Το 1997, είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον James L. Stanfield (1937-2023), γνωστό ως έναν από τους κορυφαίους φωτορεπόρτερ του National Geographic. Η συνεργασία μας διήρκεσε δύο αξιοσημείωτα χρόνια, προσφέροντας μια απαράμιλλη εμπειρία που διαφέρει από τις επισκέψεις σε εργαστήρια καλλιτεχνών. Η συνεργασία αυτή ήταν μέρος ενός προγράμματος που αποσκοπούσε στην προβολή της Ελλάδας ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς καριέρας του στο National Geographic, ο James L. Stanfield, κάλυψε φωτογραφικά εξήντα πρωτότυπα άρθρα και αρκετά βιβλία. (https://www.nationalgeographic.co.uk/photographer/james-l-stanfield) Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις του, το National Geographic τον τίμησε το 1988 με ένα μοναδικό φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο Eye of Beholder, The Photography of James L. Stanfield (https://www.youtube.com/watch?app=desktop&v=A619_Jbav_k). Η ακόλουθη ομιλία μου, που παρουσιάστηκε στο Συνεδριακό Κέντρο του ΟΛΘ στις 19 Οκτώβρη 2000, αποτελεί φόρο τιμής στη μνήμη του Stanfield, που έφυγε μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα και τη νεφρική νόσο στις 13 Οκτώβρη 2023 (https://thephotosociety.org/james-lee-stanfield-1937-2023/), και καταγράφει τα ταξίδια μας στην Ελλάδα με αυτόν τον αξιόλογο, ευγενικό και βαθιά ανθρώπινο φωτογράφο.
James L. Stanfield: Μια περιπετειώδης συνεργασία
3 Ιουλίου 1998: Αποχαιρέτησα τον James Stanfield στο αεροδρόμιο του Ελληνικού χωρίς να γνωρίζουμε αν θα ήταν αυτή, η τελευταία μας συνάντηση. Νομίζω πως μας διακατείχε μεγάλη ικανοποίηση και ταυτόχρονα συγκρατημένος ενθουσιασμός. Ικανοποίηση, γιατί είχαμε φτάσει στο τέλος της αποστολής μας που ισοδυναμούσε με το 70% του αφιερώματος στην αρχαία Ελλάδα. Συγκρατημένος ενθουσιασμός, γιατί το υπόλοιπο 30% δηλαδή η επιλογή των φωτογραφιών, η συγγραφή των κειμένων, η έκδοση του αφιερώματος ήταν τα επόμενα στάδια που όμως ξέφευγαν από τις αρμοδιότητές μας.
Νωρίτερα, ένας μικρός απολογισμός έδειξε πως ο Stanfield δαπάνησε ένα τρίμηνο να προετοιμαστεί, μελετώντας την ανάλογη βιβλιογραφία πάνω στην Ελλάδα, και ένα εξάμηνο να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας, κατά τη διάρκεια του οποίου, χρησιμοποίησε 1.100 films, για να κάνει περίπου 39.000 λήψεις, δηλαδή περίπου 39.000 έγχρωμες φωτογραφίες. Από αυτές, μόλις εξήντα τρεις φωτογραφίες εκδόθηκαν ενάμισι χρόνο αργότερα, στα τρία αφιερώματα του αμερικάνικου περιοδικού National Geographic (Δεκέμβριο 1999, Φεβρουάριο και Μάρτιο 2000) που κάλυψε έκταση 94 τυπωμένων σελίδων.
Το βράδυ της 12ης Αυγούστου 1997 δεχόμουν το πρώτο τηλεφώνημα του Jim στο γραφείο μου και λίγο αργότερα το πρώτο fax που μου έγραφε πως είχε τη διαίσθηση ότι η μεταξύ μας συνεργασία θα πήγαινε καλά και θα ξεπερνούσε κάποιες δυσκολίες που είχε συναντήσει. Αποδείχτηκε πως δεν είχε άδικο! Είχα δύο εβδομάδες να προετοιμάσω το πρώτο μας ταξίδι, όπως και κάθε ταξίδι που ακολούθησε για τον επόμενο χρόνο, που έπρεπε να έχει ολοκληρώσει την αποστολή του. Θα φωτογράφιζε αρχαιότητες (αρχαιολογικούς χώρους και εκθέματα στις προθήκες των μουσείων), έθιμα που ξεκινούν από την αρχαιότητα και επιβιώνουν στις μέρες μας και εξαιρετικά στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής.
Αναφορικά με την φωτογράφηση των αρχαιοτήτων, θα εξασφαλίζαμε τις άδειες από τους αρμόδιους αρχαιολόγους, θα συνεννοούμεθα με τους φύλακες για τις ώρες φωτογράφησης και θα τους ενημερώναμε για τα εξαρτήματα ή τους τρόπους φωτογράφησης. Στη λίστα συμπεριλαμβάνονταν το Μουσείο της Ακρόπολης, το Εθνικό Αρχαιολογικό της Αθήνας, τα Μουσεία του Κεραμικού, της Κορίνθου, των Μυκηνών, του Ναυπλίου, της Επιδαύρου, του Άργους, της Σπάρτης, του Πειραιά της Πύλου, της Ολυμπίας, της Ερέτριας, των Δελφών, της Πέλλας, της Βεργίνας, της Μυκόνου, της Δήλου, της Νάξου, της Θεσσαλονίκης. Ακόμη, έπρεπε να πετάξουμε με ελικόπτερο πάνω από τον Παρθενώνα και να φωτογραφήσουμε το μνημείο σε ύψος 500 μέτρων και πλαγίως επίσης σε απόσταση 500 μέτρων, αφού πρώτα εξασφαλίσουμε τη συγκατάθεση της αρμόδιας στρατιωτικής αρχής.
Όσον αφορά τα έθιμα, έπρεπε να ψάξουμε στους ελαιώνες της Άμφισσας, της Σπάρτης, της Καλαμάτας και, την κατάλληλη εποχή να επιστρέψουμε, ώστε να φωτογραφήσουμε παραδοσιακούς τρόπους περισυλλογής της ελιάς και παραδοσιακά λιοτρίβια. Να φροντίσουμε, επίσης την κατάλληλη εποχή, να επιστρέψουμε για τον τρύγο σε παραδοσιακά πατητήρια που ανακαλύψαμε στα χωριά της Πάρου, στο Μέτσοβο, στα Ζαγοροχώρια. Να μάθουμε λεπτομέρειες, ώστε να μπορέσουμε να φωτογραφήσουμε τη θυσία του ταύρου, ένα αρχαίο έθιμο που ακόμη διατηρείται καλά ριζωμένο στις συνειδήσεις των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής στην Μυτιλήνη Λέσβου. Να ταξιδέψουμε στον Όλυμπο να βρούμε την πηγή της Περσεφόνης στη θέση Βροντού, όπου οι κάτοικοι ακόμη μέχρι σήμερα, κρεμάνε πολύτιμα αντικείμενα στα δέντρα γύρω από την πηγή της Αγίας Κόρης.
Στη σκέψη μου επέστρεφαν οι εικόνες που είχα αποτυπώσει στα χρόνια των αρχαιολογικών σπουδών μου. Αναζητούσαμε να ζωντανέψουμε αυτό που έβλεπε ο ζωγράφος του Αντιμένη, όταν κοντά στο 530 π.Χ., ζωγράφισε στον ερυθρόμορφο αμφορέα το Μάζεμα της Ελιάς, ή την Πώληση του Λαδιού. Αυτό που έβλεπε ο ζωγράφος του Άμαση κοντά στο 540 π.Χ., όταν ζωγράφισε στον ερυθρόμορφο αμφορέα το Διόνυσο και τους Σάτυρους στον Τρύγο. Αυτό που ενέπνευσε τον μαθητή από την ομάδα του Πολύγνωτου κοντά στα 420 π.Χ. να ζωγραφίσει πάνω στον κρατήρα το Θησέα να Συγκρατεί τον Ταύρο υπό το Βλέμμα του Αιγέα και της Μήδειας και τον ζωγράφο της Πενθεσίλειας την ηρωίδα του να οδηγεί τον ταύρο προς τη σφαγή. Αυτό, που παρακίνησε τον ζωγράφο από την ομάδα του Βερολίνου να απεικονίσει στην οινοχόη τον Σάτυρο που Επιτίθεται στο Δέντρο με τις Κρεμαστές Οινοχόες.
Ακόμη, έπρεπε να ταξιδέψουμε στη Θεσσαλία και την Καβάλα να φωτογραφήσουμε τον απόγονο του Βουκεφάλα. Στον Νότη Παπαδόπουλο (Νέα, 29 Ιανουαρίου 2000), ο Stanfield εξηγούσε: «Για να κάνω μια φωτογραφία του Βουκεφάλα, άρχισα δύο μέρες στις τρεισήμισι το πρωί. Μεταφέραμε το άλογο, που σύμφωνα με τις περιγραφές μοιάζει στον Βουκεφάλα, σε ένα λιβάδι κάτω από τον Όλυμπο και το αφήσαμε να τρέξει. Ξαφνικά έσκασε ο ήλιος ρίχνοντας τις πρώτες του ακτίνες πάνω στο βουνό των θεών. Στο καρέ της φωτογραφίας είναι αποτυπωμένο τόσο το άλογο που τρέχει ξέγνοιαστο όσο και το βουνό που αρχίζει να αχνοφαίνεται. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό».
Όμως, η αποστολή μας είχε και άλλα ενδιαφέροντα σημεία που μεγάλωναν την περιπέτεια. Έπρεπε να σκαρφαλώσουμε με τους αναρριχητές στα αρχαία λατομεία της Πεντέλης απ’ όπου οι πρόγονοί μας έκοβαν κύβους τα μάρμαρα, για να τα μεταφέρουν στην Ακρόπολη. Να ταξιδέψουμε στη Σκύρο, όπου η Λατρεία του Διονύσου έχει περάσει ατόφια στην τελετουργία του αποκριάτικου καρναβαλιού. Να μάθουμε κάθε λεπτομέρεια για την προετοιμασία και την εξέλιξη του εθίμου, αφού αν είμαστε απροετοίμαστοι και κάτι μας ξέφευγε, θα έπρεπε να επαναλάβει τη φωτογράφηση ύστερα από ένα χρόνο.
Στην Ολυμπία, φωτογράφισε την τελετή για το άναμμα της φλόγας εν όψει των χειμερινών Ολυμπιακών αγώνων του 1998 στην Οσάκα και τις νεαρές ιέρειες που κάποια από αυτές θα έφερνε κάτι από την ομορφιά της αρχαίας Ελένης. Αναζητήσαμε από τους παλιούς ολυμπιονίκες της ελληνορωμαϊκής το Στέλιο Μηγιάκη και από τους νεότερους ακοντιστές τον Κώστα Κατσιούδη, που ατυχώς έλειπε στο εξωτερικό, συμμετέχοντας σε παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ταξιδέψαμε με αεροπλάνα, νοικιάσαμε ελικόπτερο και αυτοκίνητα, πλεύσαμε στο Αιγαίο, ιππεύσαμε όμορφα άλογα, αναρριχηθήκαμε σε ψηλές κορυφές μέσα στα βαθιά σκοτάδια της νύκτας, για να πετύχουμε την καλύτερη φωτογράφηση με το πρώτο χάραμα. Συρθήκαμε στη σπηλιά της Τρύπης, τον Καιάδα, στον παλιό δρόμο από τη Σπάρτη προς την Καλαμάτα, όπου λέγεται πως οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ελαττωματικά παιδιά και τους αιχμαλώτους πολέμου.
Ζήσαμε τις μάχες ανάμεσα σε μεθυσμένα από αλκοόλ άλογα και αναβάτες, ένα βράδυ πριν τη θυσία του ταύρου, στην Αγία Παρασκευή Μυτιλήνης. Χωθήκαμε ανάμεσα στους μεθυσμένους και εκστατικούς σκυριανούς «γέρους» που, ντυμένοι με τραγοδέρματα, χόρευαν με μανία, φορώντας στη μέση τους τις αρμαθιές από τροκάνια που ζυγίζουν πάνω από πενήντα κιλά. Όταν οι φύλακες των αρχαιολογικών χώρων έδιωχναν το βράδυ τους επισκέπτες, μας άνοιγαν τις πόρτες για να στήσουμε τα εξαρτήματά μας και να φωτογραφήσουμε τις Μυκήνες μέχρι αργά τα ξημερώματα, ή τον κλειστό στους επισκέπτες τάφο των Ανθεμίων στα Λευκάδια. Μιλήσαμε με απλούς αγρότες, με τσοπάνους σε ερημικές τοποθεσίες πάνω σε χιονισμένα βουνά, με σπουδαίους αρχαιολόγους, με πνευματικούς καλόγερους ταγμένους στο πρόσταγμα της θρησκείας και στο ύψιστο χρέος να συντηρούν και να προστατεύουν τα μοναστήρια τους. Συναναστραφήκαμε με ανθρώπους που αγαπούν τον τόπο και την ιστορία τους. Γευτήκαμε το κρασί τους, την καλή φιλοξενία τους. «Οι Έλληνες είναι πολύ περήφανοι για την εθνική τους κληρονομιά», επανέλαβε ο Stanfield στις συνεντεύξεις που έδωσε κατά καιρούς στους δημοσιογράφους.
Ποιος είναι ο Jim Stanfield που μοιραστήκαμε την περιπετειώδη εμπειρία μας; Είναι ένας χαρισματικός άνθρωπος που εξάσκησε πολύ τη σκέψη και τα μάτια του, όταν αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στη φωτογραφία, ώστε να αναλαμβάνει και να διεκπεραιώνει τις πιο περίεργες και δύσκολες αποστολές. Κόπιασε να μπει στα άδυτα του πάπα και είναι ο μοναδικός φωτογράφος που τον απαθανάτισε στις πιο προσωπικές του στιγμές.
Δεν το έβαλε κάτω, όταν έπρεπε να φωτογραφήσει τη λατρεία του αρουραίου στις Φιλιππίνες και να τον γευτεί μαγειρεμένο με φοινικέλαιο και μπόλικο κρεμμύδι με λίγο σκόρδο. Έτρεχε η ιστορία στο αίμα του, όταν ακολούθησε την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Τζένκινς Χαν, του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, του Κολόμβου. Έφτασε στα άκρα τις αντοχές του, όταν έπρεπε να παρακολουθεί για είκοσι δύο συνεχόμενες ώρες την μεταμόσχευση καρδιάς που έκανε ο πολωνός γιατρός Ρελίκα και που είχε μάθει να κάνει μεταμοσχεύσεις, διαβάζοντας τα βιβλία ενός Αμερικανού γιατρού. Στο ενεργητικό του, είχε, επίσης και το πετυχημένο αφιέρωμα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο Stanfield είναι ένας άνθρωπος ήρεμος, συγκεντρωμένος πάντα στο στόχο του, τακτικός, συγκροτημένος, επινοητικός, σταθερός. Δεν ενόχλησε ποτέ τους ανθρώπους που φωτογράφισε και αυτοί, άλλοτε απορροφημένοι στις συζητήσεις μας και άλλοτε χαλαρωμένοι στην επανάληψη της καθημερινής τους ασχολίας του δώσανε τα καλύτερα θέματα. Απαθανάτισε τις εκφράσεις τους, και με το οξυμμένο μάτι του μας έκανε να παρατηρήσουμε πόσο όμοιες είναι με τις εκφράσεις των γλυπτών της αρχαιότητας. Σεβάστηκε τους αρχαίους τόπους που πατήσαμε, τα μνημεία, τα αγγεία, τις ζωφόρους. Όταν τα φωτογράφιζε, φρόντισε να αναδείξει την προσωπικότητά τους, γιατί ποτέ δεν τα αντιμετώπιζε ως άψυχα κατάλοιπα του παρελθόντος αλλά σαν ζωντανές μνήμες ενός ζωντανού αυθόρμητου λαού που ζει στις παραδόσεις του και αγαπά τις μνήμες του. Ο Stanfield ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που κρατά με μεγάλη επιμέλεια σημειώσεις. Τα σημειωματάριά του περιέχουν τοποθεσίες από 120 χώρες του πλανήτη που επισκέφτηκε, εκατοντάδες ανθρώπους που συνάντησε όλα αυτά τα χρόνια, χαρούμενα επεισόδια και θλιβερά. Μα πάνω απ’ όλα, κρατά λεπτομερή λογαριασμό των καθημερινών του εξόδων. Έτσι, δε θα ξεχάσω τα αυθόρμητα γέλια του, όταν κάποτε παρατήρησα πως θα είναι από τους λίγους ανθρώπους στον πλανήτη που θα γνωρίζουμε ακριβώς πόσο «κόστισε» η ζωή του!
Πόσες φορές ξέφυγε από την πορεία του, για να φωτογραφήσει ένα θέμα που μπορεί να τον ενδιέφερε προσωπικά; Μόνον μία, θυμάμαι, γιατί δεν συνέβη άλλη. Στην Μύκονο, όταν αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε γιατί «έγκυρες» πηγές, μας είχαν δώσει λαθεμένες πληροφορίες για μία ξεχωριστή γιορτή τρύγου, ο Stanfield, περπατώντας με το χάραμα στην παραλία, φωτογράφησε ένα γλάρο που μάθαινε στο μικρό του να πετά. Τις τρυφερές στιγμές της προσπάθειας, τις συνέλαβε με το φακό του, αλλά, ποτέ δεν μας τις φανέρωσε. Ίσως, γιατί το ποιητικό μεγαλείο της Φύσης είναι συνυφασμένο με τον άνθρωπο. Ο ίδιος, αυτό το θεωρεί αυτονόητο. Γι’ αυτό, κράτησε τις φωτογραφίες στο προσωπικό του αρχείο. Σε μας όμως, χάρη στο οξυμμένο βλέμμα του, τις τεχνικές ικανότητές του και την ανθρώπινη προσέγγιση των αποστολών που ανελάμβανε, χάρισε μοναδικές στιγμές, ώστε να μπορούμε να αισθανθούμε τη μέθεξη στη γεωγραφία των πολιτισμών του πλανήτη μας και ακόμη περισσότερο στην ανεξάντλητη ιστορία της χώρας μας. Η μεγάλη αρετή των φωτογραφιών του, πέρα από την παρατηρητικότητα σε πρώτο στάδιο, είναι η μαγεία της διάρκειά τους. Όσο και να παλιώνουν θα παραμένουν ένας ισχυρός κρίκος συνέχειας ανάμεσα στο παρελθόν μας και το μέλλον.
Γιάννης Κολοκοτρώνης. Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης, ΔΠΘ / Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Yannis Kolokotronis: James L. Stanfield: A different life experience
In 1997, I was fortunate to work with James L. Stanfield (1937-2023), known as one of National Geographic’s leading photojournalists. Our collaboration lasted a remarkable two years, offering an unparalleled experience that differs from visiting artists’ studios. This collaboration was part of a project aimed at promoting Greece ahead of the 2004 Athens Olympics. During his thirty-year career at National Geographic, James L. Stanfield provided photographic coverage for sixty original articles and several books. (https://www.nationalgeographic.co.uk/photographer/james-l-stanfield) Among his many accolades, National Geographic honored him in 1988 with a unique photographic album entitled Eye of Beholder, The Photography of James L. Stanfield (https://www.youtube.com/watch?app=desktop&v=A619_Jbav_k). My following lecture, presented at the PPA Conference Centre on 19 October 2000, is a tribute to the memory of Stanfield, who passed away after a long battle with lung cancer and kidney disease on 13 October 2023 (https://thephotosociety.org/james-lee-stanfield-1937-2023/), and documents our travels in Greece with this remarkable, kind and deeply human photographer.
James L. Stanfield: an adventurous collaboration
July 3, 1998: I farewelled James Stanfield at Elliniko airport not knowing if this would be our last meeting. I think we were both very pleased and at the same time moderately enthusiastic. Satisfaction, because we had reached the end of our mission, which was equivalent to 70% of the tribute to ancient Greece. Cautious enthusiasm, because the remaining 30%, i.e. the selection of the photographs, the writing of the texts, the publication of the tribute, were the next stages, but they were beyond our remit.
Earlier, a brief account showed that Stanfield spent three months preparing himself, studying the literature on Greece, and six months completing our expedition, during which time he used 1,100 films to make about 39,000 exposures, or about 39,000 colour photographs. Of these, only sixty-three photographs were published a year and a half later, in the three special issues of the American National Geographic magazine (December 1999, February and March 2000), covering a total of 94 printed pages.
On the evening of August 12, 1997, I received the first phone call from Jim at my office and shortly afterwards the first fax saying that he had a feeling that our collaboration would go well and overcome some difficulties he had encountered. It turned out he was not wrong! I had two weeks to prepare for our first trip, as well as each subsequent trip for the following year, which should have completed its mission. He would be photographing antiquities (archaeological sites and exhibits in museum cases), customs that date back to ancient times and survive to the present day, and extraordinary snapshots of everyday life.
Regarding the photography of the antiquities, we would obtain permits from the relevant archaeologists, consult with the guards about the times of photography and inform them about the equipment or ways of photographing. The list included the Acropolis Museum, the National Archaeological Museum of Athens, the Museums of Kerameikos, Corinth, Mycenae, Nafplion, Epidaurus, Argos, Sparta, Piraeus, Pylos, Olympia, Eretria, Delphi, Pella, Vergina, Mykonos, Delos, Naxos, Thessaloniki, Peloponnese, Naxos, Thessaloniki. Furthermore, we had to fly a helicopter over the Parthenon and photograph the monument at a height of 500 metres and laterally also at a distance of 500 metres, after first obtaining the consent of the competent military authority.
As for the customs, we had to search the olive groves of Amfissa, Sparta, Kalamata and, in the right season, return to photograph traditional ways of picking the olives and traditional olive trees. We should also make sure, at the appropriate time, to return to the traditional wine presses we discovered in the villages of Paros, Metsovo and Zagorochoria for the harvest. To learn details so that we can photograph the sacrifice of the bull, an ancient custom still well-rooted in the consciences of the inhabitants of Agia Paraskevi in Mytilene at Lesvos. To travel to Mount Olympus to find the source of Persephone at Vrontou, where the inhabitants still to this day, hang precious objects on the trees around the source of Agia Koris.
My thoughts returned to the images I had captured during my years of archaeological studies at the University of Athens. We were seeking to bring to life what the painter of Antimenes saw when, near 530 BC, he painted on the red amphora the Gathering of the Olive, or the Sale of the Olive Oil. That the painter of Amasis saw near 540 BC, when he painted on the red amphora the Dionysus and the Satyrs at Trygos. That what inspired the student from Polygnotus’ group near 420 BC to paint on the crater Theseus restraining the bull under the gaze of Aegeus and Medea and the painter of Penthesilea his heroine leading the bull to slaughter. This, which motivated the painter from the Berlin group to depict in the oenochoeia Satyr attacking the Tree with the Hanging Oenochoeas.
We also had to travel to Thessaly and Kavala to photograph the descendant of Voukefalas. To Notis Papadopoulos (News, 29 January 2000) Stanfield explained: “To make a photograph of Vukefalas, I set out two days at half past three in the morning. We carried the horse, which according to descriptions looks like Bucephalus, to a meadow below Mount Olympus and let it run. Suddenly the sun broke out, casting its first rays on the mountain of the gods. The shot frame captures both the horse running carefree and the mountain beginning to fade. The effect is striking.”
However, our expedition had other interesting parts that added to the adventure. We had to climb with the climbers to the ancient quarries of Penteli, where our ancestors used to cut marble cubes to transport them to the Acropolis. Travel to Skyros, where the Cult of Dionysus has been passed on to the carnival rituals. To learn every detail about the preparation and development of the custom, since if we were unprepared and missed something, we would have to repeat the photo shoot after a year.
In Olympia, he photographed the lighting ceremony for the 1998 Winter Olympics in Osaka and the young priestesses, some of whom would bring something of the beauty of ancient Helen. We looked for Stelios Miyakis among the old Olympic medalists in Greco-Roman and Kostas Katsioudis among the younger javelin throwers, who was unfortunately away abroad, participating in a world championship. We traveled by airplanes, rented helicopter and cars, sailed in the Aegean Sea, rode beautiful horses, climbed high peaks in the deep darkness of the night, to get the best photo shoot at first light. We dragged ourselves to the cave of Trypi, Caifa, on the old road from Sparta to Kalamata, where it is said that the Spartans used to dump defective children and prisoners of war.
We witnessed the battles between drunken horses and horsemen, one night before the sacrifice of the bull, in Agia Paraskevi, Mytilene at Lesvos Island. We slipped in among the drunken and ecstatic “old men” who, dressed in rough goat skins, danced furiously, wearing trocans weighing over fifty kilos. When the guards of the archaeological sites turned visitors away at night, they would open the doors for us to set up our photographic equipment and photograph Mycenae or the tomb of Flowers in Lefkadia, which was closed to visitors, until late at night. We talked to ordinary farmers, to shepherds in deserted locations in snow-covered mountains, to great archaeologists, to spiritual monks dedicated to the precept of religion and to the supreme duty of preserving and protecting their monasteries. We met with people who love their land and their history. We tasted their wine, their good hospitality. “The Greeks are very proud of their national heritage,” Stanfield reiterated in interviews he gave to journalists from time to time.
Who is Jim Stanfield with whom we shared our adventurous experience? He is a charismatic man who exercised his mind and eyes a lot when he decided to dedicate his life to photography so he could take on and complete the strangest and most challenging assignments. He tried hard to get inside the Pope’s inner sanctum and is the only photographer who captured him in his most intimate moments.
He didn’t give up when he had to photograph the worship of a rat in the Philippines and taste it cooked with palm oil and lots of onion with a little garlic. History ran in his blood when he followed the path of Alexander the Great, Jenkins Khan, Suleiman the Magnificent, Columbus. He reached the limits of his endurance when he had to watch for twenty-two consecutive hours the heart transplant performed by the Polish doctor Reljka, who had learned to perform transplants by reading the books of an American doctor. He also had a successful tribute to the Roman Empire to his credit.
Stanfield is a calm man, always focused on his goal, orderly, composed, resourceful, steady. He never bothered the people he photographed and they, sometimes engrossed in our conversations and sometimes relaxed in the repetition of their daily occupation, gave him the best subjects. He captured their expressions, and with his keen eye made us notice how similar they were to the expressions of the sculptors of antiquity. He respected the ancient places we stepped on, the monuments, the vases, the friezes. When he photographed them, he took care to bring out their personality, because he never treated them as inanimate remnants of the past but as living memories of a living spontaneous people who live in their traditions and cherish their memories. Stanfield belongs to the category of those people who take notes with great diligence. His notebooks contain locations from 120 countries around the world he has visited, hundreds of people he has met over the years, happy episodes, and sad ones. But above all, he keeps a detailed account of his daily expenses. So, I will never forget his spontaneous laughter when I once remarked that he will be one of the few people on the planet who will know exactly how much his life “cost”!
How many times did he go off course to photograph a subject he may have been personally interested in? Only once, I remember, because no others happened. In Mykonos, when we were forced to return because “authoritative” sources had given us incorrect information about a special harvest festival, Stanfield, walking at dawn on the beach, photographed a seagull teaching its youngster to fly. The tender moments of the effort were captured with his camera, but he never revealed them to us. Perhaps because the poetic splendour of Nature is intertwined with man. He takes this for granted. That’s why he kept the photos in his personal archive. But for us, thanks to his keen eye, his technical skills, and his human approach to the missions he undertook, he gave us unique moments, so that we can feel the inebriation in the geography of the cultures of our planet and even more so in the inexhaustible history of our country. The great virtue of his photographs, beyond their observability in the first instance, is the magic of their duration. No matter how old they get they will remain a strong link of continuity between our past and the future.