You are currently viewing Γιάννης Κολοκοτρώνης: Η Αρχαιοελληνική Pietà του Αλέξανδρου Παπακωνσταντίνου

Γιάννης Κολοκοτρώνης: Η Αρχαιοελληνική Pietà του Αλέξανδρου Παπακωνσταντίνου

Η Pietà, του Αλέξανδρου Παπακωνσταντίνου είναι μια σύγχρονη επανερμηνεία ενός από τα πιο εμβληματικά θρησκευτικά θέματα της ιταλικής και φλαμανδικής Αναγέννησης. Σε αντίθεση με τις διάσημες Pietà του Rogier van der Weyden και του Μιχαήλ Άγγελου -όπου η Παναγία κρατά το άψυχο σώμα του Χριστού- η εκδοχή του Παπακωνσταντίνου απομακρύνεται από τη θρησκευτική αφήγηση υιοθετώντας ένα αναχρονιστικό ύφος που το ανασύρει από την κλασική αρχαιότητα. Η απόκλιση αυτή ευθυγραμμίζεται με ό,τι έχω περιγράψει ως «τροπισμό του ύφους» ο οποίος αναφέρεται στη μοναδική ικανότητα του Παπακωνσταντίνου να αναμειγνύει υφολογικά και θεματικά δεδομένα από την ποικιλομορφία της Ιστορίας της Τέχνης, ώστε μέσω της ψηφιακής αισθητικής να δημιουργήσει νέα, πολυεπίπεδα, πολυδιάστατα και διαπλεκόμενα εννοιολογικά πλαίσια στα έργα του.

Η Pietà του Παπακωνσταντίνου, είναι ένας «Τροπισμός του Κλασικού», μια σύγχρονη εκδοχή της λιτής συναισθηματικής μνημειακότητας του κλασικού. Το έργο περιορίζεται σε δύο μόνο μορφές: ένα νεαρό άνδρα και μια γυναίκα, σχεδιασμένες με τις αυστηρές αλλά αρμονικές σκηνογραφικές ιδιότητες που θυμίζουν την αρχαία ελληνική τέχνη. Σε αντίθεση με τις αναγεννησιακές Pietà, στις οποίες κυριαρχεί η συναισθηματική ένταση της απώλειας, η γυναικεία μορφή του Παπακωνσταντίνου διαπνέεται από μια στοχαστική περισυλλογή που αγγίζει τα όρια της θλίψης. Σ’ αυτή την εκδοχή, ο χριστιανικός θρήνος και ο θρησκευτικός συμβολισμός αντικαθίστανται από μια οικουμενική έκφραση της φροντίδας και της απώλειας, μια λεπτή πράξη σεβασμού, και τελικά, έναν αξιοπρεπή φόρο τιμής στα αρχαία ιδανικά της ομορφιάς και της αρετής.

Η επιλογή του Παπακωνσταντίνου να παρουσιάσει τις μορφές σε κοντινό πλάνο, η παγωμένη σχεδόν φωτογραφική ακινησία, οι γαλήνιες εκφράσεις και ο απαλός φωτισμός αναδεικνύουν τη μνημειακή διάσταση της σύνθεσης και αποκαλύπτουν μια βαθιά συναισθησία και την ουσιαστική γνώση του Παπακωνσταντίνου για το κλασικό ιδεώδες. Το σώμα του άνδρα που θα μπορούσε να είναι ενός νεαρού πολεμιστή ή κάποιου ήρωα της ελληνικής μυθολογίας που βρήκαν πρόωρο θάνατο, αν και φαινομενικά άψυχο, αντιστέκεται στην ακαμψία του θανάτου. Το λυγισμένο αριστερό του πόδι, το μισοδιπλωμένο δεξί του πόδι και το χαλαρό χέρι που ακουμπά στο στήθος του υποδηλώνουν μια κατάσταση γαλήνιας ανάπαυσης, όχι νεκρικής ακαμψίας. Αυτή η λεπτή ένταση μεταξύ ζωής και θανάτου προσθέτει ένα επίπεδο πολυπλοκότητας στο έργο, επιτρέποντας στους θεατές να αναρωτηθούν αν παρακολουθούν το θάνατο, τον ύπνο ή μια αφηρημένη στιγμή μετάβασης μεταξύ των δύο.

Η εστίαση του Παπακωνσταντίνου στη σωματική λεπτομέρεια φτάνει στα όρια ενός ήπιου αισθησιασμού. Αυτός ο αισθησιασμός, που είναι παρών ακόμη και σε μια σκηνή συναισθηματικής εγκράτειας, αναδεικνύει την ικανότητα του να ισορροπεί τον ρεαλισμό με την αφαίρεση. Το λεπτό ύφασμα στο γυναικείο σώμα που αποκαλύπτει τους ώμους, τα χέρια και σχεδόν τα στήθη της, σε συνδυασμό με την προσεκτική τοποθέτηση του υφάσματος γύρω από την περιοχή των γεννητικών οργάνων του άνδρα και το καφέ ύφασμα στο προσκέφαλό του, υπογραμμίζουν τον προσεκτικό χειρισμό της δομής της σύνθεσης, αναδεικνύουν την εξιδανίκευση της ομορφιάς τους που συνδέεται με την κλασική τέχνη και ταυτόχρονα ενισχύουν την αισθαντικότητα της σκηνής.

Το φως γεμίζει τους κενούς χώρους στη σύνθεση κατευθύνοντας το βλέμμα και η αλληλεπίδραση με τη σκιά ενισχύει τη ζωντάνια της σκηνής, απογυμνώνοντάς της από κάθε έκδηλη αίσθηση θανάτου. Αυτή η ευφυής διάχυση του φωτός σε συνδυασμό με την μελετημένη διάταξη του χώρου δημιουργεί μια ισορροπία μεταξύ κενού και πληρότητας που αναδεικνύει τον εξιδανικευμένο ρεαλισμό του έργου.

Η Pietà του Παπακωνσταντίνου επανεξετάζει οικείες οπτικές αφηγήσεις αναδιατυπωμένες με σύγχρονα ιστορικά συμφραζόμενα. Αφαιρώντας απροκάλυπτα τους χριστιανικούς συμβολισμούς, ο Παπακωνσταντίνου μετατοπίζει την εστίασή του στις ανθρώπινες ανησυχίες που βρίσκονται στο επίκεντρο της σκηνής: την ομορφιά, τη θνητότητα, τη φροντίδα και την απώλεια. Η αρμονική ισορροπία της σύνθεσης, η συγκρατημένη θλίψη της γυναικείας μορφής και η γαλήνια ανάπαυση της ανδρικής μορφής αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο την φιλοσοφική προσήλωση του Αλέξανδρου Παπακωνσταντίνου στα ιδανικά της αρχαίας ελληνικής αισθητικής. Ταυτόχρονα, η χρήση νέων τεχνολογιών τεχνικών τοποθετεί το έργο γερά στο σύγχρονο παρόν, γεφυρώνοντας το παρελθόν με την ψηφιακή εποχή μας.

Χωρίς εμφανή θρησκευτικά ή μυθολογικά σύμβολα το έργο είναι ανοιχτό σε απεριόριστες ερμηνευτικές δυνατότητες σε ένα ευρύ κοινό. Με αυτόν τον τρόπο, ο Παπακωνσταντίνου κάνει μια εκ βαθέων δήλωση για την ανθρώπινη κατάσταση: ο θάνατος και το πένθος είναι παγκόσμιες εμπειρίες που ξεπερνούν το χρόνο, τη θρησκεία και τον πολιτισμό. Είτε ο θεατής το ερμηνεύει μέσα από μια χριστιανική οπτική, είτε από μια κλασική άποψη, είτε υπό το πρίσμα της εποχής μας, το μήνυμα παραμένει το ίδιο. Οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους με κοινές εμπειρίες αγάπης, απώλειας και τον πόνο του αποχωρισμού από εκείνους που αγαπάμε. Και αυτό ακριβώς είναι που ξεχωρίζει τους «ζωγραφικούς τροπισμούς» του Αλέξανδρου Παπακωνσταντίνου. Πετυχαίνει να δημιουργεί δυναμικές οπτικές αφηγήσεις, εμπλέκοντας το μάτι και τη σκέψη σ’ έναν διαλογισμό πάνω σε οικουμενικά θέματα συναισθηματικής ολοκλήρωσης και αποδοχής.

 

 

Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης, Δ.Π.Θ. / Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.