You are currently viewing Γιάννης Κολοκοτρώνης: Η Αισθαντική Ζωγραφική του Αχιλλέα Αϊβάζογλου

Γιάννης Κολοκοτρώνης: Η Αισθαντική Ζωγραφική του Αχιλλέα Αϊβάζογλου

Η συνάντησή μας στο εργαστήρι του Αχιλλέα Αϊβάζογλου, πραγματοποιήθηκε μια Τετάρτη, λίγο πριν βγει ο Οκτώβρης του 2024. Σ’ ένα εξοχικό στη Ραφήνα, που το έχει μετατρέψει σε εργαστήρι την τελευταία τριετία, ο Αϊβάζογλου ζωγραφίζει απερίσπαστος, βυθισμένος σε ένα διαρκή διάλογο με τα χρώματα και τα τελάρα του. Εδώ, ο χρόνος σύμμαχός του, κυλάει χωρίς ρολόι, ακολουθώντας τη φυσική εναλλαγή της νύχτας με τη μέρα. Πινέλα, εργαλεία και χρώματα που συνυπάρχουν με βιβλία, οθόνες, υπολογιστές και πολυάριθμες ηλεκτρικές συσκευές, άλλα οργανωμένα και άλλα χύμα, συνθέτουν μια κατάσταση «δημιουργικού χάους».

 

Αυτό το περίπλοκο μίγμα τάξης και αταξίας στο εργαστήρι του, είναι μια πρώτη αντανάκλαση της ψυχολογικής του ανάγκης για δομή και ελευθερία. Σύνηθες θέαμα σε όσους έχουν επισκεφτεί εργαστήρια ζωγράφων, γνωρίζουν ότι το τακτοποιημένο που μάχεται το ανοργάνωτο είναι το γόνιμο πεδίο του πειραματισμού, το περιβάλλον που παρείχε ανέκαθεν στους καλλιτέχνες έναν νοητικό «ανοιχτό χώρο» όπου μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αφιλτράριστες σκέψεις και ιδέες.

 

Η στενή σύνδεση του Αϊβάζογλου με τα εργαλεία και τα υλικά του γίνεται η γέφυρα μιας αισθητηριακής ανατροφοδότησης, που τον βοηθά να αισθάνεται προσγειωμένος στη φυσική πράξη της δημιουργίας του, ώστε ο προσωπικός του χώρος να γίνεται μια οργανική προέκταση του εαυτού του. Γιατί, «η ύλη», που τον περιβάλει, «είναι μια αποθήκη προμηθειών, από την οποία το πνεύμα διαλέγει το εκάστοτε αναγκαίο» (Wassily Kandinsky, Τέχνη και Καλλιτέχνες, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής, Νεφέλη 1986, σ. 15)

 

 

Γεννημένος το 1948 στη Θεσσαλονίκη από ποντιακή οικογένεια, ο Αϊβάζογλου σπούδασε στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών Βακαλό και αργότερα στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (Α.Σ.Κ.Τ.), με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη στη ζωγραφική και τον Κώστα Ξυνόπουλο στην τοιχογραφία και την φορητή εικόνα. Δίδαξε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1980 έως το 1986, πριν λάβει μια τριετή υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) για μεταπτυχιακές σπουδές (1986-1989) και από το 1989 ξεκίνησε η ακαδημαϊκή του καριέρα ως καθηγητής Εφαρμογών στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ). Από την πρώτη του ατομική έκθεση στην Γκαλερί Κύκλος στη Θεσσαλονίκη το 1976, ο Αϊβάζογλου έχει σταθερή παρουσία στον κόσμο της τέχνης, συμμετέχοντας επίσης, σε δεκάδες ομαδικές εκθέσεις μέχρι σήμερα.

 

Διαισθητικός, συναισθηματικός και πολύ αισθαντικός, κάνει μια ζωγραφική βαθιά ανθρώπινη, που απευθύνεται στην «αισθαντικότητα των εμπειριών» και στα συναισθήματα που προκαλεί η θέα γερασμένων προσόψεων, εγκαταλελειμμένων κτιρίων ή, οι χαρακτηριστικές μυρωδιές των παλαιοπωλείων στο Μοναστηράκι. Οι πίνακές του αποτυπώνουν φευγαλέες στιγμές της καθημερινής ζωής, αποκαλύπτοντας την ομορφιά της φθοράς και τη ζεστασιά της νοσταλγίας. Κάθε ζωγραφιά του Αϊβάζογλου είναι μια διαφορετική ματιά στην οικεία, ήσυχη στιγμή της μοναξιάς και της περισυλλογής. Κάθε σκηνή και μια διαφορετική ρεαλιστική απεικόνιση με υποβλητικούς προβληματισμούς για την ανθρώπινη ύπαρξη, τα αντικείμενα της  καθημερινότητας και την παροδικότητα των υλικών πραγμάτων. Άλλες φορές η ματιά του ακουμπά με γλυκιά αισθαντικότητα και νοσταλγία το αστικό τοπίο, τις νεοκλασικές προσόψεις της παλιάς Αθήνας, τα παλιά καφενεία και στους σπάνιους εναπομείναντες πάγκους παντοπωλείων.

 

Άλλες φορές, η αισθαντικότητα μεταμορφώνεται σε μια συναισθηματική θέρμη για να ζωγραφίσει τα αντικείμενα που περιβάλλουν τον άνθρωπο στον εσωτερικό του χώρο: μπουκάλια, βαρέλια, εργαλεία, καρέκλες και τραπέζια. Τέτοιες και πολλές άλλες σκηνές, ενώ αποτυπώνουν την ήρεμη ομορφιά της καθημερινής στιγμής αποκαλύπτουν την ανθρώπινη μοναξιά, τη νοσταλγία και πάνω απ’ όλα μια αίσθηση φιλοσοφημένης ανθρωπιάς.

Η τέχνη του Αχιλλέα Αϊβάζογλου είναι ένας ανοιχτός διάλογος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, τάξης και χάους, νοσταλγίας και πραγματικότητας – μια βαθιά έκφραση της ανθρώπινης πρωτογενούς πρωτόλεια εμπειρίας, όπως οι φιλοσοφικές έρευνες των υπαρξιστών και των φαινομενολόγων που προσπάθησαν να εξερευνήσουν το νόημα και τη χρονική διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Η ύπαρξη, ο χρόνος, η ενδοσκόπηση, η εμπειρία, η μνήμη και η αισθητική ξεδιπλώνουν τη φιλοσοφική τους διάσταση σαν εικονογραφία των φιλοσοφικών στοχασμών του Jean-Paul Sartre, του Albert Camus και του Henri Bergson. Τα τοπία του και οι απεικονίσεις των καθημερινών αντικειμένων οπτικοποιούν τις φαινομενολογικές έρευνες του Edmund Husserl, του Maurice Merleau-Ponty και του Martin Heidegger, οι οποίοι υποστήριξαν ότι τα αντικείμενα δεν κατανοούνται μέσω της αντικειμενικής ανάλυσης αλλά μέσω των βιωμένων εμπειριών, γιατί «ο κόσμος δεν είναι αυτό που σκέφτομαι αλλά αυτό που ζω» (Maurice Merleau-Ponty, Φαινομενολογία της Αντίληψης, μτφρ. Κική Καψάμπελη, Νήσος 2016).

Κάθε πίνακας του Αϊβάζογλου και μια διαφορετική εικόνα βαθιάς ουμανιστικής φιλοσοφικής σκέψης που εξυμνεί την εγγενή αξία και την αξιοπρέπεια των ανθρώπινων όντων. Μια μοναχική μορφή καθισμένη σ’ ένα τραπέζι καλυμμένο με τραπεζομάντηλο, μπροστά σ΄ ένα μπουκάλι γάλα, ένα ποτήρι, ένα μεταλλικό δίσκο και μερικά διάσπαρτα αντικείμενα, είναι μια κοινή εμπειρία που μοιραζόμαστε στην δική μας ρουτίνα και τις στιγμές μοναξιάς. Ένα παλιό ποδήλατο ακουμπισμένο σε μια παλιά ξύλινη πόρτα είναι μια κοινή εμπειρία που ξεδιπλώνει ιστορίες ταξιδιού και παιδικές αναμνήσεις, μιας ομορφιάς παροδικής και πάντα παρούσας.

Τα ετοιμόρροπα αστικά τοπία του Αϊβάζογλου αποτυπώνουν αυτό που ο Husserl ονόμασε «Lebenswelt» («Περιβάλλον διαβίωσης») – την άμεση, βιωμένη πραγματικότητα που προηγείται κάθε επιστημονικής ή θεωρητικής ανάλυσης (Husserl, Η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία, μτφρ. Παύλος Κοντός, Εκκρεμές 2011). Ο Merleau-Ponty το ανέπτυξε αυτό, υποστηρίζοντας ότι η κατανόηση του κόσμου είναι από τη φύση της βιωματική και έχει τις ρίζες της στην αντίληψη. Η συναισθηματική απήχηση του έργου του Αϊβάζογλου έγκειται στην ικανότητά του να ανακαλεί αυτή τη βιωμένη πραγματικότητα, καλώντας τους θεατές σε έναν κοινό χώρο μνήμης και εμπειρίας, όπου τα συνηθισμένα αντικείμενα και σκηνικά ξεπερνούν την εμφάνισή τους και γίνονται σύμβολα της ανθρώπινης μοναξιάς, της φθοράς και της ανθεκτικότητας.

Ένας σπασμένος ξύλινος φράκτης που συνυπάρχει με μια ξεχαρβαλωμένη καλύβα σαν παραμορφωμένο κρανίο, είναι ένα συμβολικό σκηνικό θανάτου, ένα ψυχολογικό τοπίο μελαγχολικού προβληματισμού για τη φθορά στο πέρασμα του χρόνου και την απουσία του ανθρώπου. Τέτοιες εικόνες για τη συνειδητότητα της θνητότητας ανέλυσε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, όταν μελετούσε τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με την εγκατάλειψη, τη φθορά και τη μοναξιά ως μέρος της ανθρώπινης κατάστασης (Martin Heidegger, Είναι και Χρόνος, μτφρ. Γιάννη Τζαβάρα, Δωδώνη 2013). Ωστόσο, ο αναλυτικός αναστοχασμός του Αχιλλέα Αϊβάζογλου γνωρίζει πώς να μετατρέπει την ανησυχία σε αισιοδοξία και να αναδεικνύει τη λεπτή ομορφιά της παροδικότητας. Αν ο χρόνος ξεθωριάζει τα πράγματα, η ζωγραφική του Αϊβάζογλου τους δίνει μια παρατεταμένη διάρκεια, καθιστώντας τα, ντοκουμέντα της σταθερής ροής του χρόνου και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.

Δεν είναι τυχαίο, ότι η μετεγκατάστασή του στη Ραφήνα, μεταμόρφωσε τη ζωγραφική του Αϊβάζογλου σε φλεγόμενους καμβάδες. Στις πρόσφατες τοπιογραφίες, εκρήγνυνται οι κίτρινοι και πράσινο χρωματικοί τόνοι της φύσης. Οι τραχιές υφές των πινέλων του, για να απεικονίσει την πρασινάδα των φυτών και του γρασιδιού, αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο τους χρυσαφένιους τόνους των ηλιόλουστων χωραφιών και δίνουν μια οργανικότητα στο τοπίο. Οι τοπιογραφίες του πάλλονται από χρώματα!

Οι χειρονομίες του σταθερές και πιο ελεύθερες από αυτές των αστικών τοπίων που μας είχε συνηθίσει! Η σύνδεση με τη φύση μετέτρεψε τη νοσταλγική μοναξιά των αστικών τοπίων του Αϊβάζογλου σε ειρηνικά τοπία διαλογισμού θεμελιωμένου στη φυσική ομορφιά. Τα μουντά καφετιά και γκρίζα χρώματα και οι φθαρμένες δομές της πόλης αντικαταστάθηκαν από την ηλιακή λαμπρότητα και την πολύχρωμη αρμονία της φύσης.

Ο νοσταλγικός θαυμασμός της αστικής φθοράς και της ατέλειας υποχώρησε μπροστά στο αισθητικό μεγαλείο και την πληρότητα της μεσογειακής φύσης και του αττικού φωτός. Γιατί η Φύση ξέρει να προστατεύει, να αναπαράγει την ισορροπία και να δίνει ομορφιά ακόμη και στην ασυμμετρία.

 

 

Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Δυτικής Τέχνης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών / ΔΠΘ

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.