You are currently viewing Γιάννης Κολοκοτρώνης:  «Ο μεταμοντερνισμός του ζωγράφου Άγγελου»

Γιάννης Κολοκοτρώνης:  «Ο μεταμοντερνισμός του ζωγράφου Άγγελου»

Στα πλαίσια της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, η ζωγραφική του Άγγελου (Φαρκαδόνα Τρικάλων 1943) ήταν αιρετική, όταν εμφανίστηκε πριν πενήντα περίπου χρόνια (γκαλερί Ώρα 1975). Εν μέσω της κυριαρχίας της νέο-εξπρεσιονιστικής, της νέο-αφαιρετικής και της Ποπ ζωγραφικής που διαδέχτηκε τη ψευδό-πατριωτική κιτς αισθητική της δικτατορίας (1967-74), ο Άγγελος παρέμεινε σταθερός στην προσήλωσή του στη συναισθηματική δύναμη της ζωγραφικής επιφάνειας και επέμενε να ζωγραφίζει θέματα που μιλούν απευθείας στις καρδιές των ανθρώπων, θέματα που ξεκλειδώνουν τα ειλικρινέστερα των συναισθημάτων.

Από τότε, μέσα σε πέντε δεκαετίες συνεπούς και αδιάλειπτης παρουσίας, χωρίς να λοξοδρομήσει από τις αρχές και τα πιστεύω του για την ζωγραφική, που συνοψίζεται στις φράσεις του «να ζωγραφίζουμε ό,τι αγαπάμε» και «να κάνουμε μια ζωγραφική ενάντια στο φόβο, την ανασφάλεια, την μοναχικότητα και τη σύγχυση», δούλεψε, σχεδόν εμμονικά, τα όνειρά του και μας έδωσε πρωτότυπες και εμβληματικές εικόνες υψηλής αισθητικής. Εικόνες που εκτείνονται από το θρησκευτικό μυστικισμό και τη γαλήνη του Διαστήματος, εικόνες που αναδεικνύουν την ενεργειακή ιερότητα των γεωγραφικών τόπων, που καθηλώνουν το βλέμμα στην ειδυλλιακή φυσική ομορφιά τους, εικόνες που ανυψώνουν στη σφαίρα της ποίησης τη σωματική γυμνότητα, εικόνες που εξερευνούν την ανθρώπινη αυτογνωσία.

Από τα πρώτα έργα του, υιοθέτησε το σκηνογραφικό ρεαλισμό του Μπαρόκ σε μια σύγχρονη νέο-μπαρόκ εκδοχή, αναδεικνύοντας όχι μόνον την αισθητική γοητεία των αντικειμένων αλλά και τη βαθιά ομορφιά που ενυπάρχει στον άνθρωπο. Και όταν ξέφυγε, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, από το αρχικά ολόμαυρο φόντο των πρώιμων έργων του, εισήλθε στην κοσμική έκσταση μετατρέποντας τον καμβά σ’ έναστρο ουρανό. Σε τέτοιο αιθέριο φόντο εμφανίστηκαν φωτεινότερα τα διάσημα περιστέρια του, τα ιερά τοπία και οι αρχαιολογικοί χώροι μυσταγωγίας, οι πολύχρωμες νεκρές φύσεις με φρούτα και λουλούδια, συμβολίζοντας διαρκείς πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης.

 

Εντάσσοντας τις επτά θεματογραφίες του στο Διάστημα, -περιστέρια, προσωπογραφίες, μυθολογικά και θρησκευτικά θέματα, φιλοσοφικές αλληγορίες, νεκρές φύσεις και τοπία, ο Άγγελος ανύψωσε το καθημερινό στο μεγαλειώδες, ενθαρρύνοντας τους θεατές να αναλογιστούν τη διασύνδεση του Σύμπαντος με την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η ζωγραφική του συντονίζεται με τις αναζητήσεις του Μετα-Μοντερνισμού (Post – Modernism), ενός κινήματος που από τη δεκαετία του 1970, φέρνει στο προσκήνιο της διεθνούς τέχνης, ζωγράφους όπως ο Alberto Abate (γ.1946) και ο Carlo Maria Mariani (γ.1931) στην Ιταλία, ο Tibor Czernus (γ.1927) στην Ουγγαρία, ο Stephen McKenna (γ.1939) στη Βρετανία, οι Anne και Pattrick Poirier (γ.1942) στη Γαλλία μαζί με τους Milet Andrejevic (γ.1925) και David Ligare (γ.1945) στην Αμερική. Αυτοί, αποφεύγοντας τη νοσταλγία μιας περασμένης εποχής, εστίασαν σε μια διανοητική αναζήτηση της τελειότητας και της αρμονίας ως διαχρονικών αρετών. Μέσω της μυθολογίας, του συμβολισμού, της αλληγορίας και των μορφοπλαστικών δανείων από την κλασική αρχαιότητα, την Αναγέννηση και το Μπαρόκ, επαναξιολόγησαν τη θέση της ανθρωπότητας στον κόσμο και το σύγχρονο αισθητικό τοπίο. Το έργο τους στέκεται ως αντίστιξη στη διάχυτη επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης και στον κυνισμό της ορθολογιστικής σκέψης, επιδιώκοντας να επαναφέρουν τη χαμένη κλασική ομορφιά ενός νέου παραδείσου, ως ακρογωνιαίο λίθο των κοινωνικών αισθητικών και ηθικών αξιών.

Από την πλευρά του, ο Άγγελος αγκάλιασε συνειδητά το Απολλώνιο κάλλος έναντι της διονυσιακής φρενίτιδας στην επιλογή του ζωγραφικού του ύφους. Σε αυτή τη συνειδητή επιλογή, έδωσε προτεραιότητα σε μορφολογικά χαρακτηριστικά που δεν εξουδετερώνουν τα συναισθήματα, αντίθετα, τα εξυμνούν. Στόχος του ήταν και παραμένει, να τιμήσει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης, τοποθετώντας τον διανοούμενο άνθρωπο στον πυρήνα της καλλιτεχνικής του αφήγησης. Και αντί να εμβαθύνει στην ανάλυση των νευρώσεων της εποχής ή να απεικονίσει περίτεχνες φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις, ο Άγγελος επέλεξε να δημιουργήσει έργα που απηχούν αγνά και διαχρονικά συναισθήματα. Οι πίνακές του γίνονται συγκοινωνούντα δοχεία αναμνήσεων της παιδικής αθωότητας, της ομορφιάς και της πνευματικότητας. Αιχμαλωτίζουν με την οικειότητα το θεατή, γιατί αποφεύγουν την πολυπλοκότητα υπέρ της σαφήνειας. Προσφέρουν παρηγοριά, ηρεμία και οπτική ευχαρίστηση, απηχώντας αντίστοιχα συναισθήματα που εξέφρασε ο Matisse, φιλοδοξώντας να κάνει μια ζωγραφική πηγή ευχαρίστησης.

Στον Άγγελο, το γυναικείο σώμα, γυμνό ή καλυμμένο με αραχνοΰφαντο διάφανο πέπλο (σειρές Μητρότητα, Γυμνά, Μυθολογικά) εξαίρεται ως σύμβολο φυσικής ομορφιάς, ένα αδιάρρηκτο στοιχείο της φύσης πάνω στο οποίο περιττεύει κάθε κόσμημα, καθώς θα μείωνε το υπεραισθητό κάλλος της μορφής. Κάθε γυναικεία μορφή ή Αφροδίτη σχετίζεται με την Ουράνια Αφροδίτη που ακτινοβολεί φωτεινότητα καθώς προσεγγίζει το θεϊκό κάλλος.

Παρόμοια, και στις μοναδικές νυχτερινές τοπιογραφίες (Εξωκλήσι 2000, Χωριό 2001, Μάνη 2002, Μετέωρα 2004, Δελφοί κ.ά.) οι χώροι ως αυτόφωτοι αποκτούν υπερβατική διάσταση στο φως των αστεριών, σα να δίνουν μάχη με τη βαρύτητα στο κενό του διαστήματος και υποχρεώνουν το βλέμμα να απορροφάται από τον άπειρο χώρο. Μάλιστα στην Έξοδο (1998), μια πρωτότυπη και τολμηρή αλληγορική σύνθεση ενός ελληνικού νεκροταφείου όπου καταλήγει ο άνθρωπος, ακόμη και εκεί, ο Άγγελος δίνει ένα ποιητικό περιεχόμενο που συμφιλιώνει τον άνθρωπο με την ιδέα του θανάτου.

Από τις πιο πνευματικές και πρωτότυπες σε σύλληψη ενότητες είναι τα θρησκευτικά θέματα, εξαιρετικής δυσκολίας και μεγάλης πρόκλησης για το ζωγράφο που θα τολμήσει να έρθει αντιμέτωπος με την χριστιανική εικονογραφία, χωρίς να ακολουθεί τους κανόνες της βυζαντινής αγιογραφίας. Η Παραβολή του Ασώτου (1981), η Σταύρωση (1983), ο Μυστικός Δείπνος (1984), ο Χριστός (1986), ο Άγιος Σεβαστιανός (1981) κ.ά. είναι έργα μιας νέας πραγματικότητας, μιας τολμηρής επέμβασης στο μορφοπλαστικό ιδίωμα της θρησκευτικής τέχνης.

Με σχολαστική προσοχή ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες, ζωγραφίζει τις διάσημες Νεκρές Φύσεις του. Αυτές οι συνθέσεις αποτίουν φόρο τιμής στα άφθονα δώρα που η Φύση χάρισε στην ανθρωπότητα: ανθογραφίες, ρόδια, μήλα, καρπούζια και σταφύλια, ελιές και λάδι των ελληνικών αγρών. Ο Άγγελος ανανεώνει το περιεχόμενο μιας εξίσου δύσκολης θεματογραφίας όσο τα θρησκευτικά θέματα, προσδίδοντάς τους μια νέα προοπτική αποκομμένη από τις γήινες συνδέσεις τους. Το καθαρό περίγραμμα των όγκων, ο σεβασμός στις πλούσιες χρωματικές ιδιομορφίες των φρούτων και των φυλλωμάτων τους ενισχύουν τον εγγενή δυναμισμό της γενναιοδωρίας της φύσης.

Έτσι, πρέπει να δούμε και την ενότητα με τα περιστέρια στο διάστημα, σα μια ζώσα φύση, σαν «σύγχρονες αγιογραφίες» όπως τις αποκαλεί, που αν αρχίσουμε να προσθέτουμε το ένα είδος δίπλα στο άλλο, θα σχηματίσουμε το μαγικό κόσμο του Άγγελου και την προτροπή του για «Επιστροφή στη Φύση – Επιστροφή στις Αιώνιες Αλήθειες». Στην ουσία, η απεικόνιση των περιστεριών στο διάστημα από τον Άγγελο ξεπερνά τα όρια της συμβατικής φυσιολατρικής αναπαράστασης. Λειτουργεί ως απόδειξη της οραματικής προσέγγισής του στην τέχνη, όπου η σύγκλιση της φύσης και της πνευματικότητας αποδίδει βαθιές γνώσεις για την ανθρώπινη κατάσταση.

Στους πίνακες του ζωγράφου Άγγελου διαπιστώνει κανείς μια απόκλιση από τους δραματικούς τόνους και τη θεατρικότητα που συχνά συνδέονται με το φόβο και τον τρόμο. Απουσιάζουν οι ωχρές, αρρωστημένες αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν αφηγήσεις εμποτισμένες με θρησκευτική ή μυθολογική προπαγάνδα. Η τέχνη του διαπνέεται από μια αισιόδοξη φωτεινότητα, που εμποτίζει τα χρώματα με ζωντάνια και ρίχνει το σκοτάδι ως πέπλο έκστασης. Και όπως λέει ο ίδιος:

«…Νιώθω ότι πλησιάζουμε στο ηλιοβασίλεμα του πολιτισμού μας και ότι σε λίγο θα σκοτεινιάσει χωρίς να μπορώ υπεύθυνα να πω πόσο θα κρατήσει αυτή νύχτα. Είμαι όμως σίγουρος ότι μια καινούργια ανατολή, μια καινούργια αναγέννηση θα ξεπροβάλει με φρέσκιες ιδέες και ιδανικά. Ξανά το φως ενός ολόλαμπρου ήλιου θα φωτίσει τις προσδοκίες νέων ανθρώπων, νέων πολιτισμών και η ανθρωπότητα, όπως ένα αθώο παιδί θα μπει σε καινούργιους ρυθμούς. Μέχρι και αυτοί με τη σειρά τους μετά από χρόνια θα φθαρούν, ανανεώνοντας το ραντεβού τους με μια καινούργια αναγέννηση που θα δώσει τη θέση της πάλι σε μια καινούργια παρακμή. Ξανά και ξανά, ατέλειωτες επαναλήψεις, ώσπου όλη αυτή η ορμή της ανθρώπινης ενέργειας θα χαθεί στην απεραντοσύνη αμέτρητων χρονικών διαστάσεων και η μοίρα του ανθρώπου φθαρτή από τη φύση της θα προσδοκά πάντα τη συνύπαρξή της με τους ρυθμούς της αιωνιότητας…»

 

(Άγγελος, «Το τέλος του πολιτισμού και η καυτή ανάσα ενός νέου Μεσαίωνα», Τα Νέα της Τέχνης, Νο 197, 2011).
Γιάννης Κολοκοτρώνης, Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Δυτικής Τέχνης
Δ.Π.Θ./Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

 

 

 

Yannis Kolokotronis:  “The Post – Modernism of the painter Angelos”

 

In the context of contemporary Greek art, the painting of Angelos (Farkadona, Trikala 1943) was heretical when it appeared about fifty years ago (Ora Gallery 1975). Amid the dominance of neo-expressionist, neo-abstractionist and pop painting that succeeded the pseudo-patriotic kitsch aesthetic of the dictatorship (1967-’74), Angelos remained steadfast in his commitment to the emotional power of the painted surface and insisted on painting subjects that spoke directly to people’s hearts, subjects that unlocked the sincerest of emotions.

Since then, in five decades of continuous and uninterrupted presence, without deviating from his principles and beliefs about painting, summarized in his phrases “to paint what we love” and “to make a painting against fear, insecurity, loneliness and confusion”, he worked almost obsessively on his dreams and gave us original and emblematic images of high aesthetics. Images that range from religious mysticism and the serenity of Space, images that highlight the energetic sanctity of geographical places, that captivate the gaze in their idyllic natural beauty, images that elevate physical nakedness to the realm of poetry, images that explore human self-awareness.

From his earliest works, he adopted Baroque scenic realism in a modern neo-Baroque version, highlighting not only the aesthetic charm of objects but also the deep beauty inherent in man. And when he broke away, in the mid-1980s, from the initially all-black background of his early works, he entered cosmic ecstasy by turning the canvas into a starry sky. Against such an ethereal background, his famous doves, sacred landscapes, and archaeological sites of mysticism, colorful still lifes of fruit and flowers, symbolizing enduring aspects of the human condition, appeared more brightly. By embedding his seven themes in Space, -doves, portraits, mythological and religious themes, philosophical allegories, still lifes and landscapes, Angelos elevated the everyday to the sublime, encouraging viewers to contemplate the interconnectedness of the Universe with the essence of human existence.

His painting resonates with the quest for Post-Modernism, a movement that since the 1970s has brought to the forefront of international art, painters such as Alberto Abate (c.1946 ) and Carlo Maria Mariani (b.1931) in Italy, Tibor Czernus (b.1927) in Hungary, Stephen McKenna (b.1939) in Britain, Anne and Pattrick Poirier (b.1942) in France along with Milet Andrejevic (b.1925) and David Ligare (b.1945) in America. They, avoiding nostalgia for a bygone era, focused on an intellectual quest for perfection and harmony as timeless virtues. Through mythology, symbolism, allegory, and morphoplastic borrowings from classical antiquity, the Renaissance, and the Baroque, they reassessed humanity’s place in the world and the contemporary aesthetic landscape. Their work stands as a counter to the pervasive influence of the media and the cynicism of rational thought, seeking to restore the lost classical beauty of a new paradise as a cornerstone of social aesthetic and moral values.

On his part, Angelos consciously embraced Apollonian beauty over Dionysian frenzy in his pictorial style. In this conscious choice, he gave priority to morphological features that do not neutralize emotions, but rather, exalt them. His aim was, and remains, to honor the complexity of the human condition by placing the intellectual man at the core of his artistic narrative. And rather than delve into an analysis of the neuroses of the times or depict elaborate fantasies and daydreams, Angelos chose to create works that echo pure and timeless emotions. His paintings become communicating vessels of memories of childhood innocence, beauty, and spirituality. They capture the viewer with intimacy because they eschew complexity in favor of clarity. They offer comfort, tranquility, and visual pleasure, echoing similar sentiments expressed by Matisse, aspiring to make a painting a source of pleasure.

In Angelos, the female body, naked or covered with a gossamer transparent veil (Maternity, Nudes, Mythological series) is exalted as a symbol of natural beauty, an unbreakable element of nature on which any jewellery is superfluous as it would diminish the super sensuous beauty of the form. Every female form or Venus is associated with the Heavenly Venus who radiates luminosity as she approaches divine beauty.

Similarly, in the unique night landscape paintings (Exoklissi 2000, Village 2001, Mani 2002, Meteora 2004, “Delphi”, etc.), the spaces as self-light acquire a transcendental dimension in the starlight, as if they were fighting gravity in the void of space and force the gaze to be absorbed by infinite space. Indeed, in Exodus (1998), an original and bold allegorical composition of a Greek cemetery where man ends up, even there, Angelos gives a poetic content that reconciles man with the idea of death.

One of the most spiritual and original in conception are the religious themes, which are extremely difficult and challenging for the painter who dares to confront Christian iconography without following the rules of Byzantine iconography. The Parable of the Prodigal (1981), the Crucifixion (1983), the Last Supper (1984), Christ (1986), St. Sebastian (1981), etc. are works of a new reality, a bold intervention in the morphoplastic idiom of religious art.

With meticulous attention to even the smallest details, he paints his famous Still Life paintings. These compositions pay homage to the abundant gifts that Nature has given to humanity: florals, pomegranates, apples, watermelons and grapes, olives, and olive oil from Greek fields. Angelos renews the content of a subject matter as difficult as religious themes, giving them a new perspective detached from their earthly connections. The clear contours of the volumes, the respect for the rich chromatic peculiarities of the fruits and their foliage reinforce the inherent dynamism of nature’s bounty.

Thus, we must also see the section on doves in space as a living nature, as “modern hagiographies” as he calls them, which if we begin to add one species next to another, we will build up the magical world of Angelos and his exhortation to “Return to Nature – Return to Eternal Truths”. In essence, Angelos’ depiction of doves in space goes beyond the boundaries of conventional naturalistic representation. It serves as evidence of his visionary approach to art, where the convergence of nature and spirituality yields profound insights into the human condition.

In Angelos’ paintings, one notices a departure from the dramatic tones and theatricality often associated with fear and terror. Absent are the pale, sickly tones that characterize narratives steeped in religious or mythological propaganda. His art is imbued with an optimistic brightness that imbues colors with vibrancy and casts darkness as a veil of ecstasy. And as he says:

“…I feel that we are approaching the sunset of our civilization and that it will soon be dark, but I cannot responsibly say how long this night will last. But I am sure that a new sunrise, a new rebirth will emerge with fresh ideas and ideals. Again, the light of a full sun will illuminate the aspirations of new people, new civilizations and humanity, like an innocent child, will enter into a new rhythm. Even they in their turn after years will die, renewing their appointment with a new rebirth that will again give way to a new decline. Again and again, endless repetitions, until all this momentum of human energy will be lost in the vastness of countless time dimensions and the fate of man, perishable by nature, will always look forward to its coexistence with the rhythms of eternity…”

(Angelos, “The end of civilization and the hot breath of a new middle age”, The News of Art, No. 197, 2011).
Yannis Kolokotronis, Professor of History and Theory of Western Art
Democritus University of Thrace, School of Architecture Engineering

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.