You are currently viewing Γιάννης Κολοκοτρώνης: Πόλεμος Πολιτική Θρησκεία Τέχνη

Γιάννης Κολοκοτρώνης: Πόλεμος Πολιτική Θρησκεία Τέχνη

Πόλεμος, Πολιτική, Θρησκεία και Τέχνη,[1] βαθιά συνυφασμένοι θεσμοί μεταξύ τους στην παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας, διαμορφώνουν, διαμορφώνονται και διαρκώς διασταυρώνονται μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς κινήτρων, συγκρούσεων, ιδεολογικούς διχασμούς, πολιτιστικές ταυτότητες, με κοινό στόχο την εδραίωση και την άσκηση της εξουσίας.

Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των θεσμών  είναι κυκλικές. Ο πόλεμος αναδιαμορφώνει τα πολιτικά τοπία, ενώ οι πολιτικές φιλοδοξίες συχνά πυροδοτούν συγκρούσεις που με τη σειρά τους δημιουργούν νέες πολιτικές πραγματικότητες. Συχνά, ο εθνικισμός χρησιμοποιείται ως κινητήριος μοχλός πίσω από αυτούς τους μετασχηματισμούς, όπως καταδεικνύουν ιστορικά γεγονότα: το ναζιστικό όραμα για μια «άρια Γερμανία», ο διαμελισμός της Ινδίας και του Πακιστάν το 1947, οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι της δεκαετίας του 1990.

Σε αυτό το πλαίσιο, η τέχνη ασκεί κριτική σε τέτοιες κοινωνικές αλλαγές. Για παράδειγμα, στην εγκατάσταση Memories of Partition (2017 Manchester Museum) η Reena Kallat θυμίζει τους συναισθηματικούς και ιδεολογικούς φράκτες που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της διχοτόμησης της Ινδίας και του Πακιστάν, χρησιμοποιώντας εντυπωσιακές κόκκινες πύλες για να συμβολίσει τη διαίρεση (Kallat, 2017). Ομοίως, τα εθνικιστικά γκράφιτι στις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες και τα φλογερά συνθήματα που βλέπουμε στα γήπεδα καταδεικνύουν πώς η οπτική κουλτούρα και οι δημόσιοι χώροι ενισχύουν τα πολιτικά και εθνικιστικά συναισθήματα.

Ιστορικά, η θρησκεία και η πολιτική έχουν διαμορφώσει η μία την άλλη με βαθύτατους τρόπους. Οι θρησκευτικές ιδεολογίες έχουν χρησιμεύσει ως θεμέλιο για πολιτικά συστήματα, από θεοκρατικά κράτη μέχρι νόμους που έχουν τις ρίζες τους σε αρχές που βασίζονται στην πίστη. Αντίθετα, οι πολιτικές ατζέντες συχνά επηρεάζουν και αναδιαμορφώνουν τις θρησκευτικές πρακτικές, όπως φαίνεται από τη Συνθήκη του Λατερανού του 1929, όπου ο Μουσολίνι αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Βατικανού για να εξασφαλίσει την παπική υποστήριξη, ή, από την Ιρανική Επανάσταση του 1979, η οποία εγκαθίδρυσε ένα θεοκρατικό κράτος. Τέτοιο παράδειγμα είναι το γκράφιτι στους τοίχους της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Τεχεράνη που αντικατοπτρίζει τα αντιδυτικά συναισθήματα του ιρανικού λαού κατά την περίοδο ανατροπής του Σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί (ThoughtCo, 2019).

Η θρησκεία, συχνά έχει δικαιολογήσει και έχει γίνει αιτία συγκρούσεων: από τις Σταυροφορίες και τον Τριακονταετή Πόλεμο μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, μέχρι τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ και τη συνεχιζόμενη αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Μια τέτοια σύγκρουση που μαρτυρά το ανθρώπινο κόστος είναι η σκηνή προσφύγων Memorial to 418 Palestinian Villages (2021) της Emily Jacir, ένας οδυνηρός φόρος τιμής στα χωριά που καταστράφηκαν το 1948, στον εκτοπισμό και τον πόνο που διέπει την αραβοϊσραηλινή σύρραξη. Τέτοια έργα που καταγράφουν τη συλλογική μνήμη, υπερβαίνουν τις θρησκευτικές διαιρέσεις για να ασκήσουν κριτική στη βία και τον εκτοπισμό.

Η τέχνη τεκμηριώνει και στηλιτεύει τον πόλεμο, άλλοτε ως προπαγάνδα και άλλοτε ως καταγραφή του. Από τις σοβιετικές αφίσες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τις αμερικανικές ταινίες του Ψυχρού Πολέμου, η τέχνη έχει λειτουργήσει ως αποθετήριο συλλογικής μνήμης και φίλτρο κριτικού προβληματισμού: από τις θριαμβικές αψίδες της Αρχαίας Ρώμης που μνημονεύουν τις νίκες του Ρωμαϊκού στρατού μέχρι την Guernica του Πικάσο που καταγγέλλει τις φρικαλεότητες του πολέμου. (Guardian, 2014)

 

Ιστορικά, η θρησκεία υπήρξε από τους σημαντικότερους προστάτες της τέχνης, ιδίως σε «σκοτεινές» πολιτιστικές περιόδους, χρηματοδοτώντας έργα που προωθούσαν τη θρησκευτική συνείδηση. Η Καπέλα Σιξτίνα ενσαρκώνει αυτή τη διασταύρωση, αντιπροσωπεύοντας τόσο τη θρησκευτική αφοσίωση όσο και την πολιτιστική αναγέννηση της Ευρώπης. Ας μην παραβλέψουμε ότι στις βιβλιοθήκες και τα studiolo των μοναστηριών διαβάστηκαν και αντιγράφηκαν τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων διατηρώντας μεγάλο μέρος της αρχαίας ελληνικής γνώσης, θέτοντας τα πνευματικά θεμέλια του δυτικού πολιτισμού.

Ο Ψυχρός Πόλεμος αποτέλεσε παράδειγμα για το πώς η τέχνη, η πολιτική και η ιδεολογία διασταυρώθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα. Ο όρος «Σιδηρούν Παραπέτασμα» (Iron Curtain), που επινοήθηκε από τον Winston Churchill το 1946, περιγράφει το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ της σοβιετικής σφαίρας επιρροής και των κρατών που συνδέονται με το ΝΑΤΟ. Παρά τη διαίρεση αυτή, οι πολιτιστικές ανταλλαγές συνεχίστηκαν, διαμορφώνοντας τον κόσμο της τέχνης με τρόπους που εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ψυχροπολεμικής έντασης είναι όταν, το βράδυ της 27ης Ιουνίου 1962, ο Christo και η Jeanne-Claude απέκλεισαν την Rue Visconti με 89 βαρέλια πετρελαίου με ετικέτες εταιρειών όπως ESSO, AZUR, SHELL, BP. Υψώνοντας ένα τείχος 4 x 2,9 μέτρων, που παραπέμπει στο Τείχος του Βερολίνου και στα οδοφράγματα των διαδηλωτών του Παρισιού για τον πόλεμο της Αλγερίας αλλά και στο συνεχόμενο αδιέξοδο της πολιτικής τη συγκεκριμένη περίοδο, οι Christo και η Jeanne-Claude διακόψαν για οκτώ ώρες κάθε πρόσβαση στην αριστερή όχθη του Παρισιού.

Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου (1940-1950), έφερε στο προσκήνιο κινήματα που διαμορφώθηκαν από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός (1940s-1960s) ήταν το αντίβαρο στο Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό (1930s-1980s). Η Pop Art (1950s-1970s), η Conceptual Art (1960s-1970s), ο Nouveau Réalisme (1960s), η Sots Art (1970s-1980s) ήταν αντιδράσεις στον καταναλωτισμό και την προπαγάνδα. Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός, που εξυμνήθηκε ως σύμβολο της ελευθερίας, έγινε εργαλείο της αμερικανικής πολιτιστικής διπλωματίας, με εκθέσεις που υποστηρίζονταν από τη CIA και προωθούσαν τις αμερικανικές αξίες της δημοκρατίας και του ατομικισμού. Εκθέσεις όπως Masterpieces of the Twentieth Century (1952), Modern Art in the United States (Παρίσι 1955), Jackson Pollock: A Retrospective (1958), The New American Painting (1958-1959),  περιόδευσαν στην Ευρώπη, υπογραμμίζοντας την καλλιτεχνική και ιδεολογική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών (Saunders, 1999). Παρόμοια, η απονομή του Χρυσού Λέοντα στον 39χρονο Robert Rauschenberg στην 32η Μπιενάλε Βενετίας το 1964, υπογράμμισε την επιρροή του αμερικανικού αφηρημένου εξπρεσιονισμού και της Pop Art διεθνώς (Rylands & di Martino, 1993).  Το πειραματικό έργο του Rauschenberg που συνδύαζε τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τα found objects εξυμνήθηκε ως η παγκόσμια γλώσσα ελευθερίας. Οι Γάλλοι κριτικοί, ωστόσο, εξέλαβαν τη βράβευσή του ως «τη βράβευση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού» (History of Biennale Arte).

Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση χρησιμοποίησε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό για να δοξάσει την εργατική τάξη και τα κομμουνιστικά ιδεώδη, όπως φαίνεται στις απεικονίσεις του Λένιν και τους Στάλιν από τους Konstantin Yuon, Jules Perahim, Aleksandr Gerasimov (Bown, 1998). Όπως οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση χρησιμοποίησε προπαγανδιστικές εκθέσεις μεγάλης κλίμακας για να παρουσιάσει τα πολιτιστικά και επιστημονικά της επιτεύγματά. Μετά την εκτόξευση του Σπούτνικ το 1957, οι Σοβιετικοί διοργάνωσαν εκθέσεις στο Λονδίνο (1961) και το Παρίσι (1965) παρουσιάζοντας μοντέλα δορυφόρων, πυραύλων και κοστούμια κοσμοναυτών ως σύμβολα του θριάμβου του σοσιαλισμού στην εξερεύνηση του διαστήματος. Παράλληλα, εκθέσεις στα αδέσμευτα κράτη (Ινδία, Αίγυπτο, Βραζιλία) γιόρταζαν τη Σοβιετική Λαϊκή Φιλία, παρουσιάζοντας λαϊκή τέχνη, ταινίες και θεατρικές παραστάσεις για να ενισχύσουν μέσα από την εθνοτική ποικιλομορφία της Σοβιετικής Ένωσης, τα φιλοσοβιετικά συναισθήματα, σε στρατηγικές γεωγραφικές περιοχές. Εκδηλώσεις όπως τα Παγκόσμια Φεστιβάλ Νεολαίας, που ξεκίνησαν το 1947, πρόβαλαν τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και τη σοβιετική νεανική κουλτούρα μέσω της τέχνης, της μουσικής, του θεάτρου και του αθλητισμού. Αξιοσημείωτο παράδειγμα πολιτιστικών ανταλλαγών ήταν η «The American National Exhibition and Soviet National Exhibition» το 1959, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα και τη Νέα Υόρκη. Δεν ήταν παρά, οι βιτρίνες των πολιτιστικών επιτευγμάτων και της ιδεολογικής υπεροχής των δύο υπερδυνάμεων.

Η τέχνη λειτούργησε επίσης, ως μέσον κοινωνικής και πολιτικής κριτικής άλλοτε ήπιας μορφής (Pop Art) και άλλοτε ιδιαίτερα αιχμηρής (Sots Art, institutional critique) Η Pop Art, για παράδειγμα, ανέδειξε τον δυτικό καταναλωτισμό και την εμπορευματοποίηση και παρόλο που δεν ήταν κρατικά χρηματοδοτούμενη, η εστίαση της στα καταναλωτικά αγαθά, τις διασημότητες και τις διαφημίσεις έφτασε να αντιπροσωπεύει την δυτική ευμάρεια (Foster, 2004). Ομοίως, στη Σοβιετική Ένωση, η Sots Art, που αναπτύχθηκε από τους Vitaly Komar και Alexander Melamid, παρωδούσε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, εκθέτοντας τους παραλογισμούς της σοβιετικής προπαγάνδας (Golomstock, 1990).

Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια κομβική στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας, κατά την οποία η τέχνη, η πολιτική, η θρησκεία και ο πόλεμος διασταυρώθηκαν σε μια παγκόσμια σκακιέρα, με το καθένα να χρησιμεύει ως όπλο και ως σύμβολο σε μια σύγκρουση ιδεολογιών. Οι εκθέσεις, οι πολιτιστικές ανταλλαγές και οι προπαγανδιστικές εκστρατείες της εποχής όχι μόνο αντικατόπτριζαν τις γεωπολιτικές διαιρέσεις αλλά και αποκάλυπταν τις αλληλένδετες δυνάμεις που διαμόρφωναν τον σύγχρονο κόσμο. Επομένως, δεν είναι απλά ιστορικά φαινόμενα αλλά συνεχείς διαδικασίες που διαμορφώνουν τον παγκόσμιο διάλογο, τις  πολιτιστικές ταυτότητες και τις διεθνείς σχέσεις σε έναν όλο και πιο διασυνδεδεμένο κόσμο.

Η κληρονομιά αυτών των αλληλεπιδράσεων μας υπενθυμίζει ότι, η τέχνη είναι κάτι περισσότερο από μια απλή αντανάκλαση της εξουσίας: είναι μια δυναμική ικανή να προσαρμόζεται, να προκαλεί σκέψεις και να ασκεί κριτική στην εξουσία. Ως βαθιά πολιτική πράξη, κινείται διαρκώς στις διασταυρώσεις της εξουσίας, της ιδεολογίας και της ταυτότητας, διεκδικώντας το ρόλο της σ’ έναν κόσμο που συνεχώς εξελίσσεται. Και μη ξεχνάμε ότι, η τέχνη μπορεί να εμπεριέχει την προβοκάτσια, αλλά ποτέ δεν προκάλεσε πολέμους!

 

Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών / Δ.Π.Θ
Βιβλιογραφία
Frances Stonor Saunders, The Cultural Cold War: The CIA and the World of Arts and Letters, New Press, 1999.
Matthew Cullerne Bown, Art under Stalin, Holmes & Meier, 1998.
Emily Jacir, Memorial to 418 Palestinian Villages, 2021. Retrieved from  https://www.artforum.com/columns/open-letter-art-community-cultural-organizations-518019/
Hal Foster, The First Pop Age: Painting and Subjectivity in the Art of Hamilton, Lichtenstein, Warhol, Richter, and
Ruscha, Princeton University Press, 2004.
History of Biennale Arte. (n.d.). La Biennale di Venezia. http://s.atcite.com/sCBHubhlK
Igor Golomstock, Totalitarian Art in the Soviet Union, the Third Reich, Fascist Italy, and the People’s Republic of
China, Harper Collins, 1990. History of Biennale Arte. La Biennale di Venezia. Retrieved from
http://s.atcite.com/sCBHubhlK.
Philip Rylands & Enzo di Martino. Flying the Flag for Art: The United States and the Venice Biennale, 1895-1991. Wyldbore & Wolferstan, Ltd. 1993
ThoughtCo. “The Iranian Revolution of 1979.” Retrieved from https://www.thoughtco.com/the-iranian-revolution-of-1979-195528.
Reena Kallat, Memories of Partition, 2017. Manchester Museum. Retrieved from https://www.theheritagelab.in/india-partition-art/.
The Guardian. “Soviet Propaganda Art Posters in Pictures.” Retrieved from https://www.theguardian.com/world/gallery/2014/jun/09/soviet-propaganda-art-posters-in-pictures.
[1] Ανακοίνωση στην ημερίδα με τίτλο «Πόλεμος Πολιτική Θρησκεία», Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, Ξάνθη 11/11/24

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.