστορικό προβληματισμό.
Η Σοφία Φωτιάδου στο Dancing in the sea, οραματίζεται μια ποιητική, ενδεχομένως υπερβατική ερμηνεία της Μύρτιδος, όταν την φαντάζεται να κινείται ελεύθερα στον απέραντο αιθέριο χώρο της θάλασσας. Αυτή η εικόνα παραπέμπει σε μια μεταθανάτια απελευθέρωση της ψυχής από τα φυσικά όρια του σώματος που σηματοδοτεί μια πνευματική άνοδο. Η θάλασσα, με τη ρευστότητα και την άπειρη έκτασή της είναι μια μεταφορά της ελευθερίας και της υπέρβασης, όπου η ουσία της Μύρτιδος συνεχίζει να υπάρχει πέρα από τον υλικό κόσμο, συμβολίζοντας το ταξίδι της ψυχής προς ένα ανώτερο πεδίο.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας Τέχνης, Δ.Π.Θ. / Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Βιβλιογραφία