Η Οικειότητα, ο στοχασμός, η κατανόηση και ο συντονισμός είναι βασικοί όροι που προσδιορίζουν την ανεπιτήδευτη ζωγραφική του Ηλία Αργυρόπουλου. Μαθητής του Δημήτρη Μυταρά, υπότροφος του προγράμματος Erasmus και με σπουδές στο Middlesex University του Λονδίνου, ο Αργυρόπουλος διεκδικεί το δικό του χώρο στον κόσμο της τέχνης από το 1994.
Κατεξοχήν τοπιογράφος των σχεδόν παρθένων φυσικών τοπίων της γενέτειράς του, Φωκίδος, είτε πρόκειται για κυλιόμενους λόφους, είτε για ήρεμες θάλασσες ή τα μακρινά βουνά, οι απεικονίσεις του δεν είναι απλές αναπαραστάσεις αλλά στοχαστικές εξερευνήσεις του χώρου, του φωτός και της ατμόσφαιρας. Η επιδέξια χρήση των χρωμάτων για να αποδώσει τις χρυσές αποχρώσεις του σούρουπου, το υγρό μπλε του λυκόφωτος και τα έντονα πράσινα μιας ηλιόλουστης ημέρας αναδεικνύουν τον μοναδικό χαρακτήρα του ελληνικού τοπίου και το περίφημο φως της Μεσογείου. Ταυτόχρονα αποκαλύπτει την προσωπική σύνδεση του Αργυρόπουλου με τη γη, ενσωματώνοντας τον εαυτό του μέσα σ’ αυτό το ιδιαίτερο τοπίο.
Ενώ η φύση κυριαρχεί στους πίνακες του Αργυρόπουλου, τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας μπορούν να βρεθούν σε ένα σπίτι που είναι χωμένο στο τοπίο, σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο ή τα μακρινά φώτα της πόλης. Αυτά τα ίχνη, χρησιμεύουν ως ένα είδος διακριτικής σημειολογίας του χώρου. Ο Αργυρόπουλος αποφεύγει τον υπερβολικό ρομαντισμό που συχνά συνδέεται με τη ζωγραφική του τοπίου. Αντίθετα, επιλέγει την αυθεντικότητα, απεικονίζοντας τοπία που βρίσκονται, σύμφωνα με τα λόγια του, «ακριβώς δίπλα μας», υπογραμμίζοντας ότι η φύση και η ανθρωπότητα είναι άρρηκτα συνυφασμένες.
Περισσότερο από τη φυσική αποτύπωση ενός τόπου, ο Αργυρόπουλος εστιάζει στη διάθεση και την ενέργειά του, ζωγραφίζοντας συχνά μεταβατικές ώρες της ημέρας – αυγή, σούρουπο ή λυκόφως – όταν το φως και η σκιά μεταβάλλονται συνεχώς. Αυτή η προσέγγιση του επιτρέπει να απεικονίσει όχι μόνον μια οπτική σκηνή, αλλά μια πλήρη αισθητηριακή εμπειρία. Οι πίνακές του δεν είναι απλά στρώματα χρώματος στο μουσαμά αλλά αφηγήσεις συναισθημάτων, που συντονίζονται με την ενέργεια των τόπων που ζωγραφίζει. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Αργυρόπουλος αντλεί έμπνευση από τη Φωκίδα, έναν τόπο που θεωρείται από τους πιο ενεργειακά φορτισμένους της Μεσογείου γεγονός που εξηγεί και την ύπαρξη του αρχαίου Μαντείου των Δελφών, του μεγαλύτερου ιερού της αρχαιότητας.
Στο έργο του αναδεικνύεται η βαθιά σύνδεση με αυτή την ενέργεια, ενισχύοντας την αίσθηση ότι ο Αργυρόπουλος είναι ριζωμένος τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο. Με δικά του λόγια περιγράφει ότι το κολύμπι στη θάλασσα πριν τη ζωγραφίσει αποτελεί μέρος της καλλιτεχνικής του διαδικασίας. Η φυσική εμβάπτιση στο περιβάλλον, του επιτρέπει να συλλάβει την ουσία της σκηνής βιώνοντας τον χώρο. Με αυτή την έννοια, το έργο του αντανακλά την περιβαλλοντική φιλοσοφία του Martin Heidegger (1889–1976) «Είναι-μέσα-στον-Κόσμο» (Είναι και Χρόνος 1927), σύμφωνα με την οποία, τα άτομα δεν είναι ξεχωριστά από το περιβάλλον τους αλλά θεμελιωδώς ενσωματωμένα σε αυτό. Η πρακτική του, απηχεί αυτή την οντολογική σύνδεση μεταξύ εαυτού και φύσης και τα τοπία του γίνονται ενιαία φαινόμενα όπου συνυφαίνονται άρρηκτα καλλιτέχνης-χώρος-ζωγραφική διαδικασία.
Οι πίνακές του αν και ατμοσφαιρικοί, δεν είναι απλές τρισδιάστατες αναπαραστάσεις του τοπίου σε μια δισδιάστατη επιφάνεια, ούτε φανταστικές προβολές ή μεταπολιτισμικά τοπία. Δεν είναι γεωμετρικά, δεν είναι σουρεαλιστικά, ούτε εμπεριέχουν περίτεχνους συμβολισμούς και αλληγορίες. Αντίθετα, είναι οπτικά στιγμιότυπα ενδοσκόπησης, γεμάτα με την ενέργεια και το πνεύμα των τόπων που αποκαλεί σπίτι του. Από αυτή τη σκοπιά, η ζωγραφική του εμπλέκεται με μια σύγχρονη τάση μετα-πανδημικής τοπιογραφίας που δίνει έμφαση στη διατήρηση και την επανεκτίμηση του ρόλου της ανθρωπότητας στον φυσικό κόσμο.
Ο κριτικός τέχνης Barry Schwabsky στο Landscape Painting Now: From Pop Abstraction to New Romanticism (2019) έδειξε ότι παρ’ όλους τους δογματικούς «-ismus» της μεταπολεμικής τέχνης η τοπιογραφία γνώρισε μια αναγέννηση (ρεαλιστική, αφηρημένη, εννοιολογική, κιτς ή μεγαλόπνοη) καθοδηγούμενη από την παγκόσμια ανησυχία για την ταχεία αστικοποίηση, την κλιματική αλλαγή και την ανθρώπινη παρεμβατικότητα. Με πολλούς σύγχρονους ζωγράφους να επανέρχονται στην τοπιογραφία, τα τοπία του Αργυρόπουλου αποτυπώνουν την ένταση μεταξύ του εαυτού μας και της φύσης.
Ωστόσο, σε σύγκριση με άλλους τοπιογράφους, ο Αργυρόπουλος παραμένει προσηλωμένος στην αυθεντικότητα έναντι του τεχνητού ρομαντισμού ή τους σουρεαλιστικούς εξωραϊσμούς. Εκεί που τα τοπία του Peter Doig είναι συχνά γεμάτα με ονειρικά, φανταστικά στοιχεία, ο Αργυρόπουλος προβάλει τη σεβάσμια οικειοποίηση του χώρου. Σε αντίθεση με τις αποσπασματικές σκηνές του Alex Kanevsky, όπου η μνήμη και η αντίληψη είναι θολές, ο Αργυρόπουλος εστιάζει στην ανεπιτήδευτη, αυθεντική ομορφιά της φύσης. Οι μακρινές πόλεις του, οι ελάχιστα διακριτοί δρόμοι και τα απαλά φωτισμένα παράθυρα στο σούρουπο υποδηλώνουν την ανθρώπινη παρουσία, χωρίς να κατακλύζει το τοπίο. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα που υπάρχει στα πολύχρωμα τοπία του David Hockney όπου οι άνθρωποι και οι τεχνητές κατασκευές συχνά υπερισχύουν.
Το έργο του Ηλία Αργυρόπουλου μπορεί να θεωρηθεί μέρος ενός ευρύτερου φιλοσοφικού διαλόγου σχετικά με την περιβαλλοντική ηθική και τη βιωσιμότητα στη σύγχρονη τέχνη. Τα τοπία του είναι πολύ περισσότερο από αισθητικές συνθέσεις: είναι οπτικοί διαλογισμοί για την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ ανθρώπινης ζωής και φυσικού κόσμου. Καθώς οι περιβαλλοντικές κρίσεις εντείνονται, οι πίνακες του Αργυρόπουλου είναι μια έκκληση για βαθύτερη, πιο αρμονική σχέση με τη φύση, μια σχέση που έχει τις ρίζες της στην κατανόηση, το σεβασμό και την αναγνώριση της φύσης ως ιερή. Η τέχνη του, υπό αυτή την έννοια, γίνεται ένα μέσο για την επαναξιολόγηση του ρόλου της ανθρωπότητας στον πλανήτη, προτρέποντάς μας να αντιστρέψουμε την καταστροφική πορεία και να επανασυνδεθούμε με τον οργανικό κόσμο που μας συντηρεί.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης Δ.Π.Θ. / Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Βιβλιογραφία