Συνάντησα τον Άλκη Αστρά το 2000, όταν ήταν σχεδόν εβδομήντα ετών, κατά την παραμονή του στην Ελλάδα. Μια οστεωμένη, ασκητική μορφή με βαθιές χαρακιές του χρόνου στο μέτωπο. Αεικίνητος, ευλύγιστος, μέτριο μπόι που δεν πρέπει να ξεπερνούσε το 1,75 και εκείνο το μικρό χαρακτηριστικό μουστάκι που μου θύμιζε τους θείους μου από τη δεκαετία του 1970.
Είχε ταξιδέψει στις περισσότερες χώρες του κόσμου και συχνά μιλούσε για τους μήνες που πέρασε στην Ινδία, την Ινδονησία, τη Σουμάτρα, την Κίνα του Μάο Τσετούνγκ και τη Σοβιετική Ένωση του Χρουστσόφ. Το 1964, πριν εγκατασταθεί στην Αυστραλία, πραγματοποίησε ένα ταξίδι 56.000 μιλίων σε όλη την ήπειρο μέσα σε ένα χρόνο. Όπως είπε κάποτε, «δεν ταξίδεψα σαν τουρίστας, αλλά για να ζήσω ανάμεσα στους ανθρώπους. Εξερεύνησα τον κόσμο για να βρω νέα θέματα για τη ζωγραφική μου».
Αν και αυτοσυστηνόταν μόνον ως ζωγράφος, ο Αστράς ήταν επίσης φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας, φωτογράφος, αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων, και από κάθε άποψη, ένας πραγματικός περιηγητής. Το διεισδυτικό του βλέμμα, που αποτυπώθηκε στο εξώφυλλο του βιβλίο του, «Astras, An Insight into the man himself» (Νηρέας 2001) αποκάλυπτε το βάθος του πνεύματός του. Είχα την τιμή να παρουσιάσω την τριλογία των βιβλίων του, με φωτογραφίες και ζωγραφιές που καταγράφουν το πολύχρονο ταξίδι του στο Άγιο Όρος («Άγιον Όρος, Η Πρώτη Επαφή» 2000, «Περπατώντας το Φως και το Σκοτάδι» 2002, «Άγιον Όρος Σιωπή» 2003) και να παρουσιάσω μία από τις σπάνιες ατομικές του εκθέσεις, με τίτλο «Sacred Places, The Multiple Versions of a Truth», στο Calgary της Alberta (2006), μια πόλη γνωστή ως το κέντρο της πετρελαϊκής βιομηχανίας του Καναδά.
Όταν επέστρεψε στην Αυστραλία, οι συνομιλίες μας έγιναν λιγότερο συχνές και τα νέα του, τα μοιραζόμαστε με την αγαπημένη του φίλη, την πιο εκκεντρική Ελληνίδα ζωγράφο Άννα Μαρία Σκλαβούνου και τον εγκάρδιο φίλο του, τον εκδότη Βασίλη Κατούφα.
Ο Αστράς ήταν αντί-συμβατικός και αντι-κομφορμιστής. Αγαπούσε τη γνώση και αναζητούσε την εμπειρική σοφία. Άλλαζε διαρκώς παραστάσεις επειδή περιφρονούσε τη ρουτίνα, αναπτύσσοντας αυτό που ο ίδιος περιέγραφε ως «αναπτυγμένη αίσθηση φυγής» από τις καθημερινές ευθύνες. Ήταν λιτός και λιτοδίαιτος, χαιρόταν την ανθρώπινη επαφή. Σε αντίθεση με άλλους ζωγράφους, δεν είχε φιλόδοξες επιδιώξεις, δεν τον ενδιέφερε η μαζική παραγωγή των έργων του, ούτε να κερδίσει χρήματα από τα έργα του. Αντίθετα, θεωρούσε τη ζωγραφική ως διαδικασία απόσταξης των εμπειριών της ζωής του. Κάποτε, πέρασε έξι χρόνια ζωγραφίζοντας εμμονικά ανθρακωρύχους και κατεβαίνοντας μαζί τους στις στοές (1976-1983).
Το 1983, ταξίδεψε στη Νέα Γουινέα για να ζωγραφίσει προσωπογραφίες των τοπικών πολιτικών. Βαθιά ευαισθητοποιημένος απέναντι στην κλιματική αλλαγή, συνεργάστηκε με τον Ζακ Κουστώ για τη διάσωση της γαλάζιας φάλαινας, προτείνοντας ένα φιλόδοξο αλλά μη υλοποιημένο τουριστικό πρόγραμμα για την προστασία της («Τζοάνα, η Γαλάζια Φάλαινα»).
Ίσως, γι’ αυτό ο Αστράς δεν έγινε ποτέ ένας ευρέως αναγνωρισμένος ζωγράφος στην ελληνική διασπορά, παραμένοντας αντίθετα, όπως τον περιέγραψε η ελληνική εφημερίδα της Αυστραλίας The Greek Herald, «σχετικά άγνωστος καλλιτέχνης στην Αυστραλία» (https://greekherald.com.au/news/tributes-flow-for-famous-greek-australian-artist-alkis-astras/). Παρά το γεγονός αυτό, έργα του υπάρχουν στις συλλογές του John F. Kennedy, του Αριστοτέλη Ωνάση και του Αυστραλού πρωθυπουργού Sir Robert Menzies.
Ο Άλκης κατέχει επίσης τη σπάνια διάκριση να είναι ο πρώτος και μοναδικός κοσμικός ζωγράφος που πραγματοποίησε έκθεση στο Άγιο Όρος. Και αυτή την εμπειρία την έζησα από πρώτο χέρι, όταν μια μικρή ομάδα φίλων του, μεταβήκαμε στο Άβατον της Ορθοδοξίας, να στήσουμε την έκθεσή του και να τον συντροφεύσουμε σ΄ αυτή την ανεπανάληπτη εμπειρία ζωής.
Όπως είπε κάποτε ο Αστράς, «έψαχνα να βρω τον ένα και μοναδικό Θεό, τον Δημιουργό. Άρχισα να ζωγραφίζω τις εκκλησίες, τους καθεδρικούς ναούς, τα τζαμιά από όλο τον κόσμο. Αφαίρεσα τα σύμβολα τους, που πιστεύω ότι μας χωρίζουν. Τα σχεδίαζα ως συμβολή των πιστών στον ένα και μοναδικό Θεό». Αυτό το συναίσθημα ήταν κεντρικό στοιχείο της έκθεσης «Sacred Places, The Multiple Versions of a Truth» (Calgary, Alberta 2006), όπου έγραψα στον πρόλογο ότι αυτά τα ιερά αρχιτεκτονήματα ως τεκμήρια των θρησκευτικών δογμάτων χωρίς σύμβολα παραμένουν οι σκελετοί, η εσωτερική φλόγα που αναζητά μια αδογμάτιστη πνευματικότητα.
Ο Αστράς, δεν απέβαλε ποτέ την ελληνική του παιδεία ούτε έπαψε να αναζητά την πνευματικότητα. Στα οστεώδη πρόσωπα των ανθρακωρύχων έβλεπε τους βυζαντινούς αγίους με τα ρυτιδιασμένα μέτωπα, τα βαθιά βλέμματα και την παραμελημένη εμφάνιση. Στην απέραντη αυστραλιανή έρημο, αναζήτησε το μεγαλείο της δημιουργίας. Στο «βουνό» της Ορθοδοξίας, τον Άθω, ένιωσε την αγωνία της πνευματικής περιπλάνησης. Αντί να απομακρυνθεί από την περιγραφή, ο Αστράς ζωγράφισε έναν κόσμο που πάλλεται από αισιοδοξία. Ο στοχασμός του ήταν θεολογικά ζωντανός, ο συναισθηματισμός του βαθιά ανθρώπινος και η αφοσίωσή του στις αξίες της ζωγραφικής, ακαταμάχητη.
Χωρίς να χρησιμοποιεί σύμβολα, έδωσε αξία στο μεγαλείο της λεπτομέρειας. Δανείστηκε το βυζαντινό κόκκινο, το γαλάζιο των μοναστηριακών κελιών και την ώχρα των προσόψεων των μοναστηριών για να μυήσει το θεατή στο υπερβατικό. Έφτιαξε εικόνες που είναι άμεσες, μία άλλου είδους απάντηση στον υπαρξιακό προβληματισμό.
Οι εικόνες του, αναπνέουν με ελαφρότητα, χωρίς να θολώνουν τη μνήμη του θεατή. Στις στενόμακρες λουρίδες των νησιωτικών τοπίων, που θυμίζουν τη θέα ενός λιμανιού από τη θάλασσα, ο Αστράς αποτύπωσε το βάθος και το πλάτος της ομορφιάς. Μιας ομορφιάς που γίνεται αιτία να επιστρέφουμε σ’ αυτά ή, τουλάχιστον να αναπολούμε την επιστροφή μας.
Αυτή τη συνειδητότητα στη διαρκή εμπειρία της ηρεμίας κάνει τα έργα του να ξεχωρίζουν, επειδή ο Αστράς δεν ασχολήθηκε με την αμφισβήτηση της φύσης της τέχνης αλλά με την ανακάλυψη της βαθιάς πνευματικής ηρεμίας που μπορεί να προκαλέσει η ανθρώπινη έκφραση μέσω της τέχνης.
Όπως έγραψε ο ίδιος:
«Ο ήλιος πάει να δύσει και τα πέπλα του δειλινού ξεδιπλώνονται… σκοτεινιάζει… οι τελευταίες αναλαμπές έχουν γαντζωθεί πάνω στους χρυσούς τρούλους της εκκλησίας… η καμπάνα ριγεί από την προσμονή… ελαφροπάτητες όπως πάντα οι σιλουέτες των μοναχών εδώ και εκεί… άρωμα γαζίας, καμπάνες, ψαλμοί… τα κεριά άναψαν πάνω στα μανουάλια και το παιχνιδιάρικο θυμιατό χορεύει μέσα στα χέρια του γέροντα… και είναι τα μάτια της ψυχής ολάνοιχτα…» (Άγιον Όρος, η Πρώτη Επαφή, Νηρέας 2000).
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Δυτικής Τέχνης
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών / Δ.Π.Θ.