Ο Πασχάλης Αγγελίδης (Αλεξανδρούπολη 1955) είναι ο ζωγράφος της ψυχολογικής σκηνογραφίας. Στα έργα του εξερευνά θέματα που σχετίζονται με την ταυτότητα και τη μνήμη, χρησιμοποιώντας τεχνικές που περιλαμβάνουν τη διαστρωμάτωση και την αποκάλυψη κρυμμένων νοημάτων. Κάθε πίνακας και μια σκηνή όπου τα αρχαία αντικείμενα και η σύγχρονη συνείδηση συγκλίνουν, θολώνοντας τα όρια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, πραγματικότητας και φαντασίας. Για το λόγο αυτό, η ζωγραφική του δεν είναι απλές αναπαραστάσεις του αρχαίου πολιτισμού ή αρχαιοπρεπίζουσες σκηνές, αλλά περίπλοκα εννοιολογικά παλίμψηστα μεταμόρφωσης και συγκάλυψης, αλληγορίας και μεταφοράς.
Μεταξύ 1973 έως το 1977, ο Αγγελίδης σπούδασε τη διακόσμηση και το ελεύθερο σχέδιο υπό την καθοδήγηση του Κώστα Λούστα (1933-2014) και υπήρξε βοηθός στο εργαστήρι του ζωγράφου και χαράκτη Δημήτρη Σκρέτα στη Θεσσαλονίκη. Υπό τον Λούστα, ο οποίος είχε υπάρξει μαθητής του Γιάννη Μόραλη στην ΑΣΚΤ (1953-58) και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από μια δεκαετή παραμονή στη Νέα Υόρκη (1962-72), ο Αγγελίδης αφομοίωσε τις επικρατούσες διεθνείς τάσεις της ζωγραφικής της εποχής, που ήταν στραμμένες στην αφαίρεση, στην νέο-παραστατική ζωγραφική και στο νέο-εξπρεσιονισμό.
Έτσι, από το 1978, ο Πασχάλης Αγγελίδης εμφανίστηκε ως ζωγράφος της αφηρημένης τέχνης, εκθέτοντας πίνακες αφηρημένης ζωγραφικής σε εκθέσεις όπως η Πανελλήνια Έκθεση του 1987. Παράλληλα καθ’ όλη τη δεκαετία του 1980, εισχώρησε στο χώρο του θεάτρου, εξελίσσοντας τις δεξιότητές του στη σκηνογραφία δίπλα σε εξέχοντες σκηνογράφους όπως ο αείμνηστος Φαίδωνας Πατρικαλάκις (1935-2017) και ο Νίκος Στεφάνου (1933). Ας σημειωθεί ότι Στεφάνου, Βασίλης Σπεράντζας και Αλέκος Φασιανός, διατηρούσαν το περίφημο Ατελιέ της Καλλιθέας ως τοπόσημο ζωγραφικής πρωτοπορίας στη δεκαετία του 1970. Επίσης με τους σκηνογράφους Γιώργο Ζιάκα, Τάσο Ζωγράφο (1926-2011), Καλλιόπη Κοπανίτσα και Ανδρέα Σαραντόπουλο. Η εμπειρία του στη σκηνογραφία συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται την ίδια περίοδο, από τις συνεργασίες του με καταξιωμένους σκηνοθέτες, όπως ο Κώστας Μπάκας, ο Πάνος Γκυκοφρύδης, ο Βασίλης Κυρίτσης, ο Κώστας Ευφραιμίδης, ο Δημήτρης Πανταζής, ο Σταύρος Τσακίρης, εμπειρία που του προσέφερε τεχνογνωσία σε διάφορες θεατρικές παραγωγές.
Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπήρξε μια σημαντική μετατόπιση του καλλιτεχνικού προσανατολισμού του προς την παραστατική ζωγραφική, μια αλλαγή επηρεασμένη από την αρχαιότητα και καθοδηγούμενη από τον ηθοποιό και γκαλερίστα Κώστα Καρά. Η μετάβαση αυτή σηματοδότησε μια κομβική στιγμή στην καλλιτεχνική του πορεία. Επιπλέον, αξιοποιώντας τις γνώσεις του για τις τεχνικές της βυζαντινής ζωγραφικής και τους μεταμορφωτικούς μηχανισμούς που πρότειναν οι σουρεαλιστές ζωγράφοι, ο Αγγελίδης άρχισε να δημιουργεί πρωτότυπες συνθέσεις, επιδιώκοντας να αποφύγει την ευκολία της μίμησης και την ελκυστική ελαφρότητα της διακόσμησης.
Στην πυρήνα της ζωγραφικής του βρίσκεται μια μετασχηματιστική προσπάθεια: να ξεφλουδίσει τα στρώματα της ιστορίας και να επανερμηνεύσει τα λείψανά της μέσα από ένα σύγχρονο φακό. Αντί να επιδιώκει απλώς να αναπαράγει την αισθητική γοητεία των αρχαίων προτύπων, εστιάζει στις ψυχολογικές διαστάσεις που προκύπτουν από τη συνάντηση της αρχαιότητας και τον σύγχρονο άνθρωπο. Στο έργο του, ο Αγγελίδης επεξεργάζεται την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, προσφέροντας στον θεατή μια νέα προοπτική για τη διαρκή σημασία των ιστορικών αφηγήσεων στον σύγχρονο κόσμο μας.
Αινιγματικές μορφές ακέφαλων σωμάτων, που μοιάζουν να αιωρούνται αβαρείς και άλλοτε σταθερά προσγειωμένες, αποσπασματικές προτομές ανδρών, γυναικών και αλόγων που κρέμονται από κορδόνια ή κορδέλες από μεταλλική δοκό παραπέμποντας στο κατέβασμα των γλυπτών από την Ακρόπολη των Αθηνών και την κλοπή τους από τον λόρδο Έλγιν, πέτρινες μάσκες που δακρύζουν, δικέφαλα ανδρικά αγάλματα και κεφαλές αρχαίων Μακεδόνων πολεμιστών που αναδύονται από ριζωμένους κορμούς, ελαστικά κορμιά που εκτελούν εναέριες χορευτικές ή πολεμικές κινήσεις, άλλες που μεταμορφώνονται σε ψάρια και άλλες που καλύπτονται από πολύχρωμα σκεπάσματα ή που αναδιπλώνονται στον εαυτό τους είναι μερικές από τις θεματογραφικές πρωτοτυπίες της ζωγραφικής του Πασχάλη Αγγελίδη. Αυτές, δεν είναι απλές φυσικές μορφές αλλά δοχεία συμβολισμού, αγωγοί μιας αφήγησης που υπερβαίνει το απτό και το ορατό.
Μέσα από το σκηνογραφικό παρελθόν του, ο Αγγελίδης μεταφέρει τον θεατή στην περιοχή της ποίησης και της αλληγορίας, όπου η ψυχανάλυση παίζει το δικό της ρόλο. Είτε πρόκειται για την εικόνα της προτομής ενός αρχαίου αλόγου που κρέμεται από έναν σπάγκο είτε για ασώματες κεφαλές που ατενίζουν αταλάντευτα ένα αιώνιο κενό, το έργο του Αγγελίδη παγώνει τον χρόνο σε μια ουδέτερη περιοχή, έναν τόπο όπου η μνήμη υποκύπτει στο βάρος του στοχασμού.
Αντλώντας από την εμπειρία του στη θεατρική σκηνογραφία, ο Αγγελίδης τοποθετεί σχολαστικά τις φιγούρες στις συνθέσεις του με ελάχιστα συμπληρωματικά αντικείμενα, δημιουργώντας μια αρμονική ισορροπία που θυμίζει θεατρικούς μονολόγους και αρχαίο δράμα. Σ’ αυτό, καθοριστικό ρόλο παίζει η στρατηγική χρήση ενός χρυσού ή λεπτού κίτρινου φόντου, το οποίο, αν και παραπέμπει στη βυζαντινή τέχνη, εντούτοις αναδεικνύει στα έργα το υπερβατικό μεγαλείο της αρχαιότητας, προσδίδοντας σε κάθε πίνακα μια αιθέρια ποιότητα που ξεπερνά τους χρονικούς περιορισμούς. Αυτή η σκόπιμη επιλογή του φόντου ως αίσθηση διαχρονικότητας, απηχεί την ουσία των αρχαίων πολιτισμών και της πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Επιπλέον, ο Αγγελίδης αξιοποιεί τις μετασχηματιστικές δυνατότητες του σουρεαλισμού, αναδιαμορφώνοντας τα βοτανικά σύμβολα σε ανθρωπομορφές. Για παράδειγμα, προτομές πολεμιστών από την αρχαία Θράκη αναδύονται από τους μίσχους των λουλουδιών, θολώνοντας τα όρια μεταξύ της βοτανικής και της ανθρώπινης πραγματικότητας. Τέτοιες τεχνικές, αναδεικνύουν τη ρευστότητα μεταξύ των ορίων της πραγματικότητας και της φαντασίας.
Ο Αγγελίδης αποφεύγει τη συμβατική προσωπογραφία εστιάζοντας στα στωικά πέτρινα ή χάλκινα πρόσωπα των αρχαίων αγαλμάτων, τα οποία ζωγραφίζει ως προσωπεία χωρίς το βλέμμα των ματιών. Και είναι σκόπιμες αυτές οι αυθαίρετες μετατροπές επειδή, δεν τις αντιλαμβάνεται ως απλές απεικονίσεις αλλά ως διαχρονικές αντανακλάσεις του στοχασμού και των ανθρώπινων συναισθημάτων. Έτσι, κάθε σύνθεση είναι ένα διαρκές οπτικό ψυχολογικό αίνιγμα. Προτρέποντας τον θεατή να αντιμετωπίσει την περίπλοκη αλληλεπίδραση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την ομορφιά και τη φθορά, την πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, οι πίνακές του λειτουργούν ως αντανακλαστικοί καθρέφτες της πολυπλοκότητας του ανθρώπινου ψυχισμού. Την ίδια στιγμή που η μνήμη φθείρεται ή μαρμαρώνει, η σκέψη και τα συναισθήματα αποκτούν δραματική διάρκεια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λείπει σκόπιμα το έτος ολοκλήρωσης κάθε πίνακα: ενισχύει την αινιγματική ασάφεια του περιεχομένου και τη αχρονικότητα της σύνθεσης.
Εμβληματικό συστατικό στη ζωγραφική του είναι η κορδέλα, ως σημειωτικό στοιχείο που δυναμώνει σκηνογραφικά τη σύνθεση. Καθώς τυλίγεται ή ξετυλίγεται γύρω από τα σώματα, αποκαλύπτει συμβολικά κρυμμένες αλήθειες, σηματοδοτεί τον περιορισμό και τη δέσμευση και παραπέμπει στη διασύνδεση και την αλληλεξάρτηση των ανθρώπινων σχέσεων. Ακόμα και τα πολύχρωμα καλύμματα που περιβάλλουν τις μορφές μετά το 2006, θα μπορούσαν να συμβολίζουν θέματα μεταμόρφωσης, προστασίας ή απόκρυψης, προσθέτοντας ένα ακόμη επίπεδο ερμηνείας στις αποχρώσεις των αφηγήσεων του Αγγελίδη.
Στα παραπάνω, πρέπει να προσθέσουμε και το ρόλο που παίζουν οι τίτλοι των έργων του. Για παράδειγμα, στην Ατλαντίδα του Φλοίσβου συγχωνεύεται η φαντασία με το μύθο, Ο Χειμώνας της Αφροδίτης διερευνά την αντοχή του έρωτα και την πολυπλοκότητα των σχέσεων, ενώ Το Μάτι του Εφήβου εμβαθύνει στη διαμόρφωση της ταυτότητας και της ενδοσκόπησης κατά την εφηβεία. Το Τίμημα του Ποιητή εστιάζει στις θυσίες που συνεπάγεται η δημιουργική διαδικασία και Ο Μοναχικός Χορός ρίχνει φως στην αναζήτηση νοήματος μέσα στη μοναξιά. Κάθε τίτλος προσφέρει μια ματιά στην εξερεύνηση των ανθρώπινων εμπειριών και συναισθημάτων που χαρακτηρίζουν τη ζωγραφική ευρηματικότητα του Πασχάλη Αγγελίδη και, κατ’ επέκταση τον σημερινό άνθρωπο. Γι’ αυτό, ο Αγγελίδης θα μπορούσε δικαίως να χαρακτηριστεί ως ο ζωγράφος της ψυχολογικής σκηνογραφίας. Γιατί, ακόμη κι αν χρησιμοποιεί την αρχαιότητα σαν αφορμή, τα έργα του είναι ψυχαναλυτικοί καμβάδες διαρκούς αναζήτησης της αλήθειας, της ομορφιάς και των αινιγμάτων της ανθρώπινης ψυχής. Κι όπως έγραψε:
Καλεσμένοι του περίγυρου της πόλης των τεχνών
Παιχνιδάκια ανασύρετε
καλύπτοντας την όμορφη σκιά του νου
Το ξύπνημα να μην διαφέρει από τον ύπνο…
Που να κρυφτείς από τον εαυτό σου…
Μόνο στην κορυφή διακρίνεσαι και πεθαίνεις…
(Paschalis Aggelidis, Εικόνες και Λέξεις,
Παρατηρητής της Θράκης, 2006)
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης
ΔΠΘ / Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Yannis Kolokotronis: Paschalis Aggelidis The Painter of Psychological Scenography
Paschalis Aggelidis (Alexandroupolis 1955) is the painter of psychological scenography. In his works he explores themes related to identity and memory, using techniques that include layering and the revelation of hidden meanings. Each painting and a scene where ancient objects and contemporary consciousness converge, blurring the boundaries between past and present, reality and imagination. For this reason, his paintings are not simple representations of ancient civilization or archetypal scenes, but complex conceptual palimpsests of transformation and disguise, allegory, and metaphor.
Between 1973 and 1977, Aggelidis studied decoration and free drawing under the guidance of Kostas Lustas (1933-2014) and was an assistant in the studio of the painter and engraver Dimitris Skretas in Thessaloniki. Under Lustas, who had been a student of Yannis Moralis at the Athens School of Fine Arts (1953-58) and returned to Greece after a ten-year stay in New York (1962-72), Aggelidis assimilated the prevailing international painting trends of the time, which were oriented towards abstraction, neo-representational painting, and neo-expressionism.
Thus, from 1978, Paschalis Aggelidis appeared as a painter of abstract art, exhibiting abstract paintings in exhibitions such as the Panhellenic Exhibition of 1987. At the same time, throughout the 1980s, he entered the field of theatre, honing his skills in set design alongside distinguished set designers such as the late Phaedonas Patrikalakis (1935-2017) and Nikos Stephanou (1933). It should be noted that Patrikalakis, Stephanou and Alekos Fassianos maintained the famous Kallithea studio as a point of painting avant-garde in the 1970s. Also with the set designers George Ziakas, Tassos Zographos (1926-2011), Kaliope Kopanitsa and Andreas Sarantopoulos. His experience in set design was complemented and supplemented during the same period by his collaborations with renowned directors such as Kostas Bakas, Panos Gkykofrydis, Vassilis Kiritsis, Kostas Efremidis, Dimitris Pantazis, Stavros Tsakiris, experience that provided him with expertise in various theatrical productions.
However, in the early 1990s, there was a significant shift in his artistic orientation towards figurative painting, a change influenced by antiquity and guided by the actor and gallerist Kostas Karas. This transition marked a pivotal moment in his artistic career. Moreover, drawing on his knowledge of the techniques of Byzantine painting and the transformative mechanisms proposed by Surrealist painters, Aggelidis began creating original compositions, seeking to avoid the ease of imitation and the attractive lightness of decoration.
At the core of his work is a transformative effort: to peel back the layers of history and reinterpret its relics through a contemporary lens. Rather than simply seeking to reproduce the aesthetic charm of ancient models, he focuses on the psychological dimensions that arise from the encounter between antiquity and modern man. In his work, Aggelidis elaborates on the complex interplay between past and present, offering the viewer a new perspective on the enduring relevance of historical narratives in our contemporary world.
Enigmatic forms of headless bodies that seem to float weightlessly and sometimes firmly grounded, fragmentary busts of men, women and horses hanging from strings or ribbons from a metal beam, alluding to the removal of the sculptures from the Acropolis of Athens and their theft by Lord Elgin, tear-stained stone masks, two-headed male statues and heads of ancient Macedonian warriors emerging from rooted trunks, elastic bodies performing aerial dance or martial movements, others transforming into fish and others covered by colorful covers or folding in on themselves are some of the thematic originalities of Paschalis Aggelidis’ painting. These are not mere physical forms but containers of symbolism, conduits of a narrative that transcends the tangible and the visible.
Through the stage past, Aggelidis takes the viewer into the realm of poetry and allegory, where psychoanalysis plays its own role. Whether it is the image of a bust of an ancient horse hanging from a string or disembodied heads gazing steadfastly into an eternal void, Aggelidis’ work freezes time in a neutral territory, a place where memory yields to the weight of contemplation.
Borrowing from his experience in theatrical scenography, Aggelidis meticulously places the figures in his compositions with very few objects, creating a harmonious balance reminiscent of theatrical monologues and ancient drama. In this, the strategic use of a golden or thin yellow background plays a decisive role, which, although it alludes to Byzantine art, nevertheless highlights in his works the transcendent grandeur of antiquity, giving each painting an ethereal quality that transcends temporal limitations. This deliberate choice of background as a sense of timelessness echoes the essence of ancient civilizations and their cultural heritage. Moreover, Aggelidis exploits the transformative potential of surrealism by reconfiguring botanical symbols into anthropomorphic forms. For example, busts of warriors from ancient Thrace emerge from flower stems, blurring the boundaries between botanical and human reality. Such techniques highlight the fluidity between the boundaries of reality and fantasy.
Aggelidis avoids conventional portraiture by focusing on the stoic stone or bronze faces of ancient statues, which he paints as portraits without the gaze of the eyes. And these arbitrary transformations are deliberate because he does not perceive them as mere depictions but as timeless reflections of contemplation and human emotions. Thus, each composition is an ongoing visual psychological conundrum. Urging the viewer to confront the complex interplay between past and present, beauty and decay, reality and illusion, his paintings act as reflective mirrors of the complexity of the human psyche. At the same time that memory is decaying or marbling, thought and emotion take on dramatic permanence. This is why the year of completion of each painting is deliberately missing: it reinforces the enigmatic ambiguity of the content and the timelessness of the composition.
The ribbon is an emblematic component in his painting, as a semiotic element that strengthens the composition. As it wraps or unravels around the bodies, it symbolically reveals hidden truths, signifies confinement and commitment, and alludes to the interconnectedness and interdependence of human relationships. Even the colorful coverings surrounding the post-2006 figures could symbolize themes of transformation, protection, or concealment, adding another layer of interpretation to the nuances of Aggelides’ narratives.
To the above, we must add the role played by the titles of his works. For example, Atlantis of Flisvos merges fantasy with myth, The Winter of Aphrodite explores the endurance of love and the complexity of relationships, while The Eye of the Adolescent delves into the formation of identity and introspection during adolescence. The Poet’s Prize focuses on the sacrifices involved in the creative process and The Lonely Dance sheds light on the search for meaning in solitude. Each title offers a glimpse into the exploration of the human experiences and emotions that characterize the painterly ingenuity of Paschalis Aggelidis and, by extension, today’s human being. For this, Aggelidis could rightly be described as the painter of psychological scenography. For even if he uses antiquity as a motif, his works are psychoanalytic canvases of a constant search for truth, beauty, and the enigmas of the human soul. And as he wrote:
Guests of the city of arts
Toys retrieve
Covering the beautiful shadow of the mind
Waking up not unlike sleeping…
Where to hide from yourself…
Only at the top you can be seen and die…
(Paschalis Aggelidis, Images and Words,
Observer of Thrace, 2006)
Yannis Kolokotronis
Professor of History and Theory of Art
DUTH / Department of Architecture