Σε προηγούμενη ανάρτηση με τίτλο «Η Σύγχρονη Τέχνη ως Σύστημα Σημείων» (13 Ιουλίου 2024) στο φιλόξενο ηλεκτρονικό περιοδικό periou.gr (https://www.periou.gr/giannis-kolokotronis-i-sygchroni-techni-os-systima-simeioni/?fbclid=IwY2xjawFKtgJleHRuA2FlbQIxMQABHS_5NVyPQcgc4FwquOLfol0YFUfZ0VQx_1nHBOblguzcQAw3s8byyn4mZA_aem_YuaTtDR6HPf34JmJRLjSfw), υποστήριξα ότι η τέχνη μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύστημα μορφικών σημείων, όπως η ανθρώπινη γλώσσα λειτουργεί ως ένα σύστημα γλωσσικών σημείων. Από τη δεκαετία του 1960, οι σημειωτικές προσεγγίσεις της τέχνης έχουν επηρεάσει σημαντικά τις αφηγήσεις για την τέχνη, προσφέροντας βαθύτερη κατανόηση στο κοινό της τέχνης και στις πολιτισμικές σπουδές.
Η δομή των καλλιτεχνικών κινημάτων: Κάθε καλλιτεχνικό κίνημα μπορεί να γίνει αντιληπτό ως γλώσσα, όπου μια πεπερασμένη ακολουθία μορφικών σημείων δημιουργεί ένα δομημένο οπτικό συντακτικό, παρά την άπειρη ποικιλία πιθανών εικόνων που μπορούν να δημιουργηθούν στο πλαίσιο του κινήματος. Χρησιμοποιώντας υπολογιστικά εργαλεία για την κωδικοποίηση των πολυάριθμων μορφοτύπων μέσα σε κάθε κίνημα, μπορούμε ενδεχομένως να αποκαλύψουμε τις υποκείμενες λογικές δομές που ευθυγραμμίζουν την τέχνη με τα γλωσσικά πλαίσια όπως αναλύονται από τον Umberto Eco, στη Θεωρία Σημειωτικής (A Theory of Semiotics 1976/1994). Τόσο η γλώσσα όσο και η τέχνη χρησιμεύουν για να επιβάλλουν τάξη στο χαοτικό, μετατρέποντας την πρώτη ύλη σε δομημένα συστήματα νοήματος. Αυτό το σύστημα τυποποιημένων μορφών μέσα σε ένα κίνημα μπορεί να γίνει αντιληπτό ως «οπτική γλώσσα», καθιστώντας το ένα συναρπαστικό αντικείμενο για τη διερεύνηση αντικειμενικών κριτηρίων στην «οπτική γραμματική» – ένα θεωρητικό πλαίσιο για την ανάλυση εικόνων με συστηματικό και διεξοδικό τρόπο όπως έδειξε ο Charles Jencks, στο Post-Modernism: The New Classicism in Art and Architecture (1987).
Ωστόσο, ενώ η διερεύνηση των μηχανισμών της οπτικής γραμματικής είναι πολύτιμη, ο στόχος μας δεν πρέπει να περιορίζεται στην απλή διατύπωση διαισθητικών εννοιών που οι καλλιτέχνες μπορεί να αντιλαμβάνονται ενστικτωδώς. Αντίθετα, θα πρέπει να εστιάσουμε στο πώς η περιγραφή της οπτικής σύνταξης μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από το σημασιολογικό περιεχόμενο της οπτικής πρότασης, δηλαδή στη σύνταξη της ίδιας της εικόνας. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει μια πιο αυστηρή ανάλυση των τυπικών πτυχών της τέχνης, αποκομμένη από την υποκειμενική ερμηνεία του νοήματος.
Οπτικές γραμματικές και τοπικά συμφραζόμενα: Η κατανόηση της δομής και της ερμηνείας των εικόνων στο πλαίσιο των καλλιτεχνικών κινημάτων απαιτεί την κατανόηση των μοναδικών «οπτικών γραμματικών» που διέπουν τη σύνθεσή τους. Αυτές οι γραμματικές είναι βαθιά ριζωμένες στα ντόπια πολιτισμικά και χρονικά πλαίσια στα οποία δημιουργήθηκαν οι εικόνες. Ενώ τα διάφορα κινήματα μοιράζονται κοινά στοιχεία, το καθένα διαθέτει επίσης διακριτά χαρακτηριστικά που διαμορφώνονται από συγκεκριμένα ιστορικά και πολιτιστικά υπόβαθρα. Στο πρόσφατο άρθρο μου, «Ένα Κείμενο του Αστέριου Τόρη και μια Ανάλυση» (7 Σεπτεμβρίου 2024), διερεύνησα τη σχέση μεταξύ του «αφηρημένου γαλαξιακού εξπρεσιονισμού» του Αστέριου Τόρη και των έργων των Mark Rothko, Jackson Pollock, Kazimir Malevich, Cy Twombly, τις επεμβάσεις στη γη του Robert Smithson, τις ανθρωπομετρίες του Yves Klein και τα σκισίματα του Lucio Fontana (https://www.periou.gr/giannis-kolokotronis-ena-keimeno-tou-asteriou-tori-kai-mia-analysi/?fbclid=IwY2xjawFK_YdleHRuA2FlbQIxMQABHcz0T334_hjiRhfXbiZ93ISW97LPEheco2mAvLAU6RTARYgC2F4Z_cp1xw_aem_R4ZtbOygrzYH4IPi1J3DFQ). Η ανάλυση αυτή αναδεικνύει την αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών οπτικών γραμματικών και τον τρόπο με τον οποίο αυτές μπορούν να αρχειοθετηθούν, να επανεξεταστούν και να επανερμηνευτούν με την πάροδο του χρόνου.
Ομοίως ο «Atlas» του Gerhard Richter, είναι παράδειγμα για το πώς οι οπτικές γραμματικές μπορούν να αρχειοθετηθούν και να επανεξεταστούν, αναδεικνύοντας μια σύνθετη αλληλεπίδραση προσωπικών και ιστορικών πλαισίων (https://www.gerhard-richter.com/en/art/atlas/album-photos-11581/?p=1&sp=32&pg=1). Αναλύοντας αυτές τις θεμελιώδεις μορφές, θα μπορούσαμε θεωρητικά να δημιουργήσουμε μια βάση δεδομένων για την παραγωγή όλων των πιθανών «οπτικών προτάσεων» μέσα σε κάθε κίνημα, αποκαλύπτοντας τις συνδέσεις και τις επιρροές μεταξύ διαφορετικών καλλιτεχνών και κινημάτων. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση, αν και χρήσιμη, κινδυνεύει να υποβαθμίσει την τέχνη σε μια σειρά αλγορίθμων, προσφέροντας μια «αλγοριθμική» και «μηχανιστική» κατανόηση της τέχνης, που παραβλέπει την ατομική δημιουργικότητα των καλλιτεχνών και τις ευρύτερες κοινωνικό-πολιτισμικές δυνάμεις που διαμορφώνουν το έργο τους.
Τα όρια της σημειωτικής ανάλυσης: Αν και η γλωσσική και σημειωτική προσέγγιση της τέχνης είναι διεισδυτική, είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε ότι η ερμηνεία κάθε οπτικού σημείου ποικίλλει ανάλογα με το χωρικό του πλαίσιο, τη θέση του μέσα στην εικόνα και τον ειδικό του ρόλο στη συνολική σύνθεση. Για παράδειγμα, το βιντεοσκοπημένο έργο της Hito Steyerl «How Not to Be Seen: A Fucking Didactic Educational.MOV File» (2013. MoMA, Νέα Υόρκη), εξερευνά με χιουμοριστική κριτική τον αντίκτυπο της ψηφιακής κουλτούρας στην ορατότητα και την αναπαράσταση. Ο τρόπος με τον οποίο παράγονται και καταναλώνονται οι ψηφιακές εικόνες, τις οποίες αποκαλεί «συμπύκνωση κοινωνικών δυνάμεων» (condensation of social forces), καταδεικνύει πώς τα σύγχρονα συμφραζόμενα μεταβάλλουν την αντίληψη και την ερμηνεία των οπτικών μορφών στην ψηφιακή εποχή (https://www.moma.org/collection/works/181784).
Παρομοίως, μια «εξπρεσιονιστική» μορφή μπορεί να γίνει αντιληπτή με διαφορετικό τρόπο από καλλιτέχνες με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο -Αμερικανούς, Γερμανούς, Ιταλούς, Κινέζους ή Έλληνες- αντανακλώντας διαφορετικές πολιτισμικές ερμηνείες παρόμοιων οπτικών μορφών. Όπως σημείωσε ο Roland Barthes ήδη στο Στοιχεία Σημειολογίας (Elements of Semiology 1964/2014): «Μπορούμε να κατανοήσουμε οποιοδήποτε σύστημα σημείων, ανεξάρτητα από την ουσία και τα όριά τους -εικόνες, χειρονομίες, μουσικούς ήχους, αντικείμενα και πολύπλοκους συνειρμούς όλων αυτών, που αποτελούν το περιεχόμενο της τελετουργίας, της σύμβασης ή της δημόσιας ψυχαγωγίας αν όχι ως γλώσσες, τουλάχιστον ως συστήματα νοηματοδότησης».
Αν και μπορούμε να συζητήσουμε τις γενικές αρχές που διέπουν τη σημειωτική του εξπρεσιονισμού, οι συζητήσεις αυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν πλήρως τις εγγενείς διαφορές στις τοπικές παραλλαγές του κινήματος. Ακόμη και όταν λαμβάνονται υπόψη τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, το σύστημα του εξπρεσιονισμού δεν μπορεί να οριστεί ή να ερμηνευτεί πλήρως μόνο από τα δεδομένα που το δομούν αρχικά. Αντίθετα, τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν μόνο να συσχετιστούν για να καταδείξουν την ποικιλία των οπτικών μορφών που εξελίχθηκαν με την πάροδο του χρόνου, επιτρέποντάς μας να ερμηνεύσουμε την τάση ως κοινωνικό φαινόμενο που διαμορφώθηκε υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες.
Καλλιτεχνικά κινήματα και ιστορική συνέχεια: Από τη δεκαετία του 1960, πολλές σημειολογικές προσεγγίσεις στην τέχνη έχουν παραλληλίσει τις οπτικές και γλωσσικές δομές, αντιμετωπίζοντας την εικόνα ως μορφή κειμένου. Οι μεθοδολογίες αυτές υπήρξαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην ανάλυση του αφηγηματικού χαρακτήρα των μεσαιωνικών εικόνων. Ένα εντυπωσιακό σύγχρονο παράδειγμα επανερμηνείας της ιστορικής οπτικής γραμματικής είναι το έργο της Kara Walker «A Subtlety, or the Marvelous Sugar Baby» (2014). Το συγκεκριμένο έργο επανερμηνεύει τις κλασικές μορφές για να ασκήσει κριτική σε σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα: ένα λευκό υπερμέγεθες γλυπτό που εικονίζει μια γυναίκα με αφρικανικά χαρακτηριστικά σε μορφή σφίγγας αναφέρεται ως φόρος τιμής στους μαύρους εργάτες των ζαχαροκάλαμων παραπέμποντας στην περίοδο του δουλεμπορίου. Το έργο της Walker λειτουργεί ως ένα οδυνηρό σχόλιο για τα μετα-αποικιακά ζητήματα (post-colonization art), τονίζοντας τη σημασία της ιστορικής συνέχειας στις οπτικές γλώσσες.
Ωστόσο, μια από τις πιο συναρπαστικές πτυχές της ιστορίας της τέχνης είναι η ικανότητα ενός καλλιτεχνικού κινήματος να γεννά ένα άλλο. Για παράδειγμα, ο κλασικισμός της αρχαιότητας ενέπνευσε τον αναγεννησιακό κλασικισμό, ο οποίος επηρέασε τον γαλλικό νεοκλασικισμό του 19ου αιώνα. Αυτή η γενεαλογία επεκτείνεται στην αναβίωση του κλασικισμού στα έργα του Picasso και στους μεταφυσικούς πίνακες του Giorgio de Chirico και στην εμφάνιση του μεταμοντέρνου κλασικισμού στη δεκαετία του 1980. Ο Erwin Panofsky, στο Meaning in the Visual Arts (1955) αναφέρθηκε στα τρία επίπεδα νοήματος ενός έργου ή ενός κινήματος: το πρωτογενές, το συμβατικό και το αυτοτελές. Οι ποικίλες σημειωτικές προσεγγίσεις εντός του οπτικού συστήματος του κλασικισμού επιτρέπουν τη διερεύνηση τόσο των ειδικών όσο και των γενικών ερμηνευτικών σχέσεων εντός των μορφοτύπων του κινήματος. Οι σχέσεις αυτές φωτίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο κλασικισμός έχει επανερμηνευτεί και αναπλαισιωθεί σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και πολιτισμικά πλαίσια, αποκαλύπτοντας τη συνέχεια και την εξέλιξη των οπτικών γλωσσών με την πάροδο του χρόνου.
Η εμφάνιση της Πολιτιστικής ανάλυσης: Το 2020, ο Lev Manovich εισήγαγε την έννοια της «πολιτισμικής ανάλυσης» στο Cultural Analytics, διερευνώντας τη διασταύρωση της επιστήμης των δεδομένων, των ψηφιακών μέσων και των πολιτισμικών σπουδών. Αυτή η νέα μεθοδολογία για την ανάλυση πολιτιστικών αντικειμένων μέσω υπολογιστικών τεχνικών εφαρμόζει ποσοτική ανάλυση σε πολιτιστικά δεδομένα μεγάλης κλίμακας, επιτρέποντας στους μελετητές να εξετάσουν μοτίβα, τάσεις και παραλλαγές στον οπτικό πολιτισμό και την κουλτούρα των μέσων ενημέρωσης. Η πολιτισμική ανάλυση, η οποία συνδυάζει την επιστήμη των δεδομένων με τις πολιτισμικές σπουδές, περιλαμβάνει τη χρήση υπολογιστικών εργαλείων για την επεξεργασία και ανάλυση τεράστιων ποσοτήτων πολιτισμικών δεδομένων, όπως εικόνες, βίντεο και περιεχόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Με την εφαρμογή αλγορίθμων, τεχνικών οπτικοποίησης και στατιστικών μεθόδων, η πολιτισμική ανάλυση αποκαλύπτει μοτίβα και τάσεις που μπορεί να μην είναι ορατές μέσω της παραδοσιακής ποιοτικής ανάλυσης.
Αυτό το σύγχρονο πολιτισμικό υλικό -όπως εκατομμύρια φωτογραφίες στο Instagram ή βίντεο στο YouTube- δεν αναδεικνύει μόνο τις κυρίαρχες πολιτιστικές τάσεις, αλλά και την ποικιλομορφία και τη μεταβλητότητα εντός των πολιτισμών. Η ανάλυση των δεδομένων δεν αντικαθιστά τις παραδοσιακές προσεγγίσεις αλλά τις συμπληρώνει, προσφέροντας ένα «υβριδικό εργαλείο» στα χέρια των ιστορικών τέχνης. Μέσω της πολιτισμικής ανάλυσης, μπορεί να εντοπιστεί η παγκόσμια δημοτικότητα ορισμένων οπτικών στιλ και οι παραλλαγές τους.
Η σημειωτική και υπολογιστική ανάλυση της σύγχρονης τέχνης παρέχει ισχυρά εργαλεία για την κατανόηση των πολύπλοκων οπτικών γλωσσών που καθορίζουν τα καλλιτεχνικά κινήματα. Ενώ οι προσεγγίσεις αυτές μπορούν να φωτίσουν τις υποκείμενες δομές της οπτικής σύνταξης, πρέπει να εξισορροπούνται με την συνεκτίμηση των πολιτισμικών και ιστορικών πλαισίων που διαμορφώνουν την καλλιτεχνική έκφραση. Η σύγχρονη τέχνη συνεχίζει να εξελίσσεται, επηρεασμένη από τα ψηφιακά μέσα, τις παγκόσμιες πολιτιστικές ροές και τους μεταβαλλόμενους ρόλους των καλλιτεχνών και των επιμελητών. Ενσωματώνοντας την παραδοσιακή σημειωτική ανάλυση με νέες μεθοδολογίες όπως η «πολιτισμική ανάλυση», καταλήγουμε σε μια διαφοροποιημένη κατανόηση της τέχνης ως ένα δυναμικό σύστημα σημείων. Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας να θυμόμαστε ότι η τέχνη δεν είναι απλώς ένα προϊόν αλγοριθμικών διαδικασιών, αλλά αντανάκλαση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, του πολιτιστικού διαλόγου και της ιστορικής συνέχειας. Όπως σημειώνει ο Manovich, «ο λόγος που δεν κουραζόμαστε να κοιτάμε ατελείωτα πρόσωπα, σώματα και τοπία όταν περιηγούμαστε στο Instagram είναι ότι το καθένα από αυτά είναι μοναδικό» και διερωτάται αν μας ενδιαφέρει να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε το μέλλον του πολιτισμού με μαθηματικά μοντέλα ή να εξηγήσουμε τον πολιτισμό αποκλειστικά μέσω εξωτερικών οικονομικών και κοινωνικών μεταβλητών (2020, 247-251). Η διαρκής πρόκληση είναι να εξισορροπήσουμε αυτά τα αναλυτικά πλαίσια, -ανάμεσα στην αντικειμενικότητα των αλγοριθμικών δεδομένων και την υποκειμενική ερμηνεία- για να δημιουργήσουμε μια νέα αφήγηση της ιστορίας τέχνης και της ευρύτερης πολιτιστικής ιστορίας.
Από τους καλλιτέχνες στους Επιμελητές: Μια από τις τελευταίες αφηγήσεις στη σύγχρονη τέχνη είναι η μετατόπιση από τους καλλιτέχνες στους επιμελητές, όπως αναδεικνύεται από την έννοια της Σχεσιακής Τέχνης (Relational Art) του Nicolas Bourriaud (1996). Οι απόψεις του Bourriaud αναπτύχθηκαν στο βιβλίο του Postproduction: Culture as Screenplay: How Art Reprograms the World (2006) αντανακλούν την ιδέα της τέχνης ως εργαλειοθήκης. Αντί να εμμένει σε μια ενιαία, κυρίαρχη γραμμική παραγωγή, η έννοια αυτή ενσωματώνει ένα πλήθος αφηγήσεων και δυνατοτήτων. Όπως παρατηρεί η Claire Bishop, «Ο Bourriaud προτείνει ότι πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες μπορούν να παρομοιαστούν με προγραμματιστές υπολογιστών ή Djs, με την έννοια ότι αντλούν από προϋπάρχοντα πολιτιστικά προϊόντα και τα αναμειγνύουν για να δημιουργήσουν νέα πολιτιστικά νοήματα» (2007, pp. 49-52). Επιπλέον, ο François Aubart υπογραμμίζει ότι ο πολλαπλασιασμός των εκθέσεων και των εκδόσεων που είναι αφιερωμένες στις εκθέσεις, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο που θα προσδιορίζει με ακρίβεια τις τάσεις στη σύγχρονη τέχνη. Ωστόσο ενώ οι επιμελητικές πρακτικές μπορεί να μοιράζονται ομοιότητες, θα διαφέρουν ως προς τις προσεγγίσεις και τις μεθόδους τους (2020 pp. 171-79). Με αυτόν τον τρόπο, γινόμαστε μάρτυρες μιας αυξανόμενης μετατόπισης της εστίασης από το έργο των καλλιτεχνών στο έργο των σύγχρονων και νεότερων επιμελητών. Αυτοί οι επιμελητές είναι πλέον επιφορτισμένοι με την επινόηση μιας νέας γραμματικής και ενός νέου τρόπου έκφρασης που αναδεικνύει τις επιμελητικές παρά τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες.
Γιάννης Κολοκοτρώνης, Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης, Δ.Π.Θ./Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Βιβλιογραφία
Πολύ καλή ανάλυση του Κ.Κολοκοτρώνη για την γλώσσα της Τέχνης. Επικοδομητική η σχέση των επιμελητών με τους καλλιτέχνες.Σε κάποιες περιπτώσεις ενέχει ίσως μία άγονη χειραγώγηση