Ο Αχιλλέας Δρούγκας, γεννημένος στον Πειραιά το 1940, θεωρείται κορυφαίος στο χώρο της μεταμοντέρνας αισθητικής ζωγραφικής στην Ελλάδα. Αυτό το διαπιστώσαμε με δύο σημαντικές εκθέσεις αναδρομικού χαρακτήρα, αρχικά στην Πινακοθήκη Πιερίδη το 1994, όπου είχα την τύχη να επιμεληθώ την έκθεσή του, και στη συνέχεια σε μια πιο συμπληρωματική παρουσίαση, με 140 έργα, στην Εθνική Πινακοθήκη το 2009. Οι εκθέσεις αυτές προσέφεραν μια διευρυμένη ματιά στο εκτεταμένο έργο του, για την περίοδο 1967-2009 που καλύπτει τόσο τη χαρακτική όσο και τη ζωγραφική, και υπογράμμισαν την αταλάντευτη αφοσίωσή του στην απεικόνιση της ομορφιάς με σχολαστική ακρίβεια.
Η τέχνη του Αχιλλέα Δρούγκα είναι αντισυμβατική, σημειωτική, εννοιολογική, συμβολική, αλληγορική και μεταφορική. Οι τίτλοι των έργων του είναι πρωτότυποι, χιουμοριστικοί, αλληγορικοί και στωικά φιλοσοφικοί. Ας προσθέσουμε και το γεγονός ότι είναι ο πρώτος Έλληνας ζωγράφος που ξέφυγε από τα παραδοσιακά σχήματα του τελάρου και ζωγραφίζει από τη δεκαετία του 1980 πάνω σε πολυσχηματικούς πίνακες και ότι χειρίζεται επιδέξια τα κομμένα πλαίσια των έργων του για να ενισχύσει την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο ζωγραφικό και το πραγματικό. Ακόμη, είναι αυτός που δεν δίστασε να κολλήσει στην επιφάνεια του πίνακα αληθινά φτερά παγωνιού να κρέμονται από τον πίνακα και μετέτρεψε την κορνίζα πίνακα σε σώμα φιδιού ως προέκταση της ψευδαίσθησης.
Σε μια εποχή, όπου το κιτς αποκτούσε απρόσμενες διαστάσεις στον κόσμο της τέχνης και αυτονομούνταν σαν ειδική κατηγορία, ο Αχιλλέας Δρούγκας διακινδύνευσε να παρεξηγηθεί ακολουθώντας το δρόμο της υψηλής αισθητικής ζωγραφικής ποιότητας και η επιλογή των θεμάτων του να φανεί ανάλαφρη και διακοσμητική. Παρ’ όλα αυτά, απελευθερωμένος από πολλές μικροαστικές προκαταλήψεις αισθητικής και νοοτροπίας στη μεταπολεμική Ελλάδα, ακολούθησε τις επιθυμίες του και γοήτευσε το κοινό με την εμμονή του στη λεπτομέρεια, την επινοητικότητά του, την αξεπέραστη τεχνική δεξιοτεχνία του, την ευφάνταστη θεματογραφία του, την ακάματη εργατικότητά του.
Από την αρχή, το έργο του Αχιλλέα Δρούγκα ξεχώρισε ως η επιτομή της πρωτοτυπίας, συνδυάζοντας πολλαπλές αισθητηριακές εμπειρίες και απελευθερώνοντας τη δύναμη της φαντασίας στα πλαίσια του ελληνικού και διεθνούς μεταμοντερνισμού. Εξαντλώντας τις δυνατότητες του ακραίου ρεαλισμού, μέχρι σήμερα, συνεχίζει να δημιουργεί δυναμικές εικόνες που εμπλέκουν τον θεατή στον κόσμο του, όπου το χρώμα, η σύνθεση, η φόρμα, η ψευδαίσθηση και η ενσωμάτωση αληθινών στοιχείων θολώνουν τα όρια της ζωγραφικής με την πραγματικότητα και συνυπάρχουν σε απόλυτη αρμονία.
Κάθε πίνακας του Αχιλλέα Δρούγκα είναι ένα μνημείο αισθητικής που διεισδύει στην καθημερινότητά μας με χιούμορ, ειρωνεία, παιχνιδιάρικη διάθεση και κατασταλαγμένη φιλοσοφική άποψη για να δώσει νέο περιεχόμενο στα αντικείμενα και να αντιληφθούμε τις λεπτές αποχρώσεις της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο ίδιος, αντλώντας έμπνευση από την αισθητική της κλασικής αρχαιότητας, επαναπροσδιορίζει τα πρότυπά μας, για να ανακαλύψουμε εκ νέου με σύγχρονη ματιά τις λεπτές διαβαθμίσεις των εννοιών της κλίμακας, της αρμονίας, της συμμετρίας, της τάξης, της σκηνικής παρουσίας, της τολμηρότητας του χρώματος, που συχνά παραβλέπονται μέσα στην κυριαρχία ξένων προτύπων ή βυζαντινό-λαϊκών προσανατολισμών στη σύγχρονη ελληνική τέχνη.
Η καλλιτεχνική διαδρομή του Αχιλλέα Δρούγκα ξεκινά από τη φωτορεαλιστική ζωγραφική του αποκαλούμενου Hyperrealism στις αρχές της δεκαετίας του 1970, που εστίαζε στην αναβίωση ενός ιδιαίτερα υψηλής πιστότητας ρεαλισμού, που ήταν διαδεδομένος τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Ο ίδιος είχε άμεση εμπειρία, όταν μετά τις σπουδές χαρακτικής και σκηνογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών (1958-1965) βρέθηκε με Κρατική Υποτροφία στο Λονδίνο (1970-1973), όπου σπούδασε την τεχνική της λιθογραφίας στο φημισμένο Slade School of Fine Arts στο εργαστήρι του Anthony Gross (1905-1984) και Bartolomeu Dos Santos (1931-2008). Ας σημειωθεί ότι, από το ίδρυμα αυτό αποφοίτησαν οι δύο κορυφαίοι εκπρόσωποι της βρετανικής Ποπ Αρτ, ο Eduardo Paolozzi (1944-1947) και ο Richard Hamilton (1948-1951).
Από το 1967 έως το 1976, ο Δρούγκας συμμετείχε ενεργά σε σημαντικές διεθνείς εκθέσεις χαρακτικής και βίωσε από πρώτο χέρι τον πυρετώδη ενθουσιασμό που διακατείχε τους αγγλοσάξονες hyperrealist ζωγράφους (Chuck Close, Richard Estes), κατά την περίοδο αυτή. Τότε ήταν που δημιούργησε τις πρωτότυπες σειρές χαρακτικών του, ιδίως το Φόρος Τιμής στον Caravaggio (1972), που αναγνωρίζεται ως ο πρώτος του φόρος τιμής στην Αναγέννηση, το Σύκο, Κυδώνι, Μήλο, Αχλάδι (1972) και το Πόλις υπό Πολιορκία, που συν-εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Alecto και Tate Gallery, και τον Αντίχειρα (1972) για λογαριασμό της Christie’s Contemporary Art. Τα χαρακτικά αυτά, αποκάλυψαν γρήγορα την έμφυτη ικανότητα του Αχιλλέα Δρούγκα να συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής και να ευθυγραμμίζεται με τις εξελισσόμενες τάσεις, αναπτύσσοντας μια οξεία και διορατική οπτική για την ουσία των κοινωνικών μεταβολών, η οποία βρήκε αμέσως απήχηση στο διεθνές κοινό.
Ήταν σ’ αυτή τη συγκυρία, που οι ιδιότυπες λιθογραφικές συνθέσεις του, ιδίως ο Αντίχειρας που κοσμείται με έναν πλαστικοποιημένο καθρέπτη αντί για νύχι, βρήκαν το δρόμο τους σε διάσημα μουσεία του δυτικού κόσμου, όπως το Μουσείο Μοντέρνας τέχνης (MoMA) στη Νέα Υόρκη, το Victoria and Albert Museum στο Λονδίνο, το Εθνικό Μουσείο της Ουαλίας (National Museum of Wales), η Bibliotèque Nationale στο Παρίσι, καθώς και σε αξιόλογες ιδιωτικές συλλογές, εδραιώνοντας το κύρος του Αχιλλέα Δρούγκα στη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή.
Η απόφαση του να επιστρέψει στην Ελλάδα, σηματοδότησε μια κρίσιμη καμπή στην καριέρα του, υποκινώντας μια βαθιά στροφή προς τη ζωγραφική που έγινε το 1974 και επηρέασε σημαντικά την προσωπική του καλλιτεχνική έρευνα. Το 1978, ο Δρούγκας παρουσίασε τους πρώτους ζωγραφικούς πίνακες στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, σηματοδοτώντας τη γένεση μιας μεταμορφωτικής περιόδου στην καλλιτεχνική του πορεία. Ανάμεσα σ’ αυτά τα πρωτοποριακά έργα, ήταν η Ιωνική Κολώνα (1978), ένας στενόμακρος κάθετος πίνακας τριών μέτρων, εμβληματικός του στοχασμού του πάνω στη διασταύρωση της σύγχρονης θεματογραφίας και της ιστορικής εμβάθυνσης. Το συγκεκριμένο έργο λειτούργησε ως προάγγελος των μετέπειτα θεματικών αναζητήσεών του, συνυφασμένων περίπλοκα με το βαθύ σεβασμό και θαυμασμό του για την αισθητική της κλασικής αρχαιότητας.
Αντί να υποκύψει στην επιφανειακή γοητεία της βρετανικής και της αμερικανικής Pop Art και την εντυπωσιακή φωτογραφική Υπέρ-ρεαλιστική ζωγραφική (Hyperrealism), ο Αχιλλέας Δρούγκας ξεκίνησε μια πνευματική οδύσσεια στη σημειολογία των συμβόλων της εποχής και την αλληγορία των μύθων της, αποφεύγοντας τόσο την ελαφρότητα της ποπ κουλτούρας όσο και την στυγνή φωτογραφική ζωγραφική του Hyperrealism. Αντίθετα, έδωσε στην τέχνη του μια πολύπλευρη σύγχρονη προσέγγιση όπου, τα τοπία του ανακαλούν τον ειδυλλιακό ρομαντισμό και τον απεριόριστο θαυμασμό για το μεγαλείο της Φύσης (Ηλιοβασίλεμα 1976, Βουκολικό 1984, Τεμπέλικο Απόγευμα 1984). Οι νέο-κλασικές φρουτιέρες του εξυμνούν τα δώρα της και εμπλουτίζουν τη σύγχρονη θεματογραφία της Νεκρής Φύσης (Ηλιακό Ρολόι 1989, Αυγά Στρουθοκαμήλου 2022, Κρυμμένη Ομορφιά 2024). Οι κεραυνοί του απελευθερώνουν τη ζωώδη δύναμη των αλόγων (Θύελλα 1987) και φωτίζουν τη μυστηριώδη φύση του ανθρώπου (Μετεωρολόγος 2009). Οι σπάνιες προσωπογραφίες του καθίστανται σύγχρονα ψυχογραφήματα (Οικογενειακή Προσωπογραφία 1992). Οι εσωτερικοί του χώροι μεταμορφώνονται σε μινιμαλιστικά και εννοιολογικά θεατρικά σκηνικά αρχαίων μύθων (Η Εκλογή του Πάριδος 1989, Σε Αναζήτηση του Διονύσου 1989, Ενδυμίων 1989) και οι διακοσμητικοί τρισδιάστατοι κίονές του ενσωματώθηκαν στην εσωτερική αρχιτεκτονική πολλών σύγχρονων κατοικιών.
Στο τεράστιο φάσμα της ζωγραφικής του επινοητικότητας, ο Αχιλλέας Δρούγκας αξιοποίησε επιδέξια τη διαχρονική απήχηση των μυθολογικών αρχέτυπων, δείχνοντας στους θεατές πως θα μπορούσαν να επανεξετάσουν τις αφηγήσεις της παράδοσης μέσα από ένα σύγχρονο φακό. Και το κατάφερε, συνδέοντας αβίαστα αρχαία θέματα με ανθρώπινες ευαισθησίες σ’ ένα πλαίσιο που συντονίζεται με το παρόν.
Ο Αχιλλέας Δρούγκας είναι ένας ζωγράφος που όχι μόνο σέβεται αλλά και επεκτείνει τα κλασικά ιδανικά ομορφιάς και αρμονίας, εμπλουτίζοντάς τα με τη δική του μοναδική, επινοητική και πρωτότυπη οπτική. Τα καλλίγραμμα θηλυκά κορμιά και οι καλοβαλμένες ανδρικές μορφές -μακριά απέχουν από τους υπερβολικά μυώδεις ήρωες του Χόλυγουντ, είναι οι προσωπικές του αλληγορικές ερμηνείες θεών (Διόνυσος, Δίας, Αθηνά, Αφροδίτη) και βασιλιάδων (Ενδυμίων, Πάρις) της ελληνικής μυθολογίας. Η συμβιωτική σχέση μεταξύ αντικειμένων, φρούτων, πανθήρων, ερπετών και εξωτικών πτηνών είναι η απόδειξη της επιδέξιας ικανότητας του να δημιουργεί ένα πλούσιο συνεκτικό αφήγημα αισθητικής κομψότητας. Οι τολμηρές αντιπαραθέσεις ιστορικών μνημείων (Ακρόπολη, Στήλες Ολυμπίου Διός, Ναός Ποσειδώνα στο Σούνιο) με τη σύγχρονη αστική αισθητική και οι νεορομαντικές εκδοχές του φυσικού τοπίου υπογραμμίζουν περαιτέρω την πρωτοτυπία του και την ανανεωτική ματιά του.
Τα έργα του διαθέτουν διαχρονική ποιότητα, ανακαλώντας μια συνέχεια εξιδανίκευσης που ανατρέχει στα ευγενή γλυπτά της κλασικής αρχαιότητας, διατρέχει τα νεοκλασικά αριστουργήματα του Jacques-Louis David και συντονίζεται με τις εξιδανικευμένες απεικονίσεις των εικόνων των μέσων ενημέρωσης.
Από ιδιοσυγκρασία, αγαπά το μέτρο και την τάξη, την ομορφιά και την λογική, τη συμμετρία και την ηρεμία. Μεταφέροντας αυτές τις αρχές στη ζωγραφική επιφάνεια, ανακαλύπτει μια απήχηση μεταξύ των αρετών που εξυμνούνται στην αρχαία ελληνική γλυπτική και των επανερμηνειών της αρχαιότητας που συναντάμε στον γαλλικό νεοκλασικισμό. Ειδικότερα, στο διάσημο αριστούργημα του Jacques-Louis David Madame Récamier (1800, Λάδι σε μουσαμά, 174 x 244 εκ. Λούβρο), όπου η ωραιότερη γυναίκα της εποχής του Ναπολέοντα αναπαύεται σε ένα αρχαίο ανάκλιντρο, ο Δρούγκας αναγνωρίζει τη δύναμη των μνημείων να γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ των ιστορικών εποχών. Ωστόσο, αναγνωρίζει επίσης την ικανότητα του σύγχρονου καλλιτέχνη να διαμορφώνει νέα ερμηνευτικά πλαίσια, επιτρέποντας στο κοινό να διασχίσει το γραμμικό χρόνο και να εμπλακεί με τη σημειολογία της εποχής του. Γιατί στην παραλλαγή που ζωγράφισε με τίτλο Η Χαμένη Récamier (1985), ο Δρούγκας αφαιρεί το περίτεχνο σκηνικό και την ανθρώπινη μορφή που υπάρχει στο αριστούργημα του David, αφήνοντας πίσω του μόνο μια λιτή σύνθεση: ένα λευκό σεντόνι, μια κόκκινη κορδέλα και τα ακουστικά ενός γουόκμαν πάνω στο ανάκλιντρο, δύο κόκκινες γόβες στο πάτωμα και τον πίνακα του David να κοσμεί τον τοίχο με την παρεμβολή μιας γλάστρας με καταπράσινη φτέρη. Σ’ αυτή την εννοιολογική επανεκτέλεση, ο Δρούγκας διαπραγματεύεται την ουσία της απουσίας και της απώλειας και τη συμβολική σημασία κάθε απομείναντος στοιχείου. Ο κενός χώρος που αφήνει η απούσα μορφή της Madame Récamier προκαλεί εξίσου την απορία όσο και την ερμηνευτική αβεβαιότητα στο θεατή.
Ο προβληματισμός για το εγγύς και μακρινό παρελθόν επιτρέπουν μέχρι σήμερα στον Αχιλλέα Δρούγκα να επινοεί καινοτόμες προσεγγίσεις που λειτουργούν σαν καταλύτης στον αναστοχασμό της διαρκώς εξελισσόμενης σχέσης ανάμεσα στην τέχνη, την ιστορία και τη σύγχρονη συνείδηση.
Με αφετηρία αυτή τη σημειωτική οπτική προσέγγιση των στοιχείων της εικόνας, ο Δρούγκας δημιούργησε συνθέσεις που δεν είναι μόνο οπτικά συναρπαστικές αλλά και βαθιά διεισδυτικές, επιδεικνύοντας μια ξεχωριστή ευαισθησία απέναντι στον άνθρωπο και τα πρότυπά του. Όταν ζωγραφίζει φίδια, πάνθηρες και κύκνους, συχνά συνυφασμένα με θέματα μυθολογικής λαγνείας, ερωτισμού, έκστασης και προπατορικού αμαρτήματος, ο Δρούγκας εξερευνά μεταφορικά την ανθρώπινη κατάσταση και τις κοινωνικές δομές που διαμορφώνουν την επιδίωξη της ευτυχίας. Αυτές οι συνθέσεις είναι κωδικοποιημένες σημειωτικές αντανακλάσεις οικείων μύθων στις οποίες ο θεατής καλείται να αποκρυπτογραφήσει τα διαφορετικά νοηματικά επίπεδα κάθε ζωγραφιάς. Παρομοίως, όταν ένας κεραυνός σκίζει τον ουρανό, ενώ τα άλογα τρέχουν στο προσκήνιο προς το θεατή, μπορεί να ερμηνευτεί μόνον ως εκδήλωση του διαρκούς πανικού που προκαλεί η απουσία λογικής, το ά-λογο.
Το 2009, ζωγράφισε ένα εμβληματικό έργο τον Μετεωρολόγο, μια συναρπαστική αυτοπροσωπογραφία του μέσα στο σκοτάδι, που σηματοδοτεί για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, το τέλος μιας εποχής και την έναρξη μιας άλλης. Στο έργο, τέσσερα φωτεινά σημεία που παραπέμπουν σε στοιχεία μιας μυθολογικής πραγματικότητας, διαπερνούν τα σκοτάδια του υποσυνείδητου: ένας κεραυνός που αντικαθιστά τη συμβατική φαλλική γραβάτα, ένα ηλιόλουστο μαντήλι που συμβολίζει την ανθρώπινη σύνδεση, σταγόνες βροχής που πέφτουν από το γκρίζο σύννεφο προϊδεάζοντας για τις επερχόμενες δυσκολίες που ελλοχεύουν πάνω από την Ελλάδα κατά την περίοδο των Μνημονίων και μια ημισέληνος, που λειτουργεί ως πύλη προς το υποσυνείδητο. Αυτοί οι τολμηρά κωδικοποιημένοι οπτικοί συνειρμοί, που ανατρέπουν την μέχρι τότε οικεία θεματογραφία του Αχιλλέα Δρούγκα, δείχνουν μια τολμηρή απόκλιση από τα προηγούμενα έργα του.
Στην ατομική έκθεση που ακολούθησε με τίτλο Η Τρίτη Διάσταση (Εικαστικός Κύκλος 2013), ο Αχιλλέας Δρούγκας με την ίδια ζωγραφική διαύγεια, εστίασε στον ψυχολογικό ρεαλισμό, χρησιμοποιώντας έννοιες όπως ασυμμετρία, σκίσιμο, πακετάρισμα και διπλή εικόνα, τηρώντας παράλληλα τους κανόνες της ψευδαίσθησης. Για παράδειγμα στην 3d Γυρτή Ανθογραφία, το κοινό ήρθε αντιμέτωπο με το ερώτημα, πόσες ψευδαισθήσεις αντικειμένων και χώρου μπορούν να δημιουργηθούν σε μια δισδιάστατη επιφάνεια απλά και μόνο με τη διατάραξη του κατακόρυφου άξονα; Η πρόκληση επίσης, που αντιμετωπίζει ο θεατής να συνδυάσει αυτό που το μάτι αντιλαμβάνεται ως στραβό με τη φυσική τάση του χεριού να ισιώνει, ή μια καρτ ποστάλ με σκισμένο ουρανό, εικόνες εμπλουτισμένες με ποιητικό βάθος, δεν ήταν απλώς σαγηνευτικές ασκήσεις οπτικής δεξιοτεχνικής του Δρούγκα αλλά συνειρμικές αντιδράσεις στις προκλήσεις της καθημερινής ζωής κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Ήταν ακόμη, μια μεταμορφωτική εμπειρία να αποβάλει την παλιά του ταυτότητα και να διαμορφώσει μια νέα θεματική αφήγηση, μεταλλάσσοντας τις εικόνες σε σύμβολα και έννοιες που αντανακλούν ψυχολογικές και εννοιολογικές αλλαγές της πρόσφατης πολιτικής περιόδου. Ίσως, μια αναζήτηση για την αποκατάσταση της ισορροπίας εν μέσω αναταραχής!
Σήμερα, η διαδρομή του Αχιλλέα Δρούγκα, η οποία ξεκίνησε πριν από μισό αιώνα από τον εννοιολογικό τεχνολογικό ρεαλισμό και αφού έχει διανύσει μια μακρά πορεία προς τον σχολαστικό, τον ψυχολογικό και τον αλληγορικά ποιητικό ρεαλισμό φαίνεται να έχει παγιωθεί σ’ ένα ζωγραφικό ύφος που απομακρύνεται από την ευφάνταστη αφηγηματική αναπαράσταση, εμμένοντας στην μινιμαλιστική και εννοιολογική ουσία της ψευδαίσθησης σαν καταστάλαγμα των εμπειριών της ζωής. Και η αλήθεια είναι, ότι όταν τιτλοφορεί τα έργα της τελευταίας τριετίας με τίτλους όπως Προσοχή στα Τριαντάφυλλα, Συμμετοχική Δημιουργία, Pendulum, Φάρμα Στρουθοκαμήλων, Οι Τρεις Τελευταίες Σταγόνες της Βροχής ο Αχιλλέας Δρούγκας μας προετοιμάζει για μια νέα ζωγραφική δελεαστικών προκλήσεων και απροσδόκητων εκπλήξεων.